Όλο και πιο κοντά σε μια εθνική και κοινωνική καταστροφή
Του Τάσου Βαρούνη
Η Ελλάδα παραμένει το επίκεντρο εξελίξεων, διεργασιών και πειραματισμών μεγάλης έντασης, έκτασης και ποικιλίας. Δε ζούμε απλά στην περίοδο μιας μνημονιακής επέλασης με τον τάδε ή τον δείνα νόμο. Ούτε είναι κυρίως το κλασσικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι και τα ποσοστά των κομμάτων που δίνουν τον τόνο. Ζούμε σ’ ένα μεσοδιάστημα, όπου σχεδιάζονται πρωτοβουλίες, κινήσεις και αποφάσεις που θα χρωματίσουν πιο συνολικά το χαρακτήρα της χώρας. Για την ακρίβεια, δοκιμάζεται το τι σημαίνει ένα καθεστώς «περίπου χώρας», ένας «ιδιαίτερος τύπος» αδιαμόρφωτος ακόμη.
Ο γεωπολιτικός παράγοντας
Η γεωπολιτική διάσταση περιλαμβάνει πολλά και όχι μόνο τις πολεμικές αναμετρήσεις. Είναι πρώτα οι σχέσεις Ελλάδας, Ευρώπης, δανειστών. Αυτές διαμορφώνονται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που δεν αφορά μονάχα το στενά «οικονομικό» επίπεδο (π.χ. τι μεγέθους αγορά είναι η Ελλάδα). Έχουν να κάνουν πρωτίστως με το ζήτημα του «που βαδίζει συνολικά η Ευρώπη» αλλά και με τα γενικότερα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Έπειτα, είναι οι σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας και Ελλάδας-Τουρκίας. Η Τουρκία φαίνεται να έχει σε αυτή τη φάση πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους ευρωπαίους απ’ ό,τι η χώρα μας. Ο Ερντογάν συμπεριφέρεται απέναντι στην Ευρώπη με πρωτοφανή «γλώσσα». Συναντά την Μέρκελ, απαιτεί, εκβιάζει. Ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα παραμένει πλήρως υποχωρητικός απέναντι στην Τουρκία σε όλα τα σημεία και είναι έτοιμος για συμβιβασμούς. Θα έπρεπε να είναι κεντρικό ζήτημα η καταγγελία απέναντι σε έναν «χωροφύλακα των λαών», με σαφείς επεκτατικές διαθέσεις αλλά και χρηματοδότη του ISIS. Αλλά και το Αιγαίο δεν είναι όπως παλιά. Σχεδόν καθαρά μιλούν πια για περιορισμένη κυριαρχία, χωρίς να δίνεται από ελληνικής πλευράς καμιά απάντηση. Στην Κύπρο, μεθοδεύεται ένα δεύτερο «Σχέδιο Ανάν» για να τελειώσει μια και καλή η Κυπριακή Δημοκρατία με προφανή οφέλη για την Τουρκία.
Εκτός αυτών είναι όμως κι ο πόλεμος στη γειτονιά μας. Με επίκεντρο τη Συρία αλλά και με τον πόλεμο που διεξάγει το τουρκικό κράτος στα νοτιοανατολικά με στόχο την εξόντωση των Κούρδων. Αυτή η κατάσταση -εκτός των άλλων- δημιουργεί τις εκρηκτικές διαστάσεις του προσφυγικού ζητήματος. Έτσι, μέσα στη δίνη όλων αυτών των γεωπολιτικών επιδράσεων, η χώρα μετατρέπεται σε αποικία-χρέους με τρόπο ολοκληρωτικό και πολυδιάστατο: Με την καταστροφή της οικονομίας και της οικονομικής δομής της. Με το στοίβαγμα -καθόλου προσωρινά- εντός της χώρας μεγάλων προσφυγικών ροών. Με τη δημιουργία ενός καθεστώτος, ενός εποικοδομήματος, ενός νέου τρόπου να ασκείται η πολιτική, μια μπανανία της Μεσογείου.
Μπροστά σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί μέσα στη μνημονιακή κατάσταση. Αυτό σχετίζεται κυρίως με τη νομιμοποίηση που μπορούν να έχουν -δεν έχουν- οι κυβερνήσεις, το κράτος, τα κόμματα και οι θεσμοί. Αυτό είναι ένα από τα κεντρικά συστημικά προβλήματα και το κλειδί για να ερμηνευτούν οι διεργασίες και η κινητικότητα που ζούμε και αυτή την περίοδο στο πολιτικό σκηνικό. Η εκλογή ΣΥΡΙΖΑ, οι συγκυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν «έλυσαν» αυτό το πρόβλημα που ήρθε στην επιφάνεια με την κρίση του δικομματισμού, την αποτυχία του Παπαδήμου κ.λπ. Δεν υπάρχει ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία που να υποστηρίζει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Κανένας «κυβερνήτης» δεν είναι εύκολο να στήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όσο οι πολιτικές του παράγουν καταστροφή. Η κρίση αντιπροσώπευσης αποδυναμώνει συνολικά τον πολιτικό κόσμο, ο λαός τον βάζει στο στόχαστρο και μέσω αυτής της αντίθεσης εκφράζει ένα ιδιότυπο «όχι» στη μετατροπή της χώρας σε αποικία.
Έτσι, και ο ΣΥΡΙΖΑ φθείρεται πια με ραγδαίους ρυθμούς και η διαχείριση της φθοράς αποτελεί πονοκέφαλο. Κι εδώ δεν είναι μόνο η λαϊκή αγανάκτηση. Η κυβέρνηση πιέζεται από το κουαρτέτο για «όλο και περισσότερα» και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να χάσει τη στήριξή του. Αν προστεθεί και η σχετική πίεση λόγω της ανασυγκρότησης της Ν.Δ. υπό τον Μητσοτάκη τότε είναι πασιφανές ότι σύντομα θα αναζητηθούν διέξοδοι, θα δρομολογηθούν εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο. Θα είναι ανασχηματισμός; Θα είναι διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος με άλλους «εταίρους»; Ένα άλλο κυβερνητικό μείγμα με επικεφαλής τον Τσίπρα; Εκλογές, αφού πρώτα ανακατευτούν οι εκλογικοί νόμοι και εφευρεθούν ξανά καταστροφικά «διλήμματα»; Δεν μπορούμε να προφητεύσουμε. Όπως και δεν μπορούν να αποκλειστούν -παρά το ότι τώρα κανείς εκ των Τσίπρα, Μητσοτάκη δεν τις επιθυμούν- «οικουμενικές λύσεις», «κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού» κάτω από την πίεση Γερμανών και Αμερικάνων.
Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να προσδιορίσει τα όρια και τις αντοχές της κεντροαριστερής διαχείρισης, την ώρα που αυτού του τύπου η πολιτική θα δίνει τα ρέστα της: Κοινωνική ευαισθησία -πάντα αλά ευρωπαϊκά- σε πάρα πολύ επιμέρους θέματα (π.χ. σύμφωνο συμβίωσης, ελευθερία τέχνης) ενώ μέσα στους αγώνες που ξεσπούν θα ανακαλύπτονται «ακροδεξιοί» και «προβοκάτορες», ιδίως όταν οι λαϊκές αντιστάσεις υπερβαίνουν τα πλαίσια της συνδιαλλαγής και του σάπιου συνδικαλισμού. Την ίδια στιγμή προβάλλεται και το αισχρό «δε συμφωνούμε αλλά τηρούμε τις συμφωνίες μας». Ή σε διαφορετική εκδοχή «κι εμείς ενάντια είμαστε σε όλα αυτά, αλλά είχαμε μια άνιση μάχη που τώρα πρέπει να την κερδίσουμε βάζοντας το αριστερό μας ίχνος (sic) στις εξελίξεις». Όπου βέβαια αυτό το αριστερό πρόσημο είναι η καταστροφή των μεσοστρωμάτων: «Να πληρώνουν όλοι, όχι μόνο οι φτωχοί», αυτή είναι η -κατά ΣΥΡΙΖΑ- κοινωνική δικαιοσύνη. Αν όλα αυτά δεν «πιάσουν» υπάρχει και το βαρύ πυροβολικό, δείγμα του πολυπεπίπεδου διαζυγίου του ΣΥΡΙΖΑ με την Αριστερά εν γένει: «Είναι καλύτερα να είμαστε εμείς παρά ο Κυριάκος». Όλα αυτά συνιστούν πυλώνες της κεντροαριστερής διαχείρισης υπό το γενικό πρόσημο μιας αντιδεξιάς προοδευτικής συσπείρωσης και μιας εκσυγχρονιστικής, δημοκρατικής δύναμης που μπορεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς τη χώρα. Κοινώς, καμία σχέση με την πραγματικότητα. Βέβαια, αν αυτό το σενάριο αποτύχει για διάφορους λόγους, δεν αποκλείεται να ειπωθούν και κάνα δυο «όχι» (θυμόμαστε άλλωστε και την σαμαρική «έξοδο από το μνημόνιο») ίσα-ίσα για να επισφραγίσουν μια… γενναία έξοδο.
Κεντρικό το αίτημα του υποκειμένου
Ο αστισμός δεν είναι απλώς ανίκανος να δώσει λύσεις για τη διέξοδο της χώρας από την καθολική κρίση αλλά είναι και οργανικό κομμάτι της. Μια από τις εκδοχές του έγινε πια και ο ΣΥΡΙΖΑ, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη χρεοκοπία της αριστεράς. Δεν είναι απλά ότι ακολουθείται μια λάθος στρατηγική αλλά το ότι «μια Αριστερά» έγινε κομμάτι του συστήματος. Άλλα κομμάτια της αριστεράς νοιάζονται περισσότερο για το μερίδιο που μπορούν να έχουν μέσα στη βουλή, για τις θέσεις μέσα σ’ έναν τελειωμένο συνδικαλισμό, προβάλλοντας τον εαυτό τους ως αποκούμπι και αδιαφορώντας για την εθνική-κοινωνική καταστροφή που συντελείται. Κι ενώ όλα βοούν για την ανάγκη ενός άλλου τρόπου πολιτικής, για έναν διαφορετικό τρόπο συμμετοχής και δράσης, για μια πολιτική που θα μπορεί «κάτι να λέει» σε νεότερες γενιές, δεν αποκλείεται να εμφανιστούν ξανά προσωποκεντρικά σχήματα και προτάσεις-υποκατάστατα. Όμως, παρά τα διαδοχικά σοκ, χιλιάδες άνθρωποι αναρωτιούνται σήμερα για το που πάμε, για το τι μπορεί να γίνει , για το που θα φτάσουμε. Η τελευταία απεργία ήταν ενδεικτική. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες αλλά και οι δυνατότητες πολλές.