της Δήμητρας Γαβριηλίδου
Τους τελευταίους μήνες, βρίσκεται στην επικαιρότητα η προσπάθεια της κυβέρνησης για αλλαγή του οικογενειακού δικαίου. Ξεκινώντας από ένα νομοσχέδιο, στο οποίο κεντρικό ρόλο είχε η υποχρεωτική συνεπιμέλεια μετά το διαζύγιο, βρισκόμαστε σήμερα σε ένα νέο προτεινόμενο νομοσχέδιο. Ενώ, όμως, η νέα πρόταση αποσύρει το ζήτημα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας ως τέτοιο, το πνεύμα της παραμένει σε αρκετά άρθρα. Νομικοί και φεμινιστικές/ΛΟΑΤΚΙ+ φορείς και οργανώσεις, που δεν προσκλήθηκαν να συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο, επισημαίνουν πως τόσο η παλιά όσο και η νέα απόπειρα καταλήγουν σε ένα νομοσχέδιο μεροληπτικό, με πολλές ασάφειες και αντιφάσεις που είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει ποικίλα προβλήματα. Οι τοποθετήσεις αυτές ελάχιστο χώρο βρήκαν στα κυρίαρχα ΜΜΕ.
Αντίθετα, όλη την προηγούμενη περίοδο, μονοπώλησε το δημόσιο διάλογο η άποψη συλλογικοτήτων μπαμπάδων προβάλλοντας επιχειρήματα που αφορούν μονομερώς τα δικαιώματα ενός πατέρα. Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια αποσύρθηκε έπειτα από σωρεία αντιδράσεων. Αξίζει να ειπωθεί ότι η έννοια είναι προβληματική συνολικά, αλλά και ιδίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις κακοποίησης. Άλλωστε, μια σύντομη επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας διεθνώς με δεδομένα από χώρες στις οποίες η υποχρεωτική συνεπιμέλεια εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια δείχνουν ότι τα οφέλη που αναφέρονται στο δημόσιο διάλογο αφορούν τις περιπτώσεις που αυτή είναι συναινετική και οι γονείς συνεργάζονται με τρόπο αρμονικό που παρέχει στο παιδί ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον. Σε αυτό το σημείο έχει αξία μια αναφορά στο «Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης» για το οποίο διαβάζουμε συχνά και με έμφαση. Πρόκειται για μια θεωρία παρωχημένη, που στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και που δεν χαίρει αναγνώρισης από την επιστημονική κοινότητα διεθνώς.
ΩΣΤΟΣΟ και το νέο νομοσχέδιο θεωρείται εξίσου προβληματικό, αρκεί να δει κανείς συνοπτικά τα όσα προβλέπει. Ήδη από την αρχή, στο ορισμό του συμφέροντος του παιδιού, που θεωρητικά καλείται να προστατεύσει ο νόμος, βλέπουμε αυτό να ορίζεται «δια της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού». Η έννοια του συμφέροντος του παιδιού οφείλει να παραμένει αόριστη και να εξειδικεύεται κατά περίπτωση από το δικαστήριο. Ο ορισμός αυτός θεωρεί εκ των προτέρων ότι η παρουσία δύο γονέων στη ζωή ενός παιδιού έχει θετική επίδραση. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις παραμέλησης του παιδιού; Ή στις περιπτώσεις κακοποίησης; Ή ακόμη και σε περιπτώσεις απλής διαφωνίας των γονέων; Τι συμβαίνει όταν η διεκδίκηση της επιμέλειας ενός παιδιού στην πραγματικότητα αφορά τη σύγκρουση των γονέων και όχι το συμφέρον του παιδιού; Είναι φανερό πως θα έπρεπε να συνεκτιμώνται μια σειρά από παραμέτρους από το δικαστήριο και να εξειδικεύονται ανά περίπτωση. Αντίστοιχα, διαβάζουμε ότι κριτήριο του δικαστηρίου για την επιμέλεια αποτελεί «η συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο διάστημα», έννοια αόριστη που ενέχει τον κίνδυνο σύνδεσης της απόδοση της επιμέλειας με τον λόγο του διαζυγίου ή την υπαιτιότητα για τη λύση του γάμου. Αναφέρεται μάλιστα πως κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε τεράστιες δικογραφίες περιπλέκοντας την αντιδικία των γονέων. Ακόμα ένα από τα πιο προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου αφορά τη γνώμη του παιδιού στο δικαστήριο. Διαβάζουμε ότι αυτή θα λαμβάνεται υπόψη εφόσον κριθεί από το δικαστήριο ότι «δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής». Αντίθετα, βλέπουμε στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού τα μόνο κριτήρια για τη γνωμοδότηση από μέρους του είναι η ηλικία και η ωριμότητα του.
