της Αφροδίτης Κατσαδούρη
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν να μάθουνε
που βρήκα τη μπογιά
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δε βρήκαν
Γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν
Αλέκος Παναγούλης, Η Μπογιά
Στην απομόνωση των φυλακών Μπογιατίου, το 1972, ο Παναγούλης έγραψε ποιήματα με το αίμα του πάνω σε πακέτα τσιγάρων και σπιρτόκουτα. Είναι ακατόρθωτο και ανώφελο να προσπαθήσει κανείς να μιλήσει με στείρους φιλολογικούς όρους για τα ποιήματα που έχουν γραφεί σε ένα κελί φυλακής από το αίμα ενός βασανισμένου ανθρώπου. Διότι το αίμα σε αντίθεση με το μελάνι –και τους ποιητές που διαφημίζουν πως ματώνουν για να γράψουν– αποδεικνύει εναργέστερα από την κάθε κριτική ματιά τη μύχια σκαπάνη του ποιητικού υποκειμένου, καταλύοντας κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης του ποιητικού έργου. Κι όχι κάποιου τυχαίου ανθρώπου αλλά εκείνου που πριν κάποια χρόνια, το 1968, ρίσκαρε τη ζωή του για να σκοτώσει τον δικτάτορα. Για μένα, αυτή του η ενέργεια αποτέλεσε το πιο λαμπρό ποίημά του χωρίς ποτέ να χρειαστεί για την υπόλοιπη ζωή του να γράψει μισή λέξη.
Κανείς δεν αμφισβητεί το εξαίσιο ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη για τους ανθρώπους / που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία / μεσούντος κάποιου Ιουλίου / βγήκαν στις πλατείες και πως οι λέξεις του χρόνια μετά μας σημαδεύουν βαθιά κι αριστερά στο στήθος.
Κανείς δεν αντικρούει ότι ο Ρίτσος με τη «Ρωμιοσύνη» και τη βοήθεια του Θεοδωράκη μας έκαψαν το στήθος.
Η ποίηση, όμως, δεν είναι μόνο ένας άβατος φιλολογικός ορισμός που γεννάται ατσαλάκωτη στα σαλόνια των ειδημόνων και των κριτικών. Η ποίηση «ιλιγγιά και ταράσσεται», αρδεύεται νευρώδης, εξόριστη και καταφρονεμένη στα απόνερα, θέλγεται από το καθημαγμένο, βουτάει χωρίς μελετημένη ανάσα στο κενό, χαϊδεύει έκρυθμη τα μαλλιά της ανθρώπινης τραγωδίας, αγκαλιάζει το εκκρεμές και άναρχη εξεγείρεται στο απαγορευμένο περιθώριο των μαύρων σελίδων της ιστορίας. Και η ποίηση του Παναγούλη είναι μια τέτοια ποίηση.
Όταν το αίμα γίνεται γραφική ύλη (!) τα πολλά λόγια νοθεύουν την ουσία του. Και η ποιητική πράξη της τυραννοκτονίας είναι το μεδούλι του ποιητικού έργου του Παναγούλη. Υψώνεται πέρα από τα κιγκλιδωμένα όρια της «καθώς πρέπει» ποιητικής δημιουργίας, όπως την ξέρουμε, ενώ παράλληλα εισάγει ένα νέο είδος χωρίς συνέχεια: ο Παναγούλης ενσάρκωσε σε μια γλώσσα κατακρημνιστικά ενσώματη το αδύνατο, ματώνοντας στην κυριολεξία, και παλεύοντας –ο πανανθρώπινος– με τους δαίμονές ενός ακραίου καθεστώτος. Πέταξε από πάνω του τις φτιασιδωμένες νόρμες και σιδηρόφρακτους φιλολογισμούς και έδωσε την απάντηση στον αναγνώστη που, αμίλητος και δακρυσμένος από τα βασανιστήριά του, δεν ρωτάει τι θέλει να πει ο ποιητής, γιατί ξέρει.