του Δημήτρη Γιαννάτου*
«Το ωραιότερο γκολ μου ήταν μια πάσα»! Είναι κάποιες μυστικές κλωστές που ενώνουν ανθρώπους, ιδέες και μνήμες με την προσωπική μας εμπειρία.
Ο Ερίκ Καντονά, άτακτο παιδί του ποδοσφαίρου, λέει την παραπάνω φράση, στην ταινία του Κεν Λόουτς «Looking for Eric» (2009), για να την πάρει χρόνια αργότερα ο θαυμαστός φιλόσοφος Ζαν Κλοντ Μισεά και να την κάνει βιβλίο για τον αρχαϊκό σοσιαλισμό και την αλληλοβοήθεια του ποδοσφαίρου.
Η συλλογικότητα και το πρωτογενές ηθικό πνεύμα της στρογγυλής θεάς, υμνήθηκε και από τον σπουδαίο Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος θεωρούσε το ποδόσφαιρο «το βασίλειο της ανθρώπινης τιμιότητας». Μα και η βιωματική μου γνώση για τη θέση του τερματοφύλακα και την τραγικότητά της, που την «σπούδασα» σε πλατείες, αλάνες και γήπεδα, έβρισκε τους δικούς της συμμάχους.
Από τον Βιμ Βέντερς και την ταινία του «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν απ’ το πέναλτι», μέχρι τον υπέροχο Αλμπέρ Καμύ (τερματοφύλακα, επίσης) και εκείνο το αξεπέραστο απόσταγμα ζωής του: «Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο». Αλλά και τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, συγγραφέα της «Λολίτα», που έλεγε για τον τερματοφύλακα: «Ο τερματοφύλακας είναι ο μοναχικός αετός, ο άνθρωπος μυστήριο, ο τελευταίος υπερασπιστής».
Και μέσα από τα διαβάσματα για την Ιταλική Αυτονομία, να πετιέται θαρρείς, ο Αντόνιο Νέγκρι, ο οποίος χαρακτηρίζει το κατενάτσιο ως ταξική πάλη, συναντώντας έτσι τον Βρεττανό μαρξιστή ιστορικό Χομπσμπάουμ, που μιλούσε για τη «λαϊκή θρησκεία του προλεταριάτου».
Μια «λαϊκή θρησκεία» που απλωνόταν στις συνοικίες, και που ο παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος Πιερ Πάολο Παζολίνι ήθελε να τη σώσει και να την προστατεύσει από κείνους που κάνουν κριτική χωρίς να το αγαπούν, αλλά και από τους επαγγελματίες ειδικούς. Ο Παζολίνι, που ήταν οπαδός της Μπολόνια κι έπαιζε ποδόσφαιρο (αριστερό εξτρέμ, τι άλλο;) μέχρι και λίγο πριν τη δολοφονία του, το 1975. Σε συνέντευξή του στον Έντζο Μπιάτζι (La Stampa, 1973), είχε απαντήσει για το τι θα ήθελε να ήταν αν δεν είχε το σινεμά και τη λογοτεχνία: «Ένας καλός ποδοσφαιριστής. Για μένα το ποδόσφαιρο είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις, μετά την λογοτεχνία και τον έρωτα». Ο τρομερός σκηνοθέτης, έπιανε κι αυτός την εσωτερική παρόρμηση των παιδιών, αλλά και των μεγάλων της γειτονιάς, στο πρώτο άκουσμα μιας μπάλας που… μπιστάει. Ο φίλος του, Ντάβολι, έλεγε: «Όταν ακούγαμε να κλωτσάνε μια μπάλα, σταματούσαμε και πηγαίναμε να παίξουμε κι εμείς».
Έτσι είναι ακριβώς! Αυτή η λαϊκή βιωματική θρησκεία, ξεκινά από την πρώτη παιδική κλωτσιά σ’ ένα τόπι, μέχρι το ενστικτώδες φαλτσάκι σε μια πέτρα που θα βρεθεί μπροστά μας. Ο Άντονι Μπέρτζες, ο άνθρωπος που έγραψε το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», είχε πει: «Οι πέντε μέρες τις εβδομάδας είναι για δουλειά, όπως λέει η Βίβλος. Η έβδομη μέρα είναι για να λατρεύουμε τον Κύριο και η έκτη μέρα είναι για το ποδόσφαιρο».
Η ουσία του ποδοσφαίρου –που γνώρισα στη γειτονιά μου– αλλά και αυτό που σαν πνοή ανέμου κατακτά τα παιδιά σε τόσους τόπους της οικουμένης, είναι ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει μόνο μια πλευρά, μόνο μια σημασία. Το ποδόσφαιρο είναι σημαντικό τόσο το ίδιο, όσο και όλα όσα το συνθέτουν ως γεγονός. Αυτό μπορούν να το κατανοήσουν μόνο όσοι παραμένουν μύστες της φυλής του ποδοσφαίρου και σ’ αυτή τη ρευστή εποχή, νιώθουν ότι το απόγευμα της Κυριακής και το συναίσθημα πριν βγει η ομάδα από την καταπακτή, συνεχίζουν να έχουν την ίδια ζεστασιά και φλόγα, μέσα σ’ έναν «άκαρδο κόσμο».
Όταν μίλησε ο Καντονά…
Όταν ο Ερίκ Καντονά απαντούσε ότι το ωραιότερο γκολ που πέτυχε ποτέ ήταν μια πάσα, εξέφραζε στην κυριολεξία μια βαθιά υπαρξιακή και πολιτική πλευρά του ποδοσφαίρου. Τον αέναο «πόλεμο» ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα, ανάμεσα στον στόχο και τα μέσα, ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό. Μια φράση αιρετική, επαναστατική θα έλεγα, καθώς ένας καθαρά επιθετικός ποδοσφαιριστής αποδομούσε την πεμπτουσία του ποδοσφαίρου, το γκολ. Και προέκρινε την συνεργασία και την ομαδικότητα, έναντι της χρησιμοθηρικής «ηδονής» του τελικού στόχου. Στην ουσία έπληττε το ίδιο το οξύ φαντασιακό πνεύμα του καπιταλισμού που είναι η ατομικιστική στιγμή κατά την οποία ο καπάτσος καπιταλιστής-αστός πετυχαίνει το κέρδος με κάθε τρόπο.
Συζητώντας με φίλους και μπαμπάδες στις ακαδημίες ποδοσφαίρου, συνειδητοποιώ, το… πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα του ποδοσφαίρου: Πάσα ή ντρίμπλα; Ομαδικότητα ή ατομισμός; (…ατομιστία, όπως λέγαμε κάποτε στην συνοικία μου). Ατομικός στόχος ή αλληλοσυνεργατική επιτυχία.
Και ακόμα περισσότερο… «Σοσιαλισμός» ή «καπιταλισμός»; «Άστον να κάνει ντρίπλες, έτσι θα μάθει». «Δώσε πάσα, δεν παίζεις μόνος σου». «Το ποδόσφαιρο είναι σκληρό, ας του ζητήσουν την μπάλα οι άλλοι αν δεν τους αρέσει». «Φάτους μόνος σου», «Έτσι, βοήθησε την ομάδα, σε θέλω δίπλα τους, με την πάσα». Αυτά, και πολλά άλλα λαϊκά αποφθέγματα, χρωματίζουν την αέναη διαμάχη που αναφέρουμε.
H διαμάχη, βέβαια, εντάθηκε με τη ραγδαία αύξηση των ακαδημιών και των 5Χ5, τα τελευταία 15-20 χρόνια, αλλά και με την κανιβαλική κυριαρχία του εγωκεντρικού καπιταλισμού, στην ύστερη παγκοσμιοποίηση και την κρίση της. Και πίσω απ’ αυτή τη διαπάλη, υποβόσκουν ποικίλες ψυχολογικές, ιδεολογικές, φιλοσοφικές ή ταξικές προεκτάσεις του κοινωνικού συστήματος που ζούμε.
