Η χρεοκοπία της αγγλικής Thomas Cook τη Δευτέρα 23/9, μετά από 178 έτη λειτουργίας, ανέδειξε από μια οδυνηρή πλευρά το πόσο ευάλωτος είναι ο τουρισμός στην Ελλάδα όταν εξαρτάται από τους tour operators. Η ονομαζόμενη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας βρέθηκε σε μια στιγμή γυμνή σε ένα κυκεώνα εξελίξεων, με άγνωστο το τελικό οικονομικό αλλά και κοινωνικό μέγεθος των αρνητικών επιπτώσεων. Παράλληλα η όλη εξέλιξη θέτει μια σειρά ερωτήματα και προβληματισμούς για το ρόλο των στελεχών των επιχειρήσεων, το ρόλο του κράτους που υποτίθεται ότι εποπτεύει, αλλά και τους διεθνείς ανταγωνισμούς γιγάντων στον τομέα του τουρισμού καθώς και το ρόλο των αρπακτικών funds.

Ερωτήματα από τη χρεοκοπία

Η Thomas Cook ήταν η πρώτη παγκόσμια εταιρεία οργάνωσης μαζικού τουρισμού. Άρχισε να λειτουργεί το 1849 και μετεξελίχθηκε στο γιγάντιο tour operator που γνωρίζαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Απασχολούσε 22.000 εργαζόμενους σε 16 χώρες, διακινούσε 19 εκατ. τουρίστες ετησίως και είχε τζίρο 9 δισ. στερλίνες (10 δισ. ευρώ).

Η εταιρεία εδώ και 20 χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υπερχρέωσης που οξύνθηκαν λόγω συνθηκών την τελευταία πενταετία. Ενώ η εταιρεία ήταν μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας» και αναζητούσε συνεχώς λύσεις για να συνεχίζει τη λειτουργία της, τα μεγαλοστελέχη «έκαναν πάρτι» όσον αφορά τις αμοιβές τους. Μόνο ο CEO για την περίοδο 2014-2018 πήρε ως αμοιβές 8,3 εκατ. λίρες. Επίσης, απ’ όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, εξωφρενικά ποσά εκατομμυρίων κατ’ έτος πήγαιναν στα διάφορα διευθυντικά στελέχη της εταιρείας ανά τον κόσμο.

Κάποια funds είχαν πολύ ισχυρά συμφέροντα να μην βρεθεί λύση επιβίωσης της Thomas Cook έστω και με κάποια εναλλακτική μορφή. Αντίστοιχα κάποιοι ανταγωνιστές δεν ήθελαν να περάσει ο έλεγχος της εταιρείας στην κινεζική Fosun

Εκτός από τη στιγμή που επελέγη για τη χρεοκοπία της εταιρείας –στο τέλος της τουριστικής περιόδου για τη Μεγάλη Βρετανία και ενώ είχε εισπράξει όλα τα έσοδα που θα μπορούσε– υπάρχουν και πολλά ερωτηματικά και όσον αφορά τη μορφή της χρεοκοπίας. Η συνήθης πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις είναι οι διοικούντες να προσπαθούν να διατηρηθεί η δραστηριότητα της εταιρείας ή ένα τμήμα της και οι δανειστές ανταλλάσσουν το χρέος τους με νέες μετοχές για να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές τους. Αντί γι’ αυτό η εταιρεία οδηγήθηκε από την διοίκηση σε διάλυση και εκκαθάριση. Φαίνεται ότι η μορφή της χρεοκοπίας που επιλέχτηκε εξυπηρετεί διάφορα συμφέροντα. Πρώτα τους κερδοσκόπους. Είναι γνωστό ότι η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας πριν ένα χρόνο ήταν πάνω από 1 δισ. λίρες και η μετοχή της εταιρείας είχε «σορταριστεί» σε πολύ μεγάλο βαθμό από κερδοσκοπικά funds (πώληση μετοχών που δεν κατέχουν με υποχρέωση να τις παραδώσουν στο μέλλον, τώρα σε μηδενική τιμή). Κάποιοι έβγαλαν από αυτή τη «φάμπρικα» τεράστια ποσά καθώς είχε σορταριστεί πάνω από το 10% των μετοχών της. Παράλληλα στήθηκε «πάρτι» και στα ασφάλιστρα κινδύνου (τα γνωστά μας CDS, από την περίοδο της όξυνσης της ελληνικής κρίσης). Συνεπώς κάποια funds είχαν πολύ ισχυρά συμφέροντα να μην βρεθεί λύση επιβίωσης της εταιρείας έστω και με κάποια εναλλακτική μορφή.

Αντίστοιχα κάποιοι ανταγωνιστές δεν θα ήθελαν να περάσει ο έλεγχος της εταιρείας στην κινεζική Fosun, η οποία ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος και είχε προτείνει ένα σχέδιο σωτηρίας αρκεί να βρίσκονταν 200 εκατ. λίρες. Να σημειωθεί ότι αμέσως μετά την χρεοκοπία της Thomas Cook υπήρξαν σημαντικές ανατιμήσεις προϊόντων (π.χ. αεροπορικά εισιτήρια) από ανταγωνιστές.

Συνεπώς υπήρχαν πολλοί που ενδιαφέρονταν να μην βρεθεί λύση. Η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας αρνήθηκε την παροχή οικονομικής βοήθειας 150 εκατ. λιρών που ζήτησε η εταιρεία ως έσχατο μέσο με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν βιώσιμη και όπως είπε και ο πρωθυπουργός Μπ. Τζόνσον έθετε «έναν ηθικό κίνδυνο στην περίπτωση μελλοντικών τέτοιων εμπορικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες». Την ίδια στιγμή το κόστος που καταβάλλει για να επιστρέψουν οι 150.000 χιλιάδες Βρετανοί τουρίστες στα σπίτια τους (το μεγαλύτερο έργο επαναπατρισμού σε περίοδο ειρήνης) έχει κόστος για το κράτος ίσο με εκείνο της «διάσωσης»! Τρεις μέρες μετά την άρνηση της κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας να συνδράμει στη σωτηρία της Thomas Cook η γερμανική κυβέρνηση χορήγησε δάνειο 380 εκατ. ευρώ για τη σωτηρία της αεροπορικής εταιρείας Condor, θυγατρικής της Thomas Cook στη Γερμανία, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για υγιή και κερδοφόρα εταιρεία.

Οφείλουμε να σημειώσουμε και την πρακτική των αρμόδιων υπουργών σχετικά με την Thomas Cook. Ο υπουργός Τουρισμού, Θ. Θεοχάρης, επισκέφθηκε την Thomas Cook στις 25 Ιουλίου ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις με τον διοικούντα (CEO) της Thomas Cook χωρίς να θέσει κάποιο θέμα για την κατάσταση της εταιρείας που ήταν πολύ ευρέως γνωστό ότι ήταν άκρως προβληματική. Αρκέστηκε να βγάλει φωτογραφίες, όπως και η κα Κουντουρά προηγούμενα, να λάβει υποσχέσεις για επενδύσεις ύψους 150 εκατ. ευρώ οι οποίες ανακοινώθηκαν για να ανακοινωθούν. Με τέτοιες λογικές ο τουρισμός στην Ελλάδα δεν μπορεί να προσδοκά καλύτερο μέλλον..

Συνέπειες για την Ελλάδα

Η συμμετοχή της Thomas Cook στην ελληνική τουριστική αγορά είναι ιδιαίτερα σημαντική. Συνολικά διακινούσε 3 εκατ. τουρίστες ετησίως, δηλαδή το 10% των αφίξεων, είχε 48 μονάδες στην Ελλάδα σε ένα σύνολο 200 παγκοσμίως. Τη στιγμή που ανακοινώθηκε η χρεοκοπία και το τέλος της δραστηριότητάς της βρίσκονταν στην Ελλάδα περίπου 50.000 τουρίστες –και 600.000 παγκόσμια– που θα πρέπει να προωθηθούν στις χώρες τους με τη συνδρομή των κρατών τους, ενώ ακόμα 500.000 είχε κανονιστεί να έρθουν στη χώρα μας μέσα στους επόμενους μήνες.

Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες από την χρεοκοπία της Thomas Cook για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα σημαντικές, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια το τελικό τους μέγεθος, καθώς θα υπάρξουν και παράλληλες πολλαπλασιαστικές αρνητικές επιδράσεις εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις στον τομέα του τουρισμού. Κατ’ αρχήν δημιουργούνται πολλά ερωτήματα για τη χρονική στιγμή της χρεοκοπίας. Μια επιχείρηση που επί χρόνια αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα με το συσσωρευμένο χρέος της (1,7 δισ. λίρες), που ανακοίνωσε εξαμηνιαία αποτελέσματα ζημιών 1,5 δισ. λίρες, που αναζητούσε εναγωνίως εδώ και πολλούς μήνες στήριξη από πιστωτές, μετόχους και το ίδιο το κράτος της Μεγάλης Βρετανίας, ανακοίνωσε τη χρεοκοπία της στο τέλος της τουριστικής περιόδου, καθώς η περίοδος τουριστικής αιχμής λήγει στο τέλος Σεπτεμβρίου. Όταν δηλαδή είχε εισπράξει τα έσοδα, είχε στείλει στον προορισμό τους το σύνολο σχεδόν των τουριστών για το 2019 και άφησε σε εκκρεμότητα, χωρίς εκκαθάριση-πληρωμή, τις τουριστικές μονάδες που φιλοξένησαν αυτό τον κόσμο μετά τον φετινό Ιούνιο. Δηλαδή οι συνεργαζόμενες με την Thomas Cook τουριστικές μονάδες θα μείνουν απλήρωτες για όλη την περίοδο αιχμής του 2019 με ό,τι αυτό σημαίνει για τις ίδιες το προσωπικό, τους προμηθευτές, τις τράπεζες κ.λπ. και γενικότερα τις τοπικές κοινωνίες.

Συνολικά η ζημιά για την ελληνική οικονομία για το 2019 και το 2020 θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ). Οι επιπτώσεις, οικονομικές και κοινωνικές, θα είναι ιδιαίτερα έντονες για Κρήτη, Ρόδο, Κω, Ζάκυνθο, Κέρκυρα και Σκόπελο

Από μια πρώτη εκτίμηση η άμεση ζημιά στις τουριστικές μονάδες ανέρχεται σε τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 3,2% του συνόλου των άμεσων τουριστικών εσόδων. Συνολικά και σε βάθος χρόνου, καθώς οι συνέπειες δεν θα είναι μόνο για το 2019 αλλά αφορούν και συμβόλαια του 2020, μαζί με τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις η ζημιά θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ). Οι επιπτώσεις, οικονομικές και κοινωνικές, θα είναι ιδιαίτερα έντονες στις περιοχές που είχε μεγάλη συμμετοχή ήτοι Κρήτη, Ρόδος, Κως, Ζάκυνθος, Κέρκυρα και Σκόπελος. Το 70% των τουριστικών μονάδων της Κρήτης είχαν συνεργασία με την Thomas Cook. Σημειώνεται ότι αντίστοιχα σε μέγεθος προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι άλλοι αγαπημένοι προορισμοί των πελατών της Thomas Cook δηλαδή η Τουρκία, η Ισπανία και η Κύπρος. Τέλος να αναφέρουμε ότι εξ’ αιτίας της Thomas Cook η Moody’s υποβάθμισε τις ελληνικές τράπεζες εκτιμώντας ότι θα υπάρξουν σημαντικές συνέπειες στην ομαλή αποπληρωμή δανείων τουριστικών μονάδων, καθώς το σύνολο των σχετικών δανείων αντιστοιχεί στο 10,8% του συνολικού χαρτοφυλακίου τους.

Ποιο τουριστικό μοντέλο;

Η χρεοκοπία της Thomas Cook και τα πολλαπλά προβλήματα που δημιουργεί θέτει ξανά το πρόβλημα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Το κατά πόσον ο σχεδιασμός κράτους και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα μπορεί να αρκούνται στο προϊόν του μαζικού τουρισμού με το «βραχιολάκι» (all inclusive) και στο να «μετράνε κεφάλια» (30 εκατ. τουρίστες το 2018, εκτός κρουαζιέρας) για να κριθεί επιτυχημένη η χρονιά. Η λειτουργία θέρετρων της Thomas Cook και της TUI, όπου οι τουρίστες είναι «κλεισμένοι» όλη την περίοδο της διαμονής τους χωρίς να βγουν έξω από αυτά δεν προσφέρει πολλά στον τουρισμό και την ελληνική οικονομία. Πολύ δε περισσότερο όταν υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν ότι από ένα τέτοιο τουριστικό προϊόν δεν μένει τελικά στην χώρα ούτε το 25% της συνολικής αξίας που φαίνεται ότι εισρέει, λόγω εισαγωγών προϊόντων, υπέρ/υπό τιμολογήσεων για φορολογικούς λόγους κ.λπ.

Είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει να προσφέρει πολλά ποιοτικά στοιχεία στον τουρισμό (φιλόξενος λαός, ιστορία, πολιτισμός, φυσικές ομορφιές, τεράστια ακτογραμμή-παραλίες, γαστρονομία κ.λπ.) αρκεί να αναδειχθούν και να αξιοποιηθούν με σχεδιασμό. Η λογική του μαζικού τουρισμού των tour operators, χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον, στο όνομα της «ανάπτυξης» για να κάνουν «μπίζνες» μερικοί επώνυμοι Έλληνες και ξένοι και να δουλεύουν στη «γαλέρα» οι εργαζόμενοι των 500 ευρώ για μερικούς μήνες, δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για τον τουρισμό και τη χώρα. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτό το μοντέλο έχει τεράστιες διακυμάνσεις στις περιόδους της κρίσης και η Ευρώπη φαίνεται ότι βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στην επόμενη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!