Δύο εκθέσεις (του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και του ΟΟΣΑ) αναδεικνύουν, για μια ακόμη φορά, το μεγάλο πρόβλημα της απασχόλησης στη χώρα μας.
Πρόκειται για την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση και του ΟΟΣΑ Employment Outlook 2014 που καταγράφουν τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας:
1. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας από το 7,7% το 2008 σε 27,3% το 2013, δεν οφείλεται μόνο στη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων αλλά και στη σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού, το οποίο παρέμεινε στάσιμο. Οι δύο εκθέσεις συμφωνούν ότι τα ήδη υψηλά ποσοστά ανεργίας (27,2%) δεν αναμένεται να μειωθούν μέχρι τα τέλη του 2015, καταρρίπτοντας τις «προβλέψεις» της μνημονιακής κυβέρνησης και της τρόικας. Επισημαίνεται, μάλιστα, στην έκθεση του ΟΟΣΑ ότι η αύξηση της ανεργίας στη χώρα μας είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ
2. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών) ανέρχεται στο 71% του συνολικού αριθμού και είναι, επίσης, το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ Οι επιπτώσεις είναι σημαντικές για τους άνεργους, τις οικογένειές τους αλλά και για την οικονομία (ψυχολογικές, παραίτηση από την αναζήτηση εργασίας, απαξίωση εργασιακών δεξιοτήτων).
3. Η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων ήταν η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών – μελών και ανήλθε σε 5% κατά μέσο όρο ετησίως ή μείωση του μέσου πραγματικού μισθού κατά 21% έναντι του 2009 (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, αυτή η μείωση μπορεί να συνέβαλε στη μερική κάλυψη του ανοίγματος στο μοναδιαίο εργασιακό κόστος μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας και στην αποκατάσταση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας (σημ. αν και η συνεχιζόμενη πτώση των εξαγωγών αγαθών διαψεύδει αυτήν την εκτίμηση) αλλά η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας παρέμεινε «πεισματικά» αρνητική. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1995 και μέχρι το 2009 είχε προσεγγίσει το 91% του μέσου αντίστοιχου μεγέθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης-15. Από το 2010 αρχίζει η διαδικασία απόκλισης της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και ο δείκτης υποχώρησε από το 91% στο 85% το 2013, με προοπτικές να υποχωρήσει περαιτέρω κατά το 2014 στο επίπεδο του 84%. Η Ελλάδα έχει πλέον κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος χαμηλότερο από τις άλλες 14 πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την Κύπρο και τη Σλοβενία. Είναι η χώρα με το χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας μετά από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η συνολική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας θα ανέλθει για το σύνολο της περιόδου προσαρμογής (2009-2013) σε 16%. Η παραγωγικότητα της εργασίας έχει μειωθεί, στο τέλος του 2013, έναντι του 2008, κατά 4,8% και θα παραμείνει στο ίδιο σημείο έως το τέλος του 2014. Παρά το γεγονός ότι η μείωση αυτή δεν είναι ασήμαντη, δείχνει ότι το βάρος της προσαρμογής που επιβλήθηκε από τη μείωση του ΑΕΠ μεταφέρθηκε κατά τα 4/5 στην απασχόληση (μείωση αριθμού απασχολούμενων κατά 20%).
4. Οι επιδόσεις της χώρας μας στους τομείς της ασφάλειας στην αγορά εργασίας και της ποιότητας του εργασιακού περιβάλλοντος είναι φτωχές. Οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν υπερβολικές απαιτήσεις στους εργασιακούς χώρους στις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν με ανεπαρκή μέσα. Αυτή η κατάσταση δεν επιδεινώνει μόνο την παραγωγικότητα αλλά μπορεί να έχει και ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων.
5. Ο κίνδυνος της ανεργίας και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι μεταξύ των υψηλότερων στον ΟΟΣΑ, ενώ αντίθετα οι μηχανισμοί προστασίας των ανέργων (επιδόματα, ασφάλιση) είναι μεταξύ των πιο αδύναμων.
Η κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα. Η δημιουργία θέσεων σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για ποσοστό απασχόλησης 75% του πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών μέχρι το 2020 απαιτεί ένα συνεκτικό και απόλυτα τεκμηριωμένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης