Μπορεί η τεχνητή πόλωση να μαζέψει τα… ασυμμάζευτα;
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Η συνάντηση Τσίπρα-Μεϊμαράκη στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου προσφέρεται, σίγουρα, για υποθέσεις και σενάρια. Πιθανότατα ήταν τυχαία ή τίποτα δεν διαμείφθηκε εκεί. Ευκαιρίες και δίαυλοι για συνεννοήσεις υπάρχουν πάντα, το σίγουρο είναι άλλο. ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. έχουν σαφώς τουλάχιστον έναν κοινό στόχο: Την δημιουργία μιας τεχνητής πόλωσης ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα εν όψει των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου.
Ο νέος δικομματισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως ο προηγούμενος, για πολλούς λόγους. Παλιότερα, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. εναλλάσσονταν με άνεση στη διακυβέρνηση, αφού το ένα κόμμα αξιοποιούσε τη φθορά του άλλου. Το κοινωνικό συμβόλαιο, ο κομματικός συνδικαλισμός, η δυνατότητα παροχών, καθιστούσαν σχετικά εύκολη αυτή την εναλλαγή. Σήμερα η καταστροφή, ειδικά των μεσαίων στρωμάτων, σκιαγραφούν ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο.
Επιστροφή στο 2012;
Πλέον, τον τόνο δεν τον δίνει απλά η φθορά του κόμματος που κυβερνά, αλλά η φθορά ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και η μεγάλη διάστασή του με την κοινωνία.
Στις εκλογές του Μαΐου του 2012, αυτό καταγράφηκε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. κατέρρευσαν, νέες πολιτικές δυνάμεις συγκέντρωσαν μεγάλα ποσοστά (πχ ΑΝΕΛ, Χ.Α.) ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε στη δεύτερη θέση, ανατρέποντας τον παλιό δικομματισμό και μαζί όλο το σκηνικό. Ο κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού «μαζεύτηκε» λίγο ένα μήνα μετά, αφού η Ν.Δ. επανασυσπείρωσε ορισμένες δυνάμεις και η εκ νέου άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε έναν νέο διπολισμό.
Ο διπολισμός αυτός δεν λειτούργησε ευνοϊκά για τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι το τέλος του 2014. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επένδυσε την δύναμη που απέκτησε σε αυτόν το ριζοσπαστισμό, εγκλωβίστηκε σε μια αντιπαράθεση παλαιού τύπου, κυρίως με την Ν.Δ., προετοιμαζόμενος αποκλειστικά για τη διακυβέρνηση. Η τακτική αυτή οδηγούσε ήδη από τότε σε μια «κεντροαριστεροποίηση» αυτού του εγχειρήματος, ακόμα κι αν τότε ελάχιστοι το έβλεπαν.
Ισορροπία και πολυκερματισμός
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στον Σεπτέμβριο του 2015… Η ρευστοποίηση στο πολιτικό σκηνικό παίρνει πλέον νέες, μεγάλες διαστάσεις. Προγράμματα και πρόσωπα δύσκολα ξεχωρίζουν, μετακινήσεις και μεταγραφές δίνουν τον τόνο, ενώ η διασπορά της ψήφου και οι μετακινήσεις ψηφοφόρων γίνονται σε όλες τις κατευθύνσεις.
Η προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό μπλοκ ανατρέπει τα δεδομένα και δημιουργεί μεγάλη αστάθεια στην εκλογική συμπεριφορά εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά, εισπράττουν σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα της πολιτικής τους. Η γρήγορη προσφυγή στις κάλπες ώστε να μην εισπράξει το κυβερνητικό κόμμα τις συνέπειες του 3ου Μνημονίου, δεν φαίνεται να αποδίδει. Και αυτό γιατί δεν είναι μόνο τα οικονομικά μέτρα που δεν αντέχει η κοινωνία, αλλά και οι ψεύτικες υποσχέσεις, οι «ύποπτες» μεταμορφώσεις, ο παλιός τρόπος άσκησης πολιτικής. Αυτό μάλλον δεν το μέτρησε σωστά το επιτελείο του Μαξίμου.
Η Ν.Δ., από την άλλη, φαίνεται να συσπειρώνει ψηφοφόρους που την είχαν εγκαταλείψει πρόσφατα, αναζητώντας την τύχη τους στον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ ή και αλλού. Σταθεροποιείται σχετικά και αυξάνει τα ποσοστά της, επιλέγοντας μια τακτική «καραμανλικής» έμπνευσης, προσέγγισης του μεσαίου χώρου και «εθνικών» λύσεων συναίνεσης. Εισπράττει κυρίως από την αποτυχία όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ευρύτερα της «αντιμνημονιακής ρητορικής».
