Η αξιολόγηση περιδινείται γύρω από την αβέβαιη συμμετοχή του Ταμείου – Για νομοθετημένα «προληπτικά» μέτρα πιέζουν οι δανειστές – Ορόσημο η 6η Φεβρουαρίου
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ο απολογισμός του προχθεσινού Eurogroup αποτελεί ορισμό της ασάφειας: δεν πρόσθεσε λέξη σε όσα ήδη γνωρίζαμε πριν τη συνεδρίασή του για τις θέσεις και προθέσεις όλων των παικτών της δεύτερης αξιολόγησης, δεν αποσαφήνισε αν και πότε το κουαρτέτο θα επιστρέψει στην Ελλάδα, δεν ξεκαθάρισε από τι ακριβώς εξαρτάται η επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων στην Αθήνα.
Βεβαίως, τα καλά λόγια για τις δημοσιονομικές επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης περίσσεψαν – για «θαυμαστά αποτελέσματα» μίλησε ο επίτροπος Μοσκοβισί, για «ελαστικότητα» που προσφέρει για τα επόμενα χρόνια η καλή επίδοση στο πλεόνασμα του 2016 μίλησε ο Ντάισελμπλουμ. Ωστόσο, οι φιλοφρονήσεις αυτές αντισταθμίστηκαν από το υψηλό για την ελληνική κυβέρνηση «τίμημα»: τη σύμπνοια της ευρωπαϊκής τρόικας στο αναπόδραστο της συμμετοχής του ΔΝΤ. Έστω κι αν το ίδιο είναι βέβαιο ότι θέλει να τ’ αποφύγει. Έστω, κι αν η Ελλάδα είναι το τελευταίο «πειραματόζωο» του Ταμείου στην Ευρωζώνη, αφού όπως είπε ο Ντάισελμπλουμ, σε μελλοντικά προγράμματα στήριξης –αχρείαστα να ’ναι– ίσως δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή του ΔΝΤ. Αυτό παραπέμπει στον σχεδιασμό Σόιμπλε για μετεξέλιξη του ESM σε «ευρωπαϊκό ΔΝΤ», αλλά το ζήτημα δεν είναι της παρούσης.
Οι «υποχρεώσεις» Ουάσιγκτον και Αθήνας
Από το μοναδικό σαφές μήνυμα του Eurogroup, που αφορά τη συμμετοχή του ΔΝΤ, προκύπτουν δύο ζητήματα:
Πρώτον, το ίδιο το ΔΝΤ καλείται να αποφασίσει για τις τελικές προϋποθέσεις συμμετοχής του στο τρίτο Μνημόνιο ως χρηματοδότης. Θεωρητικά, αυτό έχει την ευκαιρία να το κάνει στις 6 Φεβρουαρίου, οπότε συνεδριάζει το Εκτελεστικό του Συμβούλιο έχοντας στο τραπέζι δυο εκθέσεις που… εκθέτουν ανεπανόρθωτα το ελληνικό χρέος ως εξαιρετικά μη βιώσιμο. Ωστόσο, ο αναπληρωτής εκπρόσωπός του Γουίλιαμ Μάρεϊ περιορίστηκε απλώς στην «ελπίδα απόφασης φέτος».
Δεύτερον, η ελληνική κυβέρνηση καλείται προσαρμοστεί στους όρους που υποτίθεται ότι θέτει το ΔΝΤ, αλλά δεν είμαστε σίγουροι ότι πράγματι θα το ικανοποιούν τελικά! Οι όροι ανταποκρίνονται περισσότερο στην ερμηνεία του Β. Σόιμπλε για το τι ζητεί το ΔΝΤ –ή στο τι έχει ενδεχομένως συμφωνήσει με τον Πολ Τόμσεν–, κι όχι σ’ αυτά που δημοσίως λένε οι εκπρόσωποί του. Η κατά Σόιμπλε απαίτηση του ΔΝΤ, στην οποία στοιχήθηκε όλο το Eurogroup και δεν διαφοροποιήθηκε η Κομισιόν, είναι ο «αξιόπιστος μηχανισμός» δημοσιονομικής προσαρμογής αν υπάρχει απόκλιση από τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% την περίοδο τουλάχιστον μέχρι το 2020 και η κάλυψή του με εκ των προτέρων νομοθετημένα μέτρα, έστω κι αν συνοδεύονται από «ρήτρα ακύρωσής» τους, εφόσον οι στόχοι επιτευχθούν. Για την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο, που διακηρύσσουν ότι αποκλείουν νομοθέτηση νέων μέτρων, είναι ένα πολιτικά αφόρητο φορτίο.
Και το πράγμα γίνεται χειρότερο, όταν προσδιορίζονται ως δεξαμενές των νέων μέτρων τα πεδία που υποτίθεται έχουν κλείσει: με τον επισημότερο τρόπο ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ προανήγγειλε την «επανεξέταση του βάθους των μεταρρυθμίσεων σε φορολογικό και ασφαλιστικό». Πράγμα που παραπέμπει στην απαίτηση του ΔΝΤ για κάλυψη των όποιων δημοσιονομικών κενών από το 2018 και μετά με νομοθετημένη από τώρα μείωση του αφορολόγητου, αύξηση του ΦΠΑ και περικοπές στις συντάξεις.
Η κυβερνητική αντίδραση κινείται μεταξύ αμηχανίας και πολιτικής αφέλειας. «Το να ζητάς να νομοθετήσει μια χώρα το τι θα κάνει σε δύο ή τρία χρόνια είναι μια δέσμευση που ξεπερνάει κατά πολύ το ευρωπαϊκό δημοκρατικό πλαίσιο και τις ηθικές αξίες της Ευρώπης», δήλωσε ο Ε. Τσακαλώτος μετά το Eurogroup, παρότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ νομοθέτησε το 2016 το τι θα κάνει το 2018, δηλαδή τον δημοσιονομικό «κόφτη». Η κυβέρνηση προαναγγέλλει «πρωτοβουλίες για λύση», αγνώστου προς το παρόν προσανατολισμού.
Εκθέσεις-προαναγγελία φυγής
Το χρονοδιάγραμμα είναι ασφυκτικό και το ενδεχόμενο συμφωνίας μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου, που θεωρείται το τελευταίο ορόσημο πριν αρχίζει ο επικίνδυνος εκλογικός κύκλος μεταξύ Ολλανδίας, Γαλλίας και Γερμανίας, εξαιρετικά χλωμό. Στην πραγματικότητα τα πράγματα θα μείνουν παγωμένα τουλάχιστον μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου, οπότε το ΔΝΤ θα δώσει μια ασφαλέστερη ένδειξη για τις προθέσεις του. Ωστόσο, οι πληροφορίες που έχουν ήδη διαρρεύσει για το περιεχόμενο των δύο εκθέσεών του που συνδέονται με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας –η μια άλλωστε, που αφορά το σύνολο της Ευρωζώνης τέθηκε ήδη υπόψη του Eurogroup– μια ερμηνεία επιδέχονται: το ΔΝΤ κωλύεται να χρηματοδοτήσει την Ελλάδα: πρώτον, γιατί κατά το βασικό του σενάριο εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος μπορεί να φτάσει ακόμη και το 275% χωρίς ελάφρυνση μέχρι το 2060 και οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας ακόμη και το 60% του ΑΕΠ! Δεύτερον, γιατί ακόμη κι αν η Ελλάδα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για μια δεκαετία, που το ΔΝΤ θεωρεί αδύνατο, το χρέος παραμένει μη εξυπηρετήσιμο. Και τρίτο, γιατί τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που ήδη έθεσε σε εφαρμογή ο ESM υποστηρίζοντας ότι οδηγούν σε μείωση χρέους κατά 20%, είναι ανεπαρκή.
Εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές όταν δημοσιοποιηθούν οι εκθέσεις του ΔΝΤ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε το εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου να συζητά και ν’ αποφασίζει δανεισμό της Ελλάδας. Πολύ περισσότερο που εκεί θα δώσει το πρώτο δείγμα γραφής της η κυβέρνηση Τραμπ ως προς τη νέα αμερικανική στρατηγική στους διεθνείς οργανισμούς, ως ο μεγαλύτερος χρηματοδότης τους. Οι πρώτες κινήσεις Τραμπ έπεισαν και τους πιο δύσπιστους ότι μάλλον εννοούσε όσα είπε προεκλογικά. Κι αυτά είναι αδύνατο να αφήσουν ανεπηρέαστη την πολιτική του ΔΝΤ. Δεν θα το μετατρέψει, βέβαια, σε υπέρμαχο του προστατευτισμού. Αλλά μπορεί να καθορίσει το ποιος και με ποιους όρους θα χρηματοδοτείται από το ΔΝΤ.
«Πολιτική διαφωνία» ή συμπαιγνία;
Με τα δεδομένα αυτά, η εκκρεμότητα της δεύτερης αξιολόγησης αποκτά μια… σχιζοειδή διάσταση: οι Ευρωπαίοι δανειστές διαμορφώνουν τη στάση τους με βάση ένα παράγοντα που σε μερικές εβδομάδες μπορεί και να εκλείψει, η κυβέρνηση καταστρώνει την τακτική της με βάση τη θεωρία της «πολιτικής διαφωνίας Σόιμπλε- ΔΝΤ», αλλά τελικά μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτή η «διαφωνία» ήταν στην πραγματικότητα μια «πολιτική συμφωνία», ώστε ακόμη κι αν το ΔΝΤ μείνει εκτός κάδρου να έχει αφήσει ως «φιλοδώρημα» στην ελληνική κυβέρνηση ένα έξτρα πακέτο μέτρων που θα υποχρεωθεί να νομοθετήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τον Β. Σόιμπλε και την ομάδα των 4 χωρών που τον ακολουθεί πιστά να καλούν την ελληνική κυβέρνηση να ακυρώσει τα πρόσθετα μέτρα, αν το ΔΝΤ αποφασίσει να ζητήσει διαζύγιο. Ίσα ίσα, τότε είναι που ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θα έχει ανάγκη να «πουλήσει» στους βουλευτές του κόμματός του τις πρόσθετες εγγυήσεις που πήρε από την ελληνική κυβέρνηση και θα αντισταθμίζουν την απουσία του ΔΝΤ. Τότε ίσως αποκαλυφθεί σαφέστερα ότι όχι μόνο δεν υπάρχει «πολιτική διαφωνία» Σόιμπλε – ΔΝΤ, αλλά αντίθετα υπάρχει μια σταθερή πολιτική συμπαιγνία παντός καιρού και ενδεχομένου.