Του Ρούντι Ρινάλντι
Η επιλογή του Π. Παυλόπουλου δεν είναι πολιτική κίνηση δευτερεύουσας σημασίας ή απλά επικοινωνιακής φύσης, όπως αρκετές άλλες της πρόσφατης περιόδου. Αποτελεί πολιτική επιλογή που ανιχνεύει στοιχεία πραγματικού συσχετισμού και στρατηγικών επιλογών.
Η συγκυρία είναι πυκνή και φέρνει στην επιφάνεια με ορμητικό τρόπο αδυναμίες και αντιφάσεις που δεν εντάσσονται εύκολα σε έναν σχεδιασμό – αν υποτεθεί ότι υπάρχει ακριβώς τέτοιος σε επιτελικό επίπεδο. Κάποιες επιλογές, όμως, μοιάζουν να είχαν δρομολογηθεί σαν σχέδια και σενάρια κινήσεων από την προηγούμενη περίοδο που