Του Μάρκου Δεληγιάννη. Η πλατεία, κάτω απ’ τον ίσκιο της χειμωνιάτικης περιπέτειας, αδυνατούσε ν’ αγκαλιάσει το θυμό της άρνησης τόσων και τόσων ανθρώπων, ενώ οι τυφλές χειροβομβίδες, των δακρυγόνων τα δηλητήρια -όπλα νάνων- λαμπάδιαζαν τη νύχτα.

Οι ραβδούχοι, καλοσιδερωμένοι παλικαράδες, κραδαίνοντας ράβδους, βάλθηκαν να κάμψουν το πείσμα της συγκέντρωσης. Τότε, λες, κι οι γλώσσες δέθηκαν κόμπο κι οι λέξεις μείνανε αγέννητες. Μόνο δάκρυα αυλάκωναν τις παρειές – άμυνα στων δακρυγόνων την οξύτητα. Όμως, τότε τα πανό, οι κόκκινες σημαίες, οι φλογισμένες ματιές ξαναγύρισαν στην πλατεία. Έστησαν οδόφραγμα με υλικό της νιότης την οργή, την κραυγή της βιασμένης αυριανής ημέρας. Η νύχτα ήταν ατέλειωτη, μα έμειναν εκεί, ολόρθοι, χωρίς των δειλών τις μάσκες και τις κουκούλες, τις προκατασκευασμένες μάχες και τους εμπρησμούς.
Την ίδια στιγμή που η φωτιά ανενόχλητη κατάπινε το λιγοστό οξυγόνο, στη σύγκλητο ο ευτραφής ύπατος, μ’ εκείνη τη μεγαλαυχία που τον χαρακτηρίζει -στόμφος θεατρικός μόδας περασμένης- εξαπέλυε μύδρους λεκτικούς κατά πάντων: Πώς είναι δυνατόν να μην έχετε αντιληφθεί, εσείς ω αφελείς πολίτες, τον κίνδυνο που η πατρίδα διατρέχει; Μήπως σας επηρέασαν αυτοί οι αριστεροί που θέλουν να σύρουν τη χώρα στην ανυποληψία της δραχμής, στην ανείπωτη φτώχεια; Μα κανείς δεν αφουγκράζεται την εναγώνια προσπάθεια του πραίτορα και των υπάτων; Αν ξέρατε τι πόνος αγιάτρευτος ματώνει την καρδιά μας κάθε φορά που γονυκλινείς, καταθέτουμε στα πόδια των Ευρωπαίων δανειστών μας, τις συντάξεις σας, τους μισθούς σας. Σφίξτε τα δόντια, πολίτες, να δείξουμε στους τοκογλύφους πως είμεθα πτωχοί μεν, αλλά φιλότιμοι δε. Κι ύστερα τα ποτάμια, τις λίμνες… τι τα χρειαζόμαστε όλα αυτά; Ας τα πάρουνε οι ξένοι! Φτάνει η πατρίδα να σωθεί.
Θλιβερές επαναλήψεις κακοπαιγμένου έργου. Λέξεις ακυρωμένες από την κατάχρηση. Λέξεις που διαβάλλονται συστηματικά από τα στόματα των αφεντικών, γελοιοποιούνται κάθε φορά που επιστρατεύονται εκβιαστικά, ν’ αποτελέσουν το προκάλυμμα της παραπλάνησής μας.
Και καθώς η νύχτα προχωρούσε, η μνήμη η γυρίστρα με ταξίδεψε ταξίδι μακρινό, στης ιστορίας τα βάθη: Ήταν τότε που η Αγριππίνα βοήθησε τον Κλαύδιο, τον σύζυγό της, να μεταβεί στον Αχέροντα ποταμό πριν οι θεοί το αποφασίσουν, για χάρη του γιου της, του Νέρωνα. Διέδωσαν, λοιπόν, της εποχής τα παπαγαλάκια, πως ο μονάρχης είναι βαριά άρρωστος. Τίποτα το ανησυχητικό. Παρήγγειλαν, μάλιστα, οι συνωμότες στη Σύγκλητο που θα συνεδρίαζε, να δεηθούν στους αιώνιους θεούς υπέρ της υγείας και της ταχείας ανάρρωσης του Κλαύδιου! Αυτός βέβαια ήταν μακαρίτης από ώρες!
Για να μην υπάρχει δε καμιά αμφιβολία, πως όλα βαίνουν όπως συνήθως στον Παλατίνο λόφο, στήσανε το νεκρό στο κρεβάτι. Έβαλαν στην πλάτη του μαξιλάρια, του βάψανε το πρόσωπο και τα χείλια μ’ έντονα χρώματα. Καλέσανε μάλιστα κι ένα θίασο στο παλάτι να δώσει μια παράσταση. Να πάει με μουσική και χορό στο βασίλειο του Άδη ο άνθρωπος. Να διασκεδάσει λίγο ο καημένος ο άρρωστος. Να μη στενοχωριέται. Οι ηθοποιοί μπήκανε στην αίθουσα, χορέψανε, τραγουδήσανε μπροστά στο κρεβάτι κι ο άρρωστος ο δυστυχής κοιτούσε με μάτια γυάλινα κι ορθάνοιχτα. Οι οργανοπαίκτες σε μια γωνιά έπαιζαν μελωδίες, κομμάτια εύθυμα, να κάνει κέφι ο μακαρίτης! Κάθε τόσο τον πλησίαζε η Αγριππίνα, έσκυβε στοργικά στο πρόσωπο του Κλαύδιου και τον ρωτούσε τρυφερά, σαν που ταιριάζει σε σύζυγο πιστή, αν είναι ευχαριστημένος, αν νιώθει πόνους ή αν θέλει κάτι να πιει! Και με χαμόγελο ικανοποίησης ενθάρρυνε τους μουσικούς να παίζουν.
Η κωμωδία συνεχίστηκε. Η γραμματεία των ανακτόρων κάθε τόσο ανακοίνωνε δελτία για την πορεία της ασθένειας του αυτοκράτορα και πληροφορούσε το πλήθος των Ρωμαίων πολιτών και τους λοιπούς συγκλητικούς που δεν ήταν στο κόλπο, πως ο οργανισμός του Κλαύδιου αντιδρά ικανοποιητικά κι ότι αντιμετωπίζει παλικαρίσια την ασθένεια.
Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι να δοθεί καιρός στην ερίτιμον σύζυγο Αγριππίνα να προετοιμάσει την αναγόρευση του γιου της από το στρατό και την επικύρωση του γεγονότος από τη Σύγκλητο.
Κάπως έτσι τα διηγείται η ιστορία και ξεσκεπάζει τα περασμένα και σκεπάζει τα τωρινά. Σκέφτηκα: Μήπως ο Κλαύδιος ο δυστυχής είναι η οικονομία η ελληνική που οι σύγχρονες Αγριππίνες, αφού την έστειλαν κανονικά, τώρα με ψιμύθια λεκτικά προσπαθούν να μας πείσουν πως αντέχει στους κραδασμούς της ασθένειας. Κι εμείς ας κάνουμε, επιτέλους, υπομονή. Δύσκολες μέρες περνάμε. Ας αγαντάρουμε!
Φίλοι μου, καιρός λίγος απέμεινε. Αν θέλουμε τη δημοκρατία ζωντανή και παρούσα, όχι απολεσθέν αντικείμενο ή κουφάρι σε άγνωστη λειψανοθήκη πεταμένη, τότε, ας σταματήσει η περιπλάνηση στο λαβύρινθο των λέξεων που τόσο μας μπερδεύει. Φτάνει πια! Καιρός κάστρα να υψωθούν κι από τις βίγλες ν’ ακουστεί των όπλων μας η τρομερή κλαγγή, πέρα ως πέρα, σ’ όλα τα διεθνή εκτροφεία υαινών.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!