Οι γονείς όταν συνεργάζονται, αυτό σίγουρα θα ωφελήσει το παιδί. Όταν δεν μπορούν να το κάνουν, χρειάζεται ένα δίκαιο που πρώτα από όλα να προστατεύει το παιδί από το «να γίνεται μπαλάκι» ανάλογα με τις επιθυμίες τους
ΕΠΙΠΛΕΟΝ προβληματικά είναι τα άρθρα για την κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και τους όρους επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο μένουν χωριστά. Ας αναφέρουμε δυο σημεία: «η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς» και «η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Σε αυτά και σε άλλα σημεία του αντίστοιχου άρθρου βλέπουμε ξεκάθαρα τον νόμο να αφήνει το παιδί απροστάτευτο στις περιπτώσεις κακοποίησης. Για να θεωρηθεί δε ότι ο κακοποιητικός γονέας κάνει κακή άσκηση χρειάζεται αμετάκλητη απόφαση, η οποία για να τελεσιδικήσει μπορεί να χρειαστεί έως και μια δεκαετία. Αντίστοιχα, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της επικοινωνίας. Ο γονέας που έχει την επιμέλεια για να μην είναι υποχρεωμένος να την προωθεί χρειάζεται να συντρέχουν οι αντίστοιχοι παραπάνω λόγοι. Να αναφέρουμε επιπρόσθετα για το σχετικό άρθρο για το χρόνο της επικοινωνίας ότι η ποσοτικοποίηση της φυσικής επικοινωνίας στο 1/3 της συνολικής, πέρα από αυθαίρετη, είναι πιθανό να αντιτίθεται στο συμφέρον του παιδιού. Θα μπορούσαμε να δούμε και άλλα προβληματικά σημεία στο νομοσχέδιο αλλά επιλέξαμε να υπογραμμίσουμε όσα απασχόλησαν περισσότερο το δημόσιο διάλογο. Αναφορικά μόνο να πούμε ότι υπάρχουν προβληματικές διαστάσεις σε ζητήματα που αφορούν τη διαμεσολάβηση ή το άρθρο για τα παιδιά εκτός γάμου.
Προσπαθώντας να βάλουμε μια άνω τελεία. Το νομοσχέδιο διατείνεται ότι στοχεύει στην ισότητα των γονέων και στην ισότιμη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, καθώς και στο να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες του θεσμού της οικογένειας και των μορφών γονεϊκότητας. Ένα νομικό πλαίσιο, όμως, οφείλει να μπορεί να ανταποκριθεί στην ποικιλομορφία της σημερινής οικογένειας καθώς και στα υφιστάμενα κοινωνικά προβλήματα που επηρεάζουν την οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε μια και μοναδική λύση για όλες τις οικογένειες και για όλα τα παιδιά. Σε μια κοινωνία που η ενδοοικογενειακή βία, η παιδική κακοποίηση ή παραμέληση είναι ένα σημαντικό ζήτημα και όταν κυρίαρχος δέκτης της βίας συνήθως είναι η γυναίκα και το παιδί, το προτεινόμενο πλαίσιο οφείλει να μεριμνήσει για την προστασία τους. Αντίθετα, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι ενάντια στις γυναίκες και στο συμφέρον του παιδιού. Καταστρατηγεί τα δικαιώματα του παιδιού και δένει τα χέρια των δικαστών. Αφήνει εκτεθειμένες τις γυναίκες, που συνήθως έχουν την επιμέλεια, στη βία, την κακοποίηση ή την οικονομική εξουθένωση. Και ας μην ξεχνάμε και τις γυναικοκτονίες που συμβαίνουν για ανάλογους λόγους. Έχουμε επίσης ένα γραφειοκρατικό νομοσχέδιο που θα πολλαπλασιάσει την προσφυγή στα δικαστήρια, τη στιγμή που ο νόμος για τα οικογενειακά δικαστήρια μένει ανεφάρμοστος και οι υποθέσεις χρονίζουν. Γεγονός μη λειτουργικό αλλά και εξόχως ταξικό, καθώς είναι υπέρ του οικονομικά ισχυρού γονέα, εκείνου που μπορεί να πληρώσει τον καλύτερο δικηγόρο και να ανταποκριθεί στα αλλεπάλληλα δικαστήρια.
ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ: Νομικές ρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων δίνουν στους γονείς που λήγουν τη σχέση ή το γάμο τους συναινετικά και συνεργάζονται προς το συμφέρον του παιδιού, όλες τις δυνατότητες για ισότιμη συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού τους, πάντα με γνώμονα την ευημερία του παιδιού. Οι γονείς όταν συνεργάζονται, αυτό σίγουρα θα ωφελήσει το παιδί. Όταν δεν μπορούν να το κάνουν, χρειάζεται ένα δίκαιο που πρώτα από όλα να προστατεύει το παιδί από το «να γίνεται μπαλάκι» ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο χρειάζεται αναμόρφωση. Είναι όμως ένα ερώτημα ποια οφείλει να είναι η κατεύθυνση της αλλαγής αυτής και με ποιο τρόπο αυτή θα πραγματοποιηθεί. Απαραίτητος είναι ένας ανοιχτός δημοκρατικός διάλογος που θα συμπεριλαμβάνει όλες τις φωνές και θα αφορά όλες τις μορφές οικογένειας και γονεϊκότητας. Τις προηγούμενες ημέρες η διαβούλευση ολοκληρώθηκε με πλήθος σχόλια και παρεμβάσεις στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Το επόμενο διάστημα αναμένονται εξελίξεις.