του Τάσου Βαρούνη

 

Το «παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας» συνάντησε το «δεν φεύγουμε αν δε φύγουν». Με αυτά τα κεντρικά συνθήματα γεννήθηκε η πρώτη Λαϊκή Συνέλευσης της Πλατείας Συντάγματος. Απέναντι ακριβώς από το κοινοβούλιο, πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωναν, ενώ τις ίδιες μέρες περίπου τέσσερις χιλιάδες δήλωναν εθελοντές στις ομάδες εργασίας που δημιουργήθηκαν στην Πλατεία. Κάτι τόσο καινούριο και τόσο δυνατό, μίλια μακριά απ’ ό,τι είχε συνηθίσει κανείς να ονομάζει Πολιτική ή και Κίνημα. Ο πολιτικός αγώνας ήρθε στο επίκεντρο με τρόπο που ξεπερνούσε όχι μόνο κάποια οικονομικά ή συνδικαλιστικά αιτήματα, αλλά και με τη μορφή μιας διεργασίας που με την ευρυχωρία και το φρόνημα που κατακτούσε ανέβασε το «μέτρο του εφικτού» πολύ ψηλότερα από τα προγράμματα και τα μανιφέστα των πολιτικών δυνάμεων. Η λαϊκή πρωταγωνιστικότητα είχε τον πρώτο λόγο.

Αναφερόμαστε εδώ ευρύτερα στο μαζικό λαϊκό κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως τα χρόνια 2010-2012. Αυτό ήταν, που με τις πολυποίκιλες εκφάνσεις του, τη δυναμική και βεβαίως τα όριά του, καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις, ανέτρεψε συσχετισμούς, αποτέλεσε κίνδυνο και απρόβλεπτο αντισυστημικό παράγοντα, έθεσε αποφασιστικά όρους στη δημόσια συζήτηση και νέες διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό σκηνικό. Ο «αντιμνημονιακός» ριζοσπαστισμός αποτέλεσε υπέρβαση της υπαρκτής Αριστεράς αλλά και γενικότερα της κομματοκρατίας. Χωρίς αυτή την υπέρβαση δεν θα μπορούσε να εκφραστεί αυθεντικά ο λαϊκός παράγοντας. Εκείνος ήταν που έφερε, με τον δικό του τρόπο, στο προσκήνιο μια σειρά ζητήματα (δημοκρατία, ειδικό καθεστώς, πολιτικό σύστημα, παραγωγή κ.λπ.) τα οποία ως τότε η Αριστερά δεν έθιγε. Το κατ’ όνομα «συνειδητό στοιχείο» αποδείχτηκε πολύ πιο πίσω από τον αυθορμητισμό των απλών ανθρώπων.

Μια διαχρονική «ανεπάρκεια», το ανολοκλήρωτο των λαϊκών αγώνων στη χώρα μας, το πετσόκομμα των διαθέσεων και των αναγκών όταν αυτές εισβάλουν στο πολιτικό πεδίο, η λείανσή τους ώστε να μην γίνουν υπερβολικά επικίνδυνες, οι ηγεσίες που «πάντα» αποδεικνύονται «λίγες»

Η ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ και ενεργητική παρουσία του λαού στους δρόμους βαφτίζεται διαρκώς «άκρα», «λαϊκισμός»/«εθνολαϊκισμός» και «ετερόκλητος όχλος» όταν ξεπερνά τα συνηθισμένα. Φαινόμενο που αγγίζει το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων, που εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο ανά περίσταση και «ιδεολογία», συχνά με μοιρασμένες τις αιχμές, τα σημεία, τους τρόπους στιγματισμού. Όμως αυτό ακριβώς είναι που αποδεικνύει το πραγματικό βάθος των συναινέσεων και των καθεστωτικών ρόλων που συγκροτούν το πολιτικό σύστημα. Ας αναρωτηθούμε για το «ενιαίο» της στάσης που κρατήθηκε στις μεγάλες περιπέτειες της χώρας τα τελευταία χρόνια: Μνημόνια, Μακεδονικό και Πρέσπες, Πανδημία, τουρκική απειλή, ΝΑΤΟφροσύνη. Με τις διαφοροποιήσεις και τις αντιπαραθέσεις να λειτουργούν τελικά ως οριοθέτηση του εφικτού και επιτρεπτού πλαισίου και καθόλου ως μήτρα πραγματικών ρηγματώσεων.

Πρέπει πάση θυσία να καταγγελθούν ή να απαξιωθούν οι στιγμές «μεγάλης ενότητας» της κοινωνίας. Ενότητα «μπερδεμένη», με τις δικές της προδιαγραφές και αδύνατον να χωρέσει στη δεδομένη, προσφερόμενη και νοικοκυρεμένη ταξιθεσία του πολιτικού φάσματος δεξιάς-αριστεράς, στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, στον πολιτισμένο τρόπο του κομματικού παιχνιδιού. Ενότητα με αφετηρία τα μεγάλα κάθε φορά επίδικα, ανοιχτή σε διαμορφώσεις και κατεργασίες, άλλες που ριζοσπαστικοποιούν κι άλλες που ξεδοντιάζουν. Τι προσφέρεται αντ’ αυτής; Μικρότερες ταυτότητες των εχόντων πολλών και διαφορετικών ειδών δικαιώματα, εκλογικοί διέξοδοι για την καταγραφή της λαϊκής ετυμηγορίας, φύτεμα πολλαπλών διαχωρισμών στο κοινωνικό σώμα, απαιτήσεις «καθαρότητας». Μαζί με μια ποικιλία «εφεδρειών» ενότητας του πολιτικού κόσμου που θέλει να συμπαρασύρει και την κοινωνία στο μονόδρομο της κανονικότητας και της συμμόρφωσης. Και βέβαια, να μια σημαντική διαφορά από τις Πλατείες, χτύπημα του δημόσιου χώρου: ως στοιχείου πολιτικού, συνείδησης, καθημερινής ζωής, κοινωνικής συγκρότησης. Ανάμεσα στα λοκντάουν και τον ψηφιακό κόσμο, πού και πώς θα εκδηλωθεί το «εμείς» το 2022;

Η είσοδος σε μια πιο «γεωπολιτική εποχή» θα καθορίσει όχι μόνο το είδος των υποκειμένων που έχουν κάθε λόγο να αντισταθούν αλλά απαιτεί και την τριβή των συνειδήσεων με καθήκοντα ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας. Η χώρα απειλείται ανοιχτά από την Τουρκία και το πολιτικό προσωπικό έχει αποφασίσει να προσφέρει εκδούλευση στους δυτικούς συμμάχους. Μοιάζει απίθανο να δημιουργηθεί πόλωση με ουσία και μέλλον που θα αγνοεί τα στρατόπεδα στις χοντρές αυτές γραμμές. Η «σωστή μεριά της ιστορίας» θα ήταν μια νέα, βασική διαχωριστική, με την ουδετερότητα της χώρας, τη μη αποδοχή των τουρκικών επιδιώξεων, την υπεράσπιση της πατρίδας μας, να αποτελούν όρους εκ των ων ουκ άνευ για το ξεδίπλωμα μιας σύγχρονης, λαϊκής αντίστασης. Τότε ήμαστε τρισευτυχισμένοι γιατί σε δεκάδες πόλεις του κόσμου ξεφύτρωναν Πλατείες σαν του Συντάγματος, τις θεωρούσαμε και σωστά δικές μας. Σήμερα, που αμφισβητείται η κυριαρχία στα ελληνικά νησιά παραμένουμε σιωπηλοί και ξορκίζουμε τα κακά σενάρια.

 

Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ που τελικά επικράτησε, δηλαδή η επένδυση της λαϊκής θέλησης σε ένα υπαρκτό κόμμα της Αριστεράς (αλλά και στους ΑΝΕΛ από τμήματα της «παραδοσιακής Δεξιάς», ας θυμηθούμε το διόλου ευκαταφρόνητο 10% του 2012) για την πραγμάτωση ορισμένων στόχων ή έστω για τη συγκράτηση μιας επίθεσης, δεν ήταν η μοναδική. Μια πιο αντιπροσωπευτική, ορμητική και πηγαία έκφραση του πλατιού ριζοσπαστικού δυναμικού σε ευθεία αντιπαράθεση με το πολιτικό σύστημα –και όχι αναζητώντας χαραμάδες έκφρασης σε αυτό– θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλες εξελίξεις. Καμιά εκδοχή δεν θα μας απάλλασσε από «κινδύνους», ούτε θα ήταν «ευθύγραμμη» και «καθαρή». Όσα έγιναν δεν ήταν μονόδρομος, όμως αυτό δηλώνει απαιτήσεις και προδιαγραφές που δεν κατακτήθηκαν τότε. Η πολιτικοποίηση μας δεν ήταν αρκετή με αποτέλεσμα οι ιδέες μας να μην διεκδικήσουν χώρο στο σκληρό γήπεδο της πολιτικής ή να γίνουν στοιχεία ανέλιξης τόσων και τόσων.

Γιατί το μεγάλο ζήτημα δεν είναι η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ενσωμάτωση του λαϊκού κινήματος μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ευρύτερα ίσως, μια διαχρονική «ανεπάρκεια», το ανολοκλήρωτο των λαϊκών αγώνων στη χώρα μας, το πετσόκομμα των διαθέσεων και των αναγκών όταν αυτές εισβάλουν στο πολιτικό πεδίο, η λείανσή τους ώστε να μην γίνουν υπερβολικά επικίνδυνες, οι ηγεσίες που «πάντα» αποδεικνύονται «λίγες». Παρένθεση: Ο όρος κίνημα δεν παρατίθεται εδώ με την κλασική μόνο έννοια που συνήθως εννοείται (διαδηλώσεις κ.λπ.) αλλά με την έννοια της θέλησης μέσα στην ελληνική κοινωνία για μια διαφορετική πορεία. Η θέληση αυτή, ο «λαϊκός καημός» για μια άλλη Ελλάδα, υπήρξε πλειοψηφική τάση, υπερβαίνοντας κομματικά και «ιδεολογικά» στεγανά, για να στριμωχτεί σήμερα –χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία και αέρα– στην «αρετή της προσαρμοστικότητας», και την αντιπαράθεση Δεξιάς-Κεντροαριστεράς.

Ένα είδος αριστερής πολιτικής αλλά και διακυβέρνησης δοκιμάστηκε, εισπράττοντας την ανάλογη φθορά. Το αντιμνημονιακό κίνημα ή διαφορετικά η απάντηση στην οικονομική κρίση, είχε αρκετές συνιστώσες, όμως η μνημονιακή μετάλλαξη χρεώνεται στην αριστερά. Και μπορεί ο λαϊκός ριζοσπαστισμός εκείνης της περιόδου να αξιοποίησε το «όχημα-ΣΥΡΙΖΑ» για μια διέξοδο, χωρίς δηλαδή βαθύτερους δεσμούς, εντούτοις η χρεωκοπία της ελπίδας μάλλον δε θα ξεχαστεί εύκολα. Σήμερα ο «αριστερός» Τσίπρας είναι και μάλλον καταγράφεται μαζικά ως ένας ακόμα πυλώνας του επίσημου πολιτικού συστήματος και δεν αποτελεί εναλλακτική, ακόμα –και ίσως κι επειδή– ο πήχης είναι προς το παρόν χαμηλά.

 

ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ φόντο έχει λοιπόν αλλάξει, κι όχι μόνο στη χώρα μας. Γιατί ένας κύκλος ανόδου κινημάτων και αντιστάσεων έκλεισε ενώ οι προοδευτικές κυβερνήσεις είτε πέρασαν ανοιχτά στο συστημικό στρατόπεδο, είτε ακολούθησαν μια πιο μετριοπαθή πορεία. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το πρόσημο των νέων, μεγάλων αγώνων. Αν τα «κινήματα των Πλατειών» ορίστηκαν πέρα κι έξω από τις κλασσικές, ιδεολογικοπολιτικές σημάνσεις του παρελθόντος, είναι πια και τα ίδια παρελθόν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!