Του George Monbiot
Κύμα πανικού διαπερνά τις τελευταίες ημέρες την Κομισιόν. Τα σχέδιά της να δημιουργήσει μία ενιαία αγορά που θα περιλαμβάνει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, τα οποία προχωρούσαν χωρίς σχεδόν κανένας να έχει πάρει μυρωδιά, αποκαλύφθηκαν με μεγάλο πάταγο. Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι πολίτες ρωτούν γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί δεν ρωτήθηκαν. Έχουν κάθε λόγο να ρωτούν.
Ο Υπερατλαντικός Συνεταιρισμός για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (ΤΤΙΡ) θα περιλαμβάνει έναν τοξικό μηχανισμό με την ονομασία «Διευθέτηση αντιδικίας επενδυτών-κράτους». Σε όποιες περιπτώσεις εμπορικών συμφωνιών έχει περιληφθεί ο μηχανισμός αυτός, άνοιξε το δρόμο στις επιχειρήσεις να μηνύουν κυβερνήσεις ενώπιον επιτροπών διαιτησίας απαρτιζόμενων από νομικούς συμβούλους επιχειρήσεων, επιτροπές που παρακάμπτουν τα εγχώρια δικαστήρια και ακυρώνουν τις αποφάσεις των κοινοβουλίων.
Ο μηχανισμός αυτός ναρκοθετεί όλα σχεδόν τα μέσα που διαθέτει μία κυβέρνηση για να προστατέψει τους πολίτες ή το περιβάλλον. Ήδη τον αξιοποιούν εταιρίες εξόρυξης που μηνύουν τις κυβερνήσεις όταν προσπαθούν να κρατήσουν μακριά τις εταιρίες από προστατευόμενες περιοχές, τράπεζες που αντιτίθενται στην επιβολή ελέγχων στη λειτουργία του χρηματοοικονομικού τομέα, ενώ μία εταιρία πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία στηρίζεται πάνω του για να αμφισβητήσει την απόφαση της κυβέρνησης να βάλει τέλος στην πυρηνική ενέργεια.
Πριν από μερικές ημέρες διέρρευσε ένα εσωτερικό έγγραφο της Κομισιόν που αποκαλύπτει ότι «η Κομισιόν συντονίζει μία επικοινωνιακή επιχείρηση» με σκοπό «τη διαχείριση των social media και της διαφάνειας». Το μήνυμα που επιδιώκει να επικοινωνήσει η Κομισιόν είναι ότι η εμπορική συμφωνία ευνοεί την «ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης» και «δεν θα θέσει σε κίνδυνο το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο και τα υφιστάμενα επίπεδα προστασίας σε τομείς όπως η υγεία, η ασφάλεια και το περιβάλλον». Το πρόβλημα είναι ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Από την αρχή, η διατλαντική συμφωνία στηρίχθηκε από επιχειρήσεις και τα λόμπι. Η έρευνα του Corporate Europe Observatory αποκαλύπτει ότι η Επιτροπή έχει πραγματοποιήσει 8 συναντήσεις για το ζήτημα αυτό με οργανώσεις πολιτών και 119 συναντήσεις με επιχειρήσεις και τους εκπροσώπους των λόμπι. Αντίθετα, δε, με τις πρώτες, οι τελευταίες έγιναν κεκλεισμένων των θυρών και τα στοιχεία δεν δημοσιεύτηκαν στο Διαδίκτυο…
Σε συνέντευξή του την περασμένη εβδομάδα, ο Στούαρτ Άιζενστατ, εκ των προέδρων του Transatlantic Business Council -με καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της όλης διαδικασίας- ρωτήθηκε κατά πόσον οι επιχειρήσεις των οποίων τα προϊόντα έχουν απαγορευθεί από ελεγκτικές Αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή. Η απάντηση ήταν «Ναι, αν μία τέτοια αγωγή ασκηθεί και έχει θετικό αποτέλεσμα για τον ενάγοντα, αυτό θα σημάνει ότι η χώρα που έχει απαγορεύσει το προϊόν θα κληθεί να καταβάλει αποζημίωση στη θιγόμενη βιομηχανία ή να επιτρέψει τη διάθεση του προϊόντος». «Κάτι τέτοιο θα ίσχυε, για παράδειγμα, στην περίπτωση της ευρωπαϊκής απαγόρευσης σε κοτόπουλα ξεπλυμένα με χλωρίνη, μία αμφιλεγόμενη πρακτική που επιτρέπεται στις ΗΠΑ;», ήταν η επόμενη ερώτηση. «Ναι, αυτό είναι ένα παράδειγμα όπου θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός», παραδέχτηκε ο κ. Άιζενστατ.
Τον περασμένο μήνα, ο Βρετανός υπουργός Κλαρκ, υπερασπιζόμενος τη συμφωνία, ανέφερε ότι: «Η προστασία των επενδυτών είναι σταθερή παράμετρος των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου – έχει σχεδιαστεί για τη στήριξη επιχειρήσεων που επενδύουν σε χώρες όπου ο νόμος είναι απρόβλεπτος». Τότε σε τι χρειάζεται αυτό σε μία συμφωνία Ε.Ε.-ΗΠΑ; Γιατί χρησιμοποιούμε μηχανισμούς για την προστασία εταιρικών συμφερόντων σε προβληματικά κράτη, για χώρες όπου το δικαστικό σύστημα λειτουργεί ικανοποιητικά; Ίσως διότι τα δικαστήρια που λειτουργούν όπως πρέπει είναι λιγότερο χρήσιμα στις επιχειρήσεις από την αδιαφανή διαιτησία των εταιρικών νομικών συμβούλων…
Αλλά και ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η εμπορική συμφωνία θα δημιουργήσει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, είναι μάλλον αβάσιμος. Ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα είχε δεσμευθεί ότι η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-Νότιας Κορέας θα ενίσχυε τις αμερικανικές εξαγωγές κατά 10 δισ. δολάρια, αυτές συρρικνώθηκαν κατά 3,5 δισ. Όσο για τις 70.000 θέσεις εργασίας που θα δημιουργούνταν, η πραγματικότητα έδειξε ότι χάθηκαν 40.000 θέσεις. Ο Μπιλ Κλίντον είχε υποσχεθεί ότι η συμφωνία NAFTA θα απέφερε 200.000 νέες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Αντιθέτως, χάθηκαν 680.000 θέσεις.
* Ο George Monbiot είναι αρθρογράφος του Guardian, από όπου και η αναδημοσίευση
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη