Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
του Δημήτρη Μπελαντή
Η σκοτεινή πλευρά της σελήνης , σχετικά με το φαινόμενο Μe Τoo (ΜΤ), είναι η διαλεκτική της αρένας, η οποία είναι απολύτως συναφής με τη διόγκωση της δημοσιότητας; και της προσωπικής επικοινωνίας, ανταλλαγής και διοχέτευσης σκέψεων και ιδίως αρνητικών και επιθετικών συναισθημάτων μέσω των Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ). Η διαλεκτική της αρένας έχει δύο όψεις αρκετά γενικότερες από το φαινόμενο ΜΤ:
Η ΜΙΑ ΟΨΗ είναι το cancellng out–calling out (στα ελληνικά «κοινωνική ακύρωση») . Έχουμε εδώ μια ισχυρή τάση μέσα από τα ΜΚΔ να αποδομούνται επώνυμα άτομα, και μάλιστα όχι μόνο (καλά θα ήταν) επειδή τέλεσαν ή υποτίθεται ότι τέλεσαν βίαιες πράξεις ή συμπεριφορές αλλά για τις ίδιες τις απόψεις τους, οι οποίες είναι α) κατά την Δεξιά «τρομοκρατικές»-ανατρεπτικές-υποκινητικές σε βία κατά των αρχών κ.λπ. και β) κατά την λεγόμενη δικαιωματική Αριστερά ή Κεντροαριστερά ντε φάκτο ιδίως ρατσιστικές, αντιδικαιωματικές, εθνικιστικές, πατριαρχικές κ.λπ. Γίνεται δηλαδή μέσα από το canceling out μια ορισμένη προσπάθεια να αποδομηθούν σε μαζική κλίμακα πρόσωπα με μια ορισμένη δημοσιότητα άλλοτε για πράξεις τους και άλλοτε για απόψεις τους ή την όλη προσωπικότητά τους– και διαμέσου αυτών και οι αντιλήψεις τους. Αυτό αρχικά φαίνεται να είναι δημοκρατικό-αντιεξουσιαστικό, αλλά λόγω της έντονα κατευθυνόμενης δημοσιότητας μπορεί να αποβεί και όπλο ισχυρών εξουσιαστικών κύκλων ή διαμαχών ανάμεσα σε εξουσιαστικούς πόλους ή κλίκες εξουσίας. Ή πάλης για την ανακατανομή της εξουσίας.
Η δεύτερη όψη της διαλεκτικής της αρένας είναι η «πολιτική ορθότητα» ή ο «δικαιωματισμός», ιδίως αυτός του νεοφεμινιστικού τύπου ή χαρακτήρα που τείνει να δώσει στο φαινόμενο μιαν όψη ηθικής καταιγίδας. Η λογική του είναι απλή και ξεκινά από ένα πολύ πραγματικό γεγονός. Υπάρχουν θύτες και θύματα, σεξουαλικής βίας ή γενικότερης εργασιακής βίας κ.λπ. Δεν υπάρχουν; Η απάντηση κάθε λογικού και συναισθηματικά ισορροπημένου και ηθικού ανθρώπου είναι; Ναι, βεβαίως υπάρχουν, και είναι θετικό να ενισχυθεί μια κοινωνική συνείδηση κατά αυτών των πρακτικών βίας, να υπάρχει όχι μόνο νομικός αλλά και ηθικός φραγμός κ.λπ.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΡΩΤΗΣΗ είναι: αν δεχθούμε την πρακτική των δημοσίων καταγγελιών για τα φαινόμενα σεξουαλική ή εργασιακής βίας κ.λπ., ποιο είναι το ακριβές αντικείμενο αυτών των δημοσίων καταγγελιών και μορφών ηθικής κατακραυγής; Δηλαδή, τι ακριβώς μπορεί να καταγγέλλεται; Και μέχρι πότε; Υπάρχει χρονικό όριο ή έστω κατά προσέγγιση; Ξέρουμε τι είναι βιασμός και τι είναι ασέλγεια-παραβίαση γενετήσιας αξιοπρέπειας (αν και στο θέμα του ορισμού του βιασμού υπάρχουν πλέον έννοιες, αν όχι αρνητικές, που πάντως δημιουργούν ερμηνευτικά ζητήματα – δεν θα μπω σε αυτό), ξέρουμε πάνω κάτω τι είναι η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας που δεν φτάνει ως τον βιασμό. Επίσης, η μη σεξουαλική σωματική βία είναι κάτι σαφές, είναι παραβίαση της σωματικής ακεραιότητας. Στις λεκτικές πρακτικές, τα πράγματα είναι δύσκολα και αμφίσημα. Πού σταματά η πρακτική προσβολής της σεξουαλικής και προσωπικής αξιοπρέπειας και πού αρχίζει η πρακτική του ερωτικού ενδιαφέροντος, το φλερτ, η φιλική προσέγγιση, με ποιον τρόπο το φλερτ «επιτρέπεται» και με ποιον «απαγορεύεται» κ.