Πολύ εμφατικά το χρωμάτισε ο Γάλλος αιρετικός φιλόσοφος Ζαν Κλοντ Μισεά, λέγοντας ότι προτιμά το «δημοκρατικό passing game του λαού», από το «dribbling game της αριστοκρατίας», όπου κυριαρχεί ο φιγουρατζής (όπως λέγαμε) ντριμπλαδόρος, με ιδιοτελείς προσωπικούς στόχους. Πηγαίνοντας πιο βαθιά, ο Μισεά αναπολεί το «σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο» της Εθνικής Ουγγαρίας, στην περίοδο της ακμής της, όταν κυριαρχούσε η αθλητική ευφυΐα, πάντα σε συνδυασμό με τη σεμνότητα και το αίσθημα αλληλεγγύης. Ο Μισεά, προβάλλει στην ποδοσφαιρική μυθιστορία, την αναρχική ματιά του Κροπότκιν, που έδειξε ότι το ένστικτο του ζωικού βασιλείου, αλλά και του ανθρώπου ιδιαίτερα, τείνει προς την αλληλοβοήθεια και όχι προς τον ανταγωνισμό, όπως διατείνονται οι κάθε είδους «φιλελεύθεροι» λακέδες.
Σε καμιά περίπτωση δεν χρειάζεται να καθαιρέσουμε το ατομικό ταλέντο, την αντίληψη και την ευφυΐα, για να εγκαταστήσουμε έναν ισοπεδωτικό κολεκτιβισμό. Ο διαχωρισμός χρειάζεται να ακουμπά στο ήθος κάποιων αξιών που θα συνθέσουν την προσωπική δημιουργία με τη δύναμη της ομάδας. Τότε, ο μπαλαδόρος κάθε ομάδας θα είναι ένας συστημικός ηγέτης και όχι ένας νάρκισσος-εξουσιαστής που θέλει να προσδιορίσει την ταυτότητά του μέσα από την υπερβολή της ατομικής καταξίωσης και προβολής με κάθε τρόπο.
Άλλωστε ο ναρκισσιστής, είναι προσωρινός οδηγητής και ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να καταρρεύσει τόσο η ομάδα, όσο και η ευάλωτη και εύθραυστη εικόνα του. Αντίθετα, ο «συστημικός ντριμπλέρ», θα λέγαμε, είναι δημιουργός και δημιούργημα της ομάδας, εκφράζει την αλλαγή, διευκολύνει συλλογικά οράματα. Εκφράζει το «εμείς», που είναι πάνω από το «εγώ». Είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων, που χαίρεται περισσότερο για το γκολ που έδωσε, παρά για το γκολ που έβαλε. Μετουσιώνει την «καθημερινοποίηση του ηγέτη» που περιέγραψε ο Μαξ Βέμπερ. Όσοι έβλεπαν τον Τόνι Σαβέβσκι να παίζει, σίγουρα θα κατανόησαν ό,τι περιγράφω, καθώς έδειξε πως το ταλέντο δεν χρειάζεται κραυγές και φιοριτούρες, αλλά την συνειδητοποίηση του ρόλου σου, την ταπεινότητα και τη μέθεξη στην ομάδα και τα ιδανικά της.
Δεν είναι τυχαίο πως τρεις είναι οι κορυφαίες ομάδες που είναι «κάτι παραπάνω από μια ποδοσφαιρική ομάδα» και στις οποίες οι ηγέτες τους, ενσωματώνονταν στην ομάδα και όχι το αντίθετο. Ο Άγιαξ με τον Κρόιφ, η Λίβερπουλ με τον Κήγκαν ή τον Νταλγκλίς, και η Μπαρτσελόνα με τον Μέσι, παρέμειναν και θα παραμείνουν στη λαϊκή μνήμη για την ποδοσφαιρική τους φιλοσοφία που μπορούσε να αναδεικνύει κορυφαίους μπαλαδόρους, ενταγμένους όμως μέσα σε μια ομαδοσυνεργατική διάσταση και μνήμη.
* Ο Δημήτρης Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος – σύμβουλος απεξάρτησης στο ΚΕΘΕΑ