«Τίποτα δε φάγατε, να ξανάρθετε να σας περιποιηθούμε»
Σχεδόν όλα μου τα καλοκαίρια τα περνούσα σαν παιδί στο χωριό του παππού μου στην Κρήτη, στον Αποκόρωνα του Νομού Χανίων και είναι αυτά ακριβώς τα καλοκαίρια, που, ακόμα και σήμερα, τα θεωρώ έναν ανεκτίμητο θησαυρό για όσα μού προσέφεραν, για την πιο γήινη και μαζί πιο μυθική διάσταση της ζωής.
Ανάμεσα, λοιπόν, στις τόσες αναμνήσεις ξεχωρίζει και το… προνόμιό μου, ως μεγαλύτερης από όλα τα ανίψια, να συνοδεύω στα Χανιά μια θεία, αδερφή του παππού μου, που είχε σπίτι στην παλιά πόλη. Τα Χανιά τότε είχαν ήδη εξελιχθεί σε τουριστικό προορισμό, γεμάτα κόσμο, που μιλούσε ένα σωρό άγνωστες σε εμένα γλώσσες, πολύβουα και δαιδαλώδη, η θεία περπατούσε πάντα γρήγορα, μπροστά, δίχως να σου δίνει το χέρι μη χαθείς και έτσι, θυμάμαι πως, όταν κάποια στιγμή μετά από αλλεπάλληλους μαιάνδρους μέσα από δρομάκια και καλντερίμια αντίκριζα τον Φάρο στο Ενετικό Λιμάνι ένιωθα μια ανακούφιση, μια μικρή χαρά, σαν να είχα εντοπίσει ένα σημείο αναφοράς, προσδιορίζοντας, επιτέλους, την θέση μου στην πόλη. Γρήγορα όμως η θεία έστριβε δεξιά από την Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου δίπλα στην προκυμαία, ή αλλιώς Πλατεία Σαντριβανιού (λόγω της βενετσιάνικης κρήνης, που υπήρχε στο σημείο αυτό), για να χαθούμε σε νέα δρομάκια, ακόμα πιο στενά και δαιδαλώδη από τα πρώτα. Θυμάμαι πως, στην ερώτησή μου, για ποιον λόγο έχτιζαν παλιά τόσο περίπλοκα, η απάντηση που μού δόθηκε ήταν πως «τότε οι Έλληνες έχτιζαν την πόλη τους σαν να είναι λαβύρινθος για να κρύβονται από τους Τούρκους, που τους κυνηγούσαν!».
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια έως ότου καταλάβω πως μετά τη λήξη της Ενετοκρατίας στα Χανιά, τον Αύγουστο του 1645, και για τους επόμενους δύο αιώνες σχεδόν, ώς τον Σεπτέμβριο δηλαδή του 1830, οπότε τελειώνει η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας, τον πρώτο λόγο στην οικοδόμηση της πόλης δεν τον είχαν φυσικά οι Έλληνες αλλά οι Τούρκοι, οι οποίοι αυθαίρετα τροποποιούσαν, σύμφωνα με το συμφέρον τους, τόσο τα διάφορα κτίσματα όσο και τους ως τότε ευρύχωρους και ευθυγραμμισμένους δρόμους των Ενετών, που υπήρχαν εντός των τειχών.
Η βόλτα αυτή με τη θεία έληγε φτάνοντας στη γειτονιά της, σε ένα ανηφορικό, αδιέξοδο δρομάκι μες στην παλιά πόλη, πλημμυρισμένο γλάστρες με λουλούδια και μυριστικά, το οποίο, αμέσως θαρρείς, έπαιρνε ζωή από τα καλωσορίσματα και τα καλόκαρδα πειράγματα των άλλων κατοίκων στη θεία και σε εμένα.
Τώρα πια, τόσες δεκαετίες μετά, τα Χανιά αποτελούν τόπο μόνιμης κατοικίας μου και έχουν ασφαλώς αλλάξει αρκετά. Έχουν μεγαλώσει, έχουν επεκταθεί πολύ, κάποτε μάλιστα ίσως έχουν κρατήσει αθέλητη «κληρονομιά» και την παλιά οικιστική άποψη, εξακολουθούν να αποσιωπούν σχεδόν πλήρως την πιο αρχέγονη ρίζα τους, αυτή της αρχαίας πόλης-κράτους Κυδωνίας, οι κεντρικοί δρόμοι έχουν σιγά-σιγά καταληφθεί από καταστήματα μεγάλων, εμπορικών αλυσίδων, (αφήνοντας πια στο παρελθόν τα μικρά μαγαζάκια με των λογιών-λογιών τις πραμάτειες, τα ραφτάδικα, τα τσαγκαράδικα, τα καφεκοπτεία με τα υπέροχα αρώματα, τα μαγέρικα με τα φαγητά τους στις βιτρίνες) έχουν φροντίσει κάποια από τα νεοκλασικά τους κτίρια, έχουν περιποιηθεί τα πάρκα και τις πλατείες τους, έχουν φωταγωγήσει μαζί με τις ιστορικές εκκλησίες τους και τους παρακείμενους μιναρέδες, έχουν αναπαλαιώσει τμήμα των Νεωρίων στο Ενετικό Λιμάνι, καθώς και τον λιμενοβραχίονα με τον Φάρο.
Αυτός, λοιπόν, ο Φάρος, κατασκευασμένος αρχικά από τους Ενετούς γύρω στα 1595-1601 και ανακατασκευασμένος αργότερα στη σημερινή του μορφή κατά την σύντομη περίοδο της Αιγυπτιακής Κυριαρχίας (1830-1841), είναι που, αν και αναπόσπαστο μέρος της πόλης των Χανίων, στέκεται, κατά κάποιο τρόπο, απέναντί της, αιώνες τώρα μοναχικός, κατοπτεύοντας θάλασσα και στεριά, αφουγκραζόμενος τον παλμό της πόλης, την ψυχή της.
Και η ψυχή των Χανίων κρύβεται πάντα, λοξοδρομώντας, όπως τότε με τη θεία μου, από τους δρόμους τους τουριστικούς. Κρύβεται στα στενά και στις γειτονιές της παλιάς μα και της νέας πόλης. Κρύβεται εκεί όπου πάντα βρίσκεται χώρος για μια ρίζα γιασεμί, για δυο κουβέντες δίχως την έγνοια του χρόνου, για μια ματιά πάνω στα χρόνια, που τόσο εύγλωττα αφήνουν εδώ τα σημάδια τους μα, κυρίως, κρύβεται στον αποχαιρετισμό, ο οποίος, σε αυτή την πόλη, με την φημισμένη φιλοξενία και τα τόσα τραταρίσματα, μοιάζει πάντα να κρύβει ένα παράπονο και μια επιθυμία βαθύτερη: «Τίποτα δε φάγατε, να ξανάρθετε να σας περιποιηθούμε».
Να ξανάρθετε…