λπ. Χρειάζεται σε όλες τις προσωπικές συναναστροφές μια συμβατοποίηση, που θα κατέληγε στην πρότερη σύναψη ιδιωτικών συμφωνητικών; Οι νομικοί ξέρουν ότι αυτό το πεδίο ενέχει πολλή υποκειμενικότητα. Και αυτό γιατί δεν έχουμε μόνο καταγγελίες σαφών ποινικών αδικημάτων αλλά μιας πολύ μεγάλης γκάμας λεκτικών πρακτικών ή φράσεων «βίας» ή «παρενόχλησης», που καταλήγει να σχετικοποιεί αυτήν την έννοια. Π.χ. στις ΗΠΑ, μια γυναίκα στέλεχος του διοικητικού μηχανισμού των ΗΠΑ κατήγγειλε πρόσφατα τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Κουόμο, ότι της είπε ότι τον ενδιαφέρουν οι σχέσεις με άτομα πολύ νεαρότερης ηλικίας και ότι αισθάνθηκε ή συνήγαγε υποκειμενικά ότι αυτό συνιστά σεξουαλική πίεση ή κι σεξουαλική βία. Είναι αυτό όντως λεκτική ή ηθική παρενόχληση; Οφείλει σε αυτήν την μορφή να καταγγέλλεται, και μάλιστα μετά από μακρό χρονικό διάστημα;
Το επόμενο ζήτημα είναι το «πότε» των καταγγελιών. Η απάντηση των πιο ακραίων υποστηρικτών του κινήματος ΜΤ είναι άνευ χρονικών ορίων–πάντοτε. Η θέση αυτή διακρίνει απολύτως την ηθική κατακραυγή από την ποινική δίωξη. Ναι μεν η πράξη μπορεί ως κακούργημα ή πλημμέλημα να έχει παραγραφεί, αλλά έχω δικαίωμα να καταγγείλω τον θύτη ή τον διώκτη μου απεριόριστα χρονικά . Να τον φθείρω και να τον απομειώσω ηθικά και κοινωνικά ή και να τον εξουδετερώσω/εξοντώσω κοινωνικά. Εδώ, σε κάποιον βαθμό, το ΜΤ συναντά και το φαινόμενο του cancelling out, της «κοινωνικής ακύρωσης».
Σε κάποιον βαθμό, αυτή η θέση έχει μια λογική, ψυχολογική και ηθική δικαίωση.
Όμως:
– Τίθεται το ερώτημα, όταν έχουν περάσει 15 ή 20 χρόνια, γιατί αυτή η καταγγελία «κρατήθηκε» εν κρυπτώ για τόσον καιρό και ιδίως γιατί δεν συνδυάσθηκε με έγκαιρη νομική καταγγελία και δίωξη. Όταν θέτεις αυτό το ερώτημα οι συνήθεις απαντήσεις είναι είτε α) ότι το θύμα λόγω μακρόχρονου ηθικού και ψυχολογικού του τραυματισμού δεν μπορούσε, δεν ήταν σε θέση να το κάνει είτε β) ότι όποιος θέτει το ερώτημα είναι αντικειμενικά με τους βιαστές. Παρακάμπτουμε εδώ τέτοιου τύπου επιχειρήματα, όπως το δεύτερο, που απλώς χρησιμοποιούνται για να μην υπάρχει ελευθερία του λόγου/έκφρασης και πάμε στην ουσία. Το ζήτημα του ψυχικού τραυματισμού σε περιπτώσεις βιασμού ή ασέλγειας είναι υπαρκτότατο, γνήσιο και πολύ σεβαστό ως ζήτημα . Όμως, αυτός που καταγγέλλεται μετά το όριο της νομικής παραγραφής –και αυτό είναι σοβαρό τεχνικό νομικό ζήτημα– δεν μπορεί να υποστηρίξει μέσω του νομικού συστήματος ότι ψευδώς καταγγέλλεται και βάσιμα να υποστηρίξει την αποκατάστασή του. Δημιουργείται έτσι νομικά αλλά και ηθικά μια δομική ανισορροπία. Και αυτό διότι το νομικό μας σύστημα στηρίζεται στη θετική απόδειξη της ενοχής (τεκμήριο αθωότητας) και όχι στην αρνητική απόδειξη ότι δεν έκανα κάτι και ότι ο άλλος/η άλλη ψευδώς ισχυρίζεται ότι έκανα κάτι. Αυτό είναι παράλογο και νομικά αναποτελεσματικό. Ιδίως μάλιστα αν οι καταγγελίες είναι περισσότερες από μια. Επίσης, μια σχετικά απλή προσφυγή στους νόμους της τυπικής λογικής βοηθά να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει, αρνητική απόδειξη ως λογικά επιτεύξιμη.