Στη συγχρονία συγκλονιστικών και πρωτόγνωρων ιστορικών γεγονότων
του Κώστα Μπέλση*
Από τα πρώτα χρόνια συγκρότησης του ελληνικού κράτους καθιερώθηκε με βασιλικό διάταγμα η 25η Μαρτίου ως εθνική επέτειος της ελληνικής επανάστασης και της εθνικής παλιγγενεσίας (ΒΔ 980/1838). Οι λόγοι ήταν κάθε άλλο παρά ιστορικοί. Η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός συνεκτικού εθνικού αφηγήματος για το νεοσύστατο βασίλειο ήταν επιτακτική. Κατά την αντίληψη των εισηγητών η κορυφαία στιγμή της γέννησης του ελληνικού κράτους έπρεπε να εμπεριέχει απαραιτήτως, με όρους όχι τεκμηριωμένα ιστορικούς αλλά θεολογικούς, έναν διπλό συμβολισμό: η εθνική παλιγγενεσία και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Έτσι, η 25η Μαρτίου 1821 μετατρεπόταν σε ιερό ορόσημο για το έθνος, μία ημέρα κατά την οποία ο Θεός ευλογούσε τον «περιούσιο λαό» του και τα όπλα της επανάστασής του, ένα ημερολογιακό στίγμα όπου η κρατική εκδοχή της ιστορίας συναντούσε την επίσημη θρησκεία του κράτους.
Ο Γάλλος φιλέλληνας περιηγητής και ιστοριογράφος Pouqueville (1770-1838) παρείχε όλα τα στοιχεία του μύθου στη δική του αναδρομική αφήγηση για την έναρξη της επανάστασης (ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός που υψώνει το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, ο όρκος των αγωνιστών κ.λ.π). Ο καμβάς ήταν έτοιμος και κυρίως αληθοφανής (βλ. ενδεικτικά, τα σχετικά με την επανάσταση έργα του Θεόδωρου Βρυζάκη). Το σημαντικότερο όμως, εξυπηρετούσε άριστα τις μέριμνες και τις προτεραιότητες του νέου κράτους, που έκρινε ότι στο ρομαντικό περιβάλλον του 19ου αιώνα έπρεπε να επιβάλει τελεσίδικα στη γενέθλια ημέρα του την ελληνοχριστιανική του ταυτότητα και ιδιοπροσωπία.
Το σχήμα αυτό καθόρισε έκτοτε αμετάκλητα και οριστικά τον επίσημο κρατικό λόγο, τις τελετουργίες, τις καθιερωμένες επετείους και εκδηλώσεις μνήμης, τις δοξολογίες, τους πανηγυρικούς, αλλά και τα δημιουργήματα της Τέχνης – ακόμη και τον ίδιο επιστημονικό λόγο. Το κράτος με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και την αποκλειστική χρήση νόμιμης βίας που διέθετε, όταν και όπου τούτο κρινόταν αναγκαίο, για τη διαιώνιση της ύπαρξής του μπορούσε να αναπαράγει ή και να επιβάλλει το σχήμα, ανεξαρτήτως της επιστημονικής του ανθεκτικότητας ή της τεκμηριωτικής του ισχύος.
Πολιτική πράξη εθνικής χειραφέτησης
Ας σκεφτούμε, όμως, ξανά: Γιατί εορτάζουμε την 25η Μαρτίου και όχι την 22α Φεβρουαρίου 1821 (π.η.), όταν δηλαδή ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαβαίνει τον Προύθο και κηρύσσει την επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες; Γιατί η επανάσταση ξεσπάει στη Μολδοβλαχία και ποιοι συμμετέχουν εκεί; Ποιο το αρχικό πολιτικό σχέδιο της επανάστασης και τι τελικά συνέβη; Ποια η γεωγραφία της επανάστασης; Ποιο το πολιτικό υποκείμενό της; Τι θέλουν ή τι «φαντάζονται» οι επαναστατημένοι; Τι τους συνδέει, σε τι πιστεύουν και ποιος ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας στους πολιτικούς τους σχεδιασμούς; Κάτω από ποιες συνθήκες και συγκυρίες μπαίνουν στην επανάσταση όσοι λαοί εξεγέρθηκαν; Τι στάση κρατούν οθωμανοί αξιωματούχοι, ένοπλοι της υπαίθρου (αρματολοί και κλέφτες στη Ρούμελη, κάποιοι στην Πελοπόννησο), κλήρος, Πατριαρχείο, τοπικές κοινωνίες και προυχοντικές αυθεντίες στον ιστορικό ελληνικό χώρο;
Και πιο πέρα. Η εθνική επανάσταση των Ελλήνων είναι η «ανάσταση του Γένους» που, μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς και αφού εξέτισε την Ποινή για τις αμαρτίες του, η Θεία βούληση ή η Πρόνοια αξίωσε με την ελευθερία του από τον Τύραννο; Ή μήπως είναι μία κορυφαία πολιτική πράξη εθνικής χειραφέτησης, ενός πολιτικού υποκειμένου, το οποίο απέκτησε συνείδηση του εαυτού του μέσα από μία ιστορική διεργασία διαλόγου με την Ευρώπη και, δι΄ αυτής, με τον ίδιο του τον εαυτό και τη μακρά του ιστορία; Ή μήπως ο αρχαϊσμός και η μεταφυσική διολισθαίνουν και μορφοποιούνται βαθμιαία και συγκρουσιακά σε πολιτικά προτάγματα της νεωτερικότητας; Μήπως, με άλλα λόγια, η επανάσταση γίνεται το πεδίο συνάντησης του «παλαιού» με το «νέο»; Εκεί δηλαδή που η θεολογία συναντά την ιστορία και το αγωνιζόμενο άτομο ή το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο αποφασίζει να διεκδικήσει τα «δίκαιά» του, χωρίς να αναμένει καρτερικά το πλήρωμα του χρόνου ή την εκ Θεού πρόνοια – να διακηρύξει, όπως έγινε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση «διά των νομίμων παραστατών του την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν»;
Πράγματι, στο Εικοσιένα οι ραγιάδες δεν αναμένουν μεταφυσικά την εκ Θεού λύτρωση αλλά οι ίδιοι, ως πολιτικά υποκείμενα, μεταμορφώνονται σε όργανα της Θείας βούλησης με την εμπρόθετη επαναστατική και βέβηλη δράση τους. Αλλά ποιες ιστορικές συνθήκες διαμορφώνουν αυτόν τον νέο άνθρωπο; Ποιες πραγματικότητες αναβαπτίζουν τα επαναστατικά υποκείμενα και τα εξωθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προχωρήσουν ακόμα και ως την αναίρεση ή το γκρέμισμα του ίδιου του κόσμου τους, «του μοναδικού κόσμου μέσα στον οποίο θα μπορούσαν να υπάρξουν», όπως συνήθιζε να λέει ο Σπ. Ασδραχάς;
Η κατάρρευση του παλιού κόσμου
Αξίζει να εστιάσουμε σε αυτό το τελευταίο, παρακάμπτοντας λεπτομέρειες και γεγονότα στα οποία τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, τα κρατικά και ιδιωτικά αρχεία, τα εν γένει ιστορικά τεκμήρια και η έρευνα, έχουν δώσει και εξακολουθούν να δίνουν αρκούντως έγκυρες και τεκμηριωμένες ερμηνείες. Μπορούμε άραγε να δούμε την ελληνική επανάσταση έξω από την Ευρώπη; Μπορούμε να τη δούμε ως μία παρθενογένεση, έξω από την ευρωπαϊκή της μήτρα;
Η ελληνική επανάσταση αναπνέει στη συγχρονία συγκλονιστικών και πρωτόγνωρων ιστορικών γεγονότων σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, από την Ευρώπη ως την Αμερική. Τοποθετείται, τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά, στην ίδια χρονολογική αλυσίδα εκείνων των ιδιαίτερων, νεοτερικού τύπου, απελευθερωτικών κινημάτων και εξεγέρσεων λαών απέναντι σε τυραννικές εξουσίες, την απολυταρχία και τον δεσποτισμό. Αμερικανική Επανάσταση (1776-1783), Γαλλική Επανάσταση (1789), Σερβική Επανάσταση (1804), Ελληνική Επανάσταση (1821), εξεγέρσεις στην ιβηρική και την ιταλική χερσόνησο, στη Λατινική Αμερική, δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους μετά την Άλωση, εκείνου της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807) και Ναπολεόντιοι πόλεμοι συνθέτουν την εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει κάτω από τη δύναμη κάτι εντελώς καινούργιου: τις εγκόσμιες αφαιρέσεις του φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού πατριωτισμού, τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, συνταγματικής κατοχύρωσης ατομικών ελευθεριών και γκρέμισμα των ελέω Θεού εξουσιών.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα ο άνεμος αυτών των αλλαγών αλλάζει την εικόνα του τότε γνωστού κόσμου. Ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα που υπαγορεύει στον Τερτσέτη αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμαν, κατά τη γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της Γης, και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο […]».
Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, αλλά και η επιστημονική πρόοδος που είχε συντελεστεί δημιουργούσαν έναν νέο τύπο ανθρώπου, πιο διεκδικητικό, πιο αυτόνομο, πιο δημιουργικό. Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός (1687/8-1789) με τις ιδέες του διατύπωσε και διέδωσε τις πιο προωθημένες, τις πιο ευφάνταστες, τις πιο υπέροχες κατακτήσεις του τότε σύγχρονου πνεύματος, αλλά και τις πιο ανίερες, τις πιο βλάσφημες με όρους θεολογικούς. Στα καθ΄ ημάς, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός (1750-1821) έθεσε ως στόχο τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού με απώτερο σκοπό την ιδεολογική προετοιμασία του αγώνα για την ελευθερία. Τίποτε πλέον δεν θα ήταν όπως παλιά. Στον ιστορικό ελληνικό χώρο της νότιας βαλκανικής χερσονήσου η «μετακένωση» αυτών των επαναστατικών ιδεών και η αλλαγή των νοοτροπιών θα είναι μία διαδικασία αργόσυρτη, συγκρουσιακή, επώδυνη και συνάμα λυτρωτική, απελευθερωτική, χειραφετητική – με μια λέξη: επαναστατική.
Σήμερα πολλά από τα πολιτικά αιτούμενα του Διαφωτισμού παραμένουν επίκαιρα και ζωντανά. Λείψανα αντιδιαφωτιστικά και φεουδαλικές νοοτροπίες βρικολακιάζουν ακόμη στις κοινωνίες μας. Στην ιστορία όμως η πρόοδος δεν είναι προδιαγεγραμμένη και ευθύγραμμα ανοδική, αλλά κατακτιέται με αγώνες και όραμα, με πίστη σε αξίες και συνείδηση της ιστορικότητάς μας. Στην αντίθετη περίπτωση οι κοινωνίες μας είναι καταδικασμένες να βιώνουν τελματώδεις στασιμότητες ή και τραγικές πολιτισμικές οπισθοδρομήσεις.
Η ελληνική επανάσταση αρδεύτηκε από το πνευματικό και αξιακό οπλοστάσιο της Ευρώπης. Αλλά και η Ευρώπη διαμόρφωσε προηγουμένως την ταυτότητά της και το αξιακό της σύμπαν μέσα από την ευθεία συνάντησή της με την Αρχαία Ελλάδα. Και είναι αυτή ακριβώς η Αρχαία Ελλάδα που ως αντιδάνειο θα επιστρέψει δια του Διαφωτισμού στην εδαφική της κοιτίδα, ως χρέος των Ευρωπαίων προς τους Νέους Έλληνες αλλά και ως «επιστροφή των Μουσών στον Ελικώνα». Όπως έχει σημειώσει και παλαιότερα ο Σπ. Ασδραχάς η ελληνική επανάσταση είναι «η ευρωπαϊκότερη, ή η οικουμενικότερη, στιγμή της νεότερης ελληνικής ιστορίας».
* Ο Κώστας Μπέλσης είναι ιστορικός.