Άσχετα από το αν οι εταιρίες δημοσκοπήσεων «λένε την αλήθεια» (αυτό δεν επιβεβαιώνεται από πρόσφατες προβλέψεις τους), οι γενικές τάσεις φαίνεται να δείχνουν, λοιπόν, μικρή διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα. Δείχνουν, όμως (όχι μόνο τα γκάλοπ αλλά κυρίως η επαφή με την πραγματικότητα) κάτι σημαντικότερο: Το μεγάλο πλήθος των πολιτών που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία των εκλογών, που δεν έχει επιλέξει τι θα ψηφίσει ή δεν θα ψηφίσει ένα από τα δύο μεγαλύτερα ή και κανένα κόμμα, που πιθανά είτε να απέχει, είτε να ψηφίσει λευκό, άκυρο ή μικρότερα κόμματα.
Για να αντιμετωπίσουν αυτόν τον πολυκερματισμό, για να επανασυσπειρώσουν τις γραμμές τους, είναι δεδομένο ότι θα καταφεύγουν στη δικομματική πόλωση. Αυτή, όμως, έχει συγκεκριμένα όρια, για πολλούς λόγους. Δεν πείθει σήμερα την κοινωνία, η οποία δυσκολεύεται να διακρίνει δικά της «θέλω», προσδοκίες ή δικά της συμφέροντα, να εκπροσωπούνται από αυτή την αντιπαράθεση. Την ίδια στιγμή, είναι δεδομένο ότι, όσο κι αν προεκλογικά ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ την ξορκίζει, η προοπτική συναίνεσης των «δύο» και «μεγάλου συνασπισμού» είναι κάτι παραπάνω από πιθανή.
Οδηγός οι «222»…
Μένει, λοιπόν, να δούμε στις εκλογές τι θα «μαζέψει» η πόλωση ανάμεσα στους δύο. Αλλά όσο και αν ανέβει το θερμόμετρο στο «σόου» που στήνεται, οι μετεκλογικές εξελίξεις ελάχιστα θα επηρεαστούν από αυτό. Τώρα, όλοι οι βασικοί πρωταγωνιστές της πολιτικής και οικονομικής ζωής ζητούν να εμπεδωθεί το «τέλος του λαϊκισμού» και της διάκρισης μνημονιακών-αντιμνημονιακών. Τα 222 «ναι» στο 3ο Μνημόνιο στη Βουλή είναι ο οδηγός για τη ζητούμενη, εκ νέου, σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού.
Ο Ευκλειδης Τσακαλώτος το είπε πιο καθαρά από όλους: «Ήταν λάθος που χτίσαμε πάνω στο λαϊκισμό μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Το τέλος του «λαϊκισμού» για τον ΣΥΡΙΖΑ (και τους ΑΝΕΛ) αφήνει έτσι έκθετο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Αυτό, όμως, δεν κατευθύνεται εύκολα σε μια μοναδική διέξοδο, ούτε καλύπτεται από μια απλή επανάληψη της ίδιας ρητορικής, από μια επαναφορά όσων έλεγε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αυτά διαψεύστηκαν αναδεικνύοντας όχι μόνο τη μετάλλαξη ενός επιτελείου αλλά συνολικότερες αδυναμίες που απαιτούν πειστικές και πιο ουσιαστικές απαντήσεις.
Έτσι, η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.λπ.) θα προσελκύσει ένα αριστερό δυναμικό, χωρίς να φαίνεται, προς το παρόν, να εκφράζει ευρύτερες προσδοκίες και διεργασίες στην κοινωνία. Στον υπόλοιπο πολιτικό χάρτη, τα κεντροαριστερά κόμματα (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) κινούνται σε χαμηλά νούμερα, οι ΑΝΕΛ δύσκολα μπαίνουν στη Βουλή, ενώ η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις τρίτο κόμμα, χωρίς κι αυτή να ενισχύεται εντυπωσιακά, παρ’ όλο που η εκμετάλλευση διάφορων προφίλ (αντιαριστερό, αντιμνημονιακό, ξενοφοβικό κ.λπ.) μπορεί να έχει κάποια αποτελέσματα. Ενισχυμένη και η «κουφή» ψήφος (Λεβέντης κ.λπ.) που κι αυτή επιδέχεται μεγαλύτερης ανάλυσης και εξήγησης.
Δεδομένο είναι ότι η διάσταση πολιτικού συστήματος και πολιτών θα δώσει τον τόνο όχι μόνο στις εκλογές αλλά και μετά από αυτές. Κάθε αισιοδοξία ότι το πολιτικό σκηνικό θα σταθεροποιηθεί εύκολα σε αυτές τις συνθήκες, είναι επισφαλής.