Καιρός να σηκώσουμε τις θυμωμένες σημαίες. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Καθώς ο χιονιάς αποχαιρετούσε τον ουρανό, ένας έφηβος ήλιος εξαφάνιζε τα ίχνη της κακοκαιρίας στέλνοντας χάδι απαλό, τις ακτίνες του, σ’ αυτούς που τις προσμένουν. Ιδανικός καιρός, σκέφτηκα, για μια βόλτα. Ο αχός της θάλασσας θα συντροφεύει τα βήματά μου τα μοναχικά. Κι όταν η κούραση με καταβάλει, φιλόξενο κατάλυμα θα’ βρω σ’ εκείνο το παγκάκι το απόμερο, στου βράχου την άκρη, που είναι των ερωτευμένων το καταφύγιο. Όταν αποφάσισα το βάδην να διακόψω, βρήκα το παγκάκι αδειανό, χωρίς ενοίκους. Η μοναξιά μου βρήκε στέγη. Άλλωστε ο έρωτας εμπνέεται το σούρουπο κι η ποίηση με το φως. Κάθισα κι η ματιά μου γλίστρησε στου πελάγου τ’ ανοιχτά, εκεί που ναύτες χαράζουνε πορείες καινούργιες. Ύστερα ατένισα πέρα στο βάθος τα βουνά που υψώνονται περήφανα πάνω από της θάλασσας τα ερωτικά καπρίτσια και παίρνουν το δρόμο που οδηγεί στα ύψη, τα ουράνια. Και όσο αυτά ψηλώνουνε, τόσο λιγνεύουνε μέχρι τα σύννεφα να τα τυλίξουνε με τ’ άσπρα πέπλα τους. Μα οι κορυφές περήφανες κι αγέρωχες δεν βολεύονται στα συννεφένια χάδια. Πετάνε από πάνω τους τις πουπουλένιες πουκαμίσες κι ολόγυμνες τα ύψη αγναντεύουν τ’ απάτητα. Μετέωρες οι κορυφές πλέουν στα ουράνια. Ταξίδι δίχως φτάσιμο. Άπαρτο κάστρο ο ουρανός.
Αναρωτιέμαι. Μήπως της φύσης το πινέλο στέλνει μήνυμα μ’ αυτόν τον συμβολισμό; Μήπως τούτη η εικόνα συμβολίζει τη ματαίωση της εξόδου στο μέλλον; Μήπως είναι ο διασκελισμός του δρομέα που έμεινε μετέωρος, γιατί αδυνατεί να βρει στέρεο έδαφος να πατήσει; Και καθώς τα σύννεφα κυνηγημένα από τις ηλιαχτίδες, πίνακας που εκτίθενται στη γκαλερί της φύσης, μοιάζουν να πέρασαν από της αυταπάτης το εργαστήρι, λες και με ρωτούνε κοροϊδευτικά: Αλήθεια, ποιο είναι το όνειρο και ποιο το πραγματικό;
Σκέφτηκα: Πόσο στ’ αλήθεια ταιριάζει όλο αυτό το ουράνιο σκηνικό με τους μετέωρους βηματισμούς της Aριστεράς;
Τούτες τις κρίσιμες ώρες, φίλοι μου, που η απώλεια των οραμάτων μας συγκλονίζει, μήπως καθίσαμε όλοι στο παγκάκι της καρτερίας και προσμένουμε τους μηνύτορες; Αλίμονο! Αυτοί μπλέχτηκαν στα ομιχλώδη στενά της ιστορίας κι η άφιξή τους καθυστερεί.
Κι εμείς ανέστιοι καρτερούμε στο παγκάκι. Ο τόπος μας έγινε μη τόπος. Αιωρούμενος, ξεκρέμαστος, υβριζόμενος, ακατανόητος. Μοιάζει με δέντρο ξεριζωμένο από τη μανία του βοριά, έκτοπο, χωρίς ρίζες, κουφάρι.
Πόσο πολύ μοιάζει τούτος ο πίνακας με τους βηματισμούς της Aριστεράς; Όμως το πολιτικό σκηνικό είναι τόσο ξεκάθαρο, τόσο διάφανο. Οι δυνάμεις κατοχής δεν μασάνε τα λόγια τους. Τα λένε απερίφραστα. Πως τάχατες, τώρα που ο κόσμος προόδευσε, δεν χρειάζονται πια οι εργαζόμενοι! Ούτε ο πολιτισμός της εργασίας. Σκλάβους χρειάζονται! Ανθρώπους χωρίς πρόσωπο, όχι πολίτες ! Άτομα έμφοβα από την ανεργία, από τα χρέη που τους επέβαλαν οι ύαινες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών . Πρόσωπα που βρίσκονται κοντά στο θάνατο. Προγραμμένοι, σβησμένοι από τα ληξιαρχεία του κόσμου, παραδομένοι στων δήμιων τα χέρια θα δουλεύουν, μόνο θα δουλεύουν κατά εκατομμύρια για τις πολυεθνικές. Θα σφάζονται ποιος θα πρωτοδουλέψει. Μας θέλουν ανέστιους και εμείς μετεωριζόμαστε στο κενό της εθνικής φλυαρίας. Κατάφεραν η ιστορική ύπαρξη κι η ευαισθησία να έρχεται από το πουθενά, συνέχεια ενός τίποτα. Όλα στη ζωή είναι ευκαιριακά: τύχη, λοβιτούρα, αρπαχτή. Κατεδαφιστήκαν οι μνήμες. Μας μάζεψαν σε αδιέξοδες πλατείες και μας διέταξαν ν’ αγνοήσουμε τους προγόνους μας και τις καταβολές μας . Να ξεχάσουμε τις μήτρες που μας γέννησαν. Να μάθουμε να ζούμε μέσα σ’ έναν άχρονο πολτό που μέσα του το ανθρώπινο πρόσωπο πλέει χωρίς προσανατολισμό, χωρίς καμία πολιτισμική αναφορά, χωρίς πολιτισμικά ένστικτα. Θέλουν να μας επιβάλουν το ξεμάγεμα του κόσμου, το φοβικό ατομισμό. Η ικανότητα της απογείωσης χλευάζεται. Η ποιητική απομάκρυνση από την ερεβώδη καθημερινότητα βρίσκεται σε διωγμό.
Καιρός να σταθμίσουμε τα γεγονότα. Ας αναλογιστούμε τα περασμένα. Ο αιώνας που πέρασε παρέδωσε την ελπίδα στην πυρά. Ο αιώνας που διάγουμε γεμάτος απειλές. Το μόνο όπλο που μας απέμεινε είναι η μνήμη:
Κουράγιο σύντροφοι μη και ξεχάσουμε τα τραγούδια μας
Μη και πεθάνει ο πόνος πριν από μας
Μη και βουλιάξουμε στο έλος της αμνησίας.
Ε, όχι φίλοι μου, «αν αυτοί είναι λύκοι, είναι γιατί εμείς είμαστε πρόβατα». Ας αφήσουμε τα παγκάκια της καρτερίας και ας βρούμε ξανά ένα ηθικό έρμα στην πολιτική μας δράση, να ξεριζώσουμε το φόβο του υπάρχειν, τα αυτάρεσκα ψεύδη. Καιρός να σηκώσουμε τις θυμωμένες σημαίες και να τραγουδήσουμε με καθάρια φωνή για τις μελλούμενες ημέρες με τα πολύχρωμα οράματα.
Αναρωτιέμαι. Μήπως της φύσης το πινέλο στέλνει μήνυμα μ’ αυτόν τον συμβολισμό; Μήπως τούτη η εικόνα συμβολίζει τη ματαίωση της εξόδου στο μέλλον; Μήπως είναι ο διασκελισμός του δρομέα που έμεινε μετέωρος, γιατί αδυνατεί να βρει στέρεο έδαφος να πατήσει; Και καθώς τα σύννεφα κυνηγημένα από τις ηλιαχτίδες, πίνακας που εκτίθενται στη γκαλερί της φύσης, μοιάζουν να πέρασαν από της αυταπάτης το εργαστήρι, λες και με ρωτούνε κοροϊδευτικά: Αλήθεια, ποιο είναι το όνειρο και ποιο το πραγματικό;
Σκέφτηκα: Πόσο στ’ αλήθεια ταιριάζει όλο αυτό το ουράνιο σκηνικό με τους μετέωρους βηματισμούς της Aριστεράς;
Τούτες τις κρίσιμες ώρες, φίλοι μου, που η απώλεια των οραμάτων μας συγκλονίζει, μήπως καθίσαμε όλοι στο παγκάκι της καρτερίας και προσμένουμε τους μηνύτορες; Αλίμονο! Αυτοί μπλέχτηκαν στα ομιχλώδη στενά της ιστορίας κι η άφιξή τους καθυστερεί.
Κι εμείς ανέστιοι καρτερούμε στο παγκάκι. Ο τόπος μας έγινε μη τόπος. Αιωρούμενος, ξεκρέμαστος, υβριζόμενος, ακατανόητος. Μοιάζει με δέντρο ξεριζωμένο από τη μανία του βοριά, έκτοπο, χωρίς ρίζες, κουφάρι.
Πόσο πολύ μοιάζει τούτος ο πίνακας με τους βηματισμούς της Aριστεράς; Όμως το πολιτικό σκηνικό είναι τόσο ξεκάθαρο, τόσο διάφανο. Οι δυνάμεις κατοχής δεν μασάνε τα λόγια τους. Τα λένε απερίφραστα. Πως τάχατες, τώρα που ο κόσμος προόδευσε, δεν χρειάζονται πια οι εργαζόμενοι! Ούτε ο πολιτισμός της εργασίας. Σκλάβους χρειάζονται! Ανθρώπους χωρίς πρόσωπο, όχι πολίτες ! Άτομα έμφοβα από την ανεργία, από τα χρέη που τους επέβαλαν οι ύαινες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών . Πρόσωπα που βρίσκονται κοντά στο θάνατο. Προγραμμένοι, σβησμένοι από τα ληξιαρχεία του κόσμου, παραδομένοι στων δήμιων τα χέρια θα δουλεύουν, μόνο θα δουλεύουν κατά εκατομμύρια για τις πολυεθνικές. Θα σφάζονται ποιος θα πρωτοδουλέψει. Μας θέλουν ανέστιους και εμείς μετεωριζόμαστε στο κενό της εθνικής φλυαρίας. Κατάφεραν η ιστορική ύπαρξη κι η ευαισθησία να έρχεται από το πουθενά, συνέχεια ενός τίποτα. Όλα στη ζωή είναι ευκαιριακά: τύχη, λοβιτούρα, αρπαχτή. Κατεδαφιστήκαν οι μνήμες. Μας μάζεψαν σε αδιέξοδες πλατείες και μας διέταξαν ν’ αγνοήσουμε τους προγόνους μας και τις καταβολές μας . Να ξεχάσουμε τις μήτρες που μας γέννησαν. Να μάθουμε να ζούμε μέσα σ’ έναν άχρονο πολτό που μέσα του το ανθρώπινο πρόσωπο πλέει χωρίς προσανατολισμό, χωρίς καμία πολιτισμική αναφορά, χωρίς πολιτισμικά ένστικτα. Θέλουν να μας επιβάλουν το ξεμάγεμα του κόσμου, το φοβικό ατομισμό. Η ικανότητα της απογείωσης χλευάζεται. Η ποιητική απομάκρυνση από την ερεβώδη καθημερινότητα βρίσκεται σε διωγμό.
Καιρός να σταθμίσουμε τα γεγονότα. Ας αναλογιστούμε τα περασμένα. Ο αιώνας που πέρασε παρέδωσε την ελπίδα στην πυρά. Ο αιώνας που διάγουμε γεμάτος απειλές. Το μόνο όπλο που μας απέμεινε είναι η μνήμη:
Κουράγιο σύντροφοι μη και ξεχάσουμε τα τραγούδια μας
Μη και πεθάνει ο πόνος πριν από μας
Μη και βουλιάξουμε στο έλος της αμνησίας.
Ε, όχι φίλοι μου, «αν αυτοί είναι λύκοι, είναι γιατί εμείς είμαστε πρόβατα». Ας αφήσουμε τα παγκάκια της καρτερίας και ας βρούμε ξανά ένα ηθικό έρμα στην πολιτική μας δράση, να ξεριζώσουμε το φόβο του υπάρχειν, τα αυτάρεσκα ψεύδη. Καιρός να σηκώσουμε τις θυμωμένες σημαίες και να τραγουδήσουμε με καθάρια φωνή για τις μελλούμενες ημέρες με τα πολύχρωμα οράματα.
Σχόλια