Του Μιχάλη Σιάχου. Είναι πλέον φανερό ότι υπάρχει μια εγγενής αναποτελεσματικότητα στις μέχρι σήμερα ακολουθούμενες πολιτικές αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής και η οποία δεν σχετίζεται με τις όποιες πλάτες ή αβάντες του συστήματος.
Έγκειται σε βαθύτερα, πιο θεμελιακά ζητήματα, που αν δεν αντιμετωπιστούν δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί και η Χρυσή Αυγή. Η ναζιστική οργάνωση εμφανίζει ηθικές, αξιακές πλευρές στην τοποθέτησή της, που πρέπει να γίνουν κατανοητές σε όλες τους τις διαστάσεις.
Συνενώνει έναν αντισυστημισμό με μια διάσταση καθαρά φασιστική. Πρόκειται για δυο πτυχές που προσφέρονται από κοινού. Στην καθαρά χιτλερική της πλευρά, εντάσσεται όλο το ιδεολογικό της πλαίσιο που προκαλεί ανατριχίλα, όσο και η συμμορίτικη-μαφιόζικη δράση με στοιχεία υποκόσμου. Οι παραπάνω είναι περισσότερο κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες δεν απαντούν στο πολιτικό. Όπως έχει αποδειχτεί, η ανάδειξη του φασιστικού υπόβαθρου και της συμμορίτικης δράσης δεν αποτελούν από μόνα τους αποτελεσματικά όπλα.
Η πλευρά που επιβάλλεται να πολεμηθεί -αν θέλουμε πραγματικά να «ξεδοντιαστεί» η Χρυσή Αυγή- είναι πρωτευόντως η αντισυστημική. Ο αντισυστημισμός της είναι κατοχυρωμένος στην κοινή γνώμη. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις πάνω από το 40% πιστεύει ότι η Χρυσή Αυγή έχει αντισυστημική δράση. Μιλά επίμονα για «τέλος του πολιτικού συστήματος» και καρπώνεται την οργή και την απόγνωση. Μιλά για το μεταναστευτικό, καπηλεύεται τα εθνικά ζητήματα κ.λπ. Διαμορφώνει, δηλαδή, τους όρους για να εισπράττει έναν αυθεντικό λαϊκό ριζοσπαστισμό τον οποίο, βέβαια, νοθεύει και οδηγεί σε άλλες κατευθύνσεις.
Στο εσωτερικό της χτίζει ένα ηθικοαξιακό πρότυπο, αξιοποιώντας ένα πολύ εύφορο έδαφος. Η λατρεία της βίας που αναβλύζει από κάθε πόρο του ναζιστικού μορφώματος, αποτελεί καθοριστικό παράδειγμα. Η βία είναι κεντρικό ζήτημα και έχει να κάνει με τον ατομισμό. Αποτελεί τον αναγκαίο όρο της ατομικής ύπαρξης. Και αφορά, βέβαια, τη βία όχι ιδωμένη ως μαμή της Iστορίας, ως συλλογική δράση που μετασχηματίζει κοινωνίες.
Η βία όμως και η σταδιακή αποδοχή της έχει υπάρξει πολύ πριν τη γιγάντωση της Χρυσής Αυγής και δεν έχει να κάνει μόνο με τα προωθούμενα πρότυπα του εσμού της υποκουλτούρας. Έχει να κάνει με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το Mνημόνιο ήταν μια πρωτόγνωρη κοινωνική βία που κατέστρεψε και καταστρέφει τα πάντα. Το Μνημόνιο ως διαδικασία και αποτέλεσμα διαμόρφωσε, με βιωματικό τρόπο, τους όρους για την αποδοχή του βίαιου. Το Μνημόνιο, επιπλέον, σήμανε μια βαθιά αλλαγή στην ίδια την έννοια του νόμιμου και δίκαιου – ακόμα και με τους όρους του αστικού πλαισίου. Νομιμοποίησε καταλυτικά την υπέρνομη δράση που, εκ των υστέρων, βαφτίζεται νόμιμη. Ενστάλαξε, επίσης, μια μέση κοινωνική αντίληψη που φτάνει (απογειώνοντας το προϋπάρχον υπόβαθρο) ως τη σωματοποίηση της καταπίεσης. Τα παιδιά των… γυμναστηρίων με τα τατουάζ, που συνωστίζονται στα γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης το αποδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Αυτή η ανάγκη μέρους της κοινωνίας να εκφραστεί με τα πιο αρχέγονα μέσα έφτασε με το Μνημόνιο στην πιο ακραία της εκδοχή, αυξάνοντας εκθετικά ό,τι διαμόρφωσε και παρήγαγε όλη η προηγούμενη περίοδος. Επιτάχυνε έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που «επιτρέπει» περισσότερο ατομισμό, περισσότερο κυνισμό, περισσότερη βία.
Σ’ αυτό το «γόνιμο χωράφι» έσπειρε και θέρισε η Χρυσή Αυγή, σ’ αυτό το πεδίο απαιτούνται ουσιαστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπισή της. Και γι’ αυτό ακριβώς η όποια διέξοδος δεν μπορεί να ’ναι μόνο πολιτική ή οικονομική, απαιτείται πρωτίστως να είναι κοινωνική.