Αρχική πολιτική Θέλει αρετήν και τόλμην!

Θέλει αρετήν και τόλμην!

Δυο λόγια και μερικοί στίχοι για την Ελληνική Επανάσταση

Πέρυσι συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Η επέτειος όμως «γιορτάστηκε» από τον επίσημο κόσμο με επιφανειακό, αν όχι υπονομευτικό για το νόημά της τρόπο. Έτσι δεν βγήκαν ουσιαστικά συμπεράσματα, πόσο μάλλον προωθητικά διδάγματα. Η φετινή επέτειος βρίσκει την πολλαπλά αδυνατισμένη και απειλούμενη χώρα μας μπροστά σε νέα κρίσιμα προβλήματα, καθώς είναι σε εξέλιξη τεράστιες διεθνείς αναταράξεις και επικίνδυνες πολεμικές συγκρούσεις. Σε αυτό το σκοτεινό περιβάλλον, που καθιστά σαφές ότι έρχονται ακόμη πιο δύσκολες εποχές, τα μηνύματα και τα διδάγματα από την αντιστασιακή πορεία της σύγχρονης Ελλάδας είναι απαραίτητα για τον προσανατολισμό μας.

Τέτοια μηνύματα εκπέμπουν τα ποιήματα που δημοσιεύονται εδώ. Ποιήματα γραμμένα από δύο μεγάλες μορφές της ελληνικής διανόησης του 19ου αιώνα, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, των οποίων το εξεγερτικό και φιλελεύθερο σάλπισμα κάνει ακόμη πιο συντριπτική τη σύγκριση με τους «επιγόνους» τους: σήμερα η διανόηση, πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων, δεν παράγει τίποτα υποστυλωτικό του φρονήματος και των αναγκών του ελληνικού λαού. Έχει συνταχθεί ψυχή τε και σώματι με τις επιταγές του παγκοσμιοποιητικού οδοστρωτήρα, υποτάσσεται συνειδητά στη λογική της ισχύος και προπαγανδίζει φανατικά ότι μόνο κάτω από την ομπρέλα των Δυνατών μπορεί να υπάρχει κανείς. Χάσμα χωρίζει τους σημερινούς «επιγόνους» από τους Σολωμούς και τους Κάλβους, οι οποίοι υμνούσαν την αρχέγονη δίψα για Ελευθερία και την βαθιά ανάγκη του ξεσηκωμού παρά και κόντρα στους αρνητικούς συσχετισμούς. Και γι’ αυτό απεχθάνονταν την προσφυγή σε ξένους «προστάτες», συνεχίζοντας στη γραμμή που χάραξε ο Ρήγας:

 

Ὡς πότ’  Ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς,
Ἔλα νὰ γένης στύλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα, κανένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.

CREATOR: gd-jpeg v1.0 (using IJG JPEG v62), quality = 70

Οι πένες του Διονύσιου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου ενώνονται με τα γιαταγάνια των οπλαρχηγών της Επανάστασης, των Κολοκοτρωναίων, των Μποτσαραίων, των Νικηταράδων και τόσων άλλων. Σφιχταγκαλιασμένοι οι στίχοι με τα βόλια, μαζί θέτουν ριζοσπαστικά προτάγματα που καταδεικνύουν ότι ο Σηκωμός του 1821 δεν ήταν απλά ένα «επεισόδιο» που κατέστη δυνατό χάρη στη διαδικασία αδυνατίσματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά είχε πολύ βαθύτερο, χειραφετητικό περιεχόμενο. Και οι μεν και οι δε ήταν γνήσια παιδιά της εποχής τους, εκφραστές αυθεντικοί, καθένας με τον τρόπο του, των πόθων του ελληνικού έθνους.

Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος ήταν πολυταξιδεμένοι, βαθείς γνώστες της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας, και συνειδητοί εραστές της Ελευθερίας. Είχαν πλήρη επίγνωση του ποιον σκοπό υπηρετούσαν. Με δυο λόγια ήταν αυθεντικοί διανοούμενοι μεγάλου βεληνεκούς. Έχοντας κατά νου κάτι που έλεγε ο Ελύτης, ότι δηλαδή «καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στη ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας από κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση», ας επιτρέψουμε στους στίχους τους να κλονίσουν τον κυνισμό και την εθελοδουλεία με τα διαχρονικά μηνύματα της Αντίστασης, της Αξιοπρέπειας και της Ανεξαρτησίας από εχθρούς και «φίλους».

 

Διονυσίου Σολωμού

Ύμνος εις την Ελευθερίαν

(αποσπάσματα: το πρώτο αναφέρεται στην Ελλάδα, που μάταια γύρευε βοήθεια από ξένους, ενώ το δεύτερο απευθύνεται ευθέως στους βασιλιάδες της Ευρώπης)

«Ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)

[…] Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἄλυσες, φωνές.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή·
δὲν εἴν’ εὔκολες οἱ θύρες
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.

Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ’ ἀνάσασι καμμιά·
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νὰ ‘βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.

[…] Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
«Βασιλεῖς, κοιτάξτ’ ἐδῶ!

Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;

Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε
ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!»

 

Ανδρέα Κάλβου

ᾨδὴ Τετάρτη. Εἰς Σάμον

(αποσπάσματα)

 

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.

Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος·
Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. –
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον.

 

Ανδρέα Κάλβου

ᾨδὴ Ἕκτη. Αἱ Εὐχαί

 

Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν.

῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας.

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες·

Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,
μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες.

Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα.

Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα.

Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
ὄχι ψωμί, φιλήματα
῾ς τὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐν ᾧ λάμπουν ῾ς τὰ χείλη σας
χρυσὰ ποτήρια!

Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους λαοὺς καλεῖτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,

Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι
τὰ τρέμοντα βασίλειά σας,
τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσι
τὴν ἀρετήν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λειτουργούς της.

Θέλετε θησαυροὺς
πολλοὺς διὰ ῾ναγοράσητε
κρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους,
καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαμα
τῆς κολακείας.

Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν.

Διὰ ῾νὰ θεμελιώσητε
τὴν τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,
καὶ αὐτὸν ἐπολεμήσατε
εἰς τὴν Ἑλλάδα.

Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ χέρια σας ἁπλόνετε!
τραβήξετέ τα ὀπίσω·
βλέπει ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτει
διὰ τοὺς πανούργους.

Ὅταν τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,
τότε βοήθειαν ἤθελεν,
ἐνδυναμώθη τώρα
φθάνει ἡ ἰσχύς του.

Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες –
τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε –
ἰδού – εἰς τους οὐρανοὺς
προστάτης ὁ θεὸς
μόνος σας εἶναι.

Καὶ ἂν ὁ θεὸς καὶ τ᾿ ἄρματα
μᾶς λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ῾νὰ χρεμετήσωσι
῾ς τὸν Κιθαιρῶνα Τούρκων
ἄγριαι φορᾶδες.

Παρά…. Αἴ, ὅσον εἶναι
τυφλὴ καὶ σκληροτέρα
ἡ τυραννίς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
σωτήριοι θύραι.

Δὲν μὲ θαμβόνει πάθος
κανένα· ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μου
τ᾿ ἀνοικτὸν στόμα.

Σχόλια

Exit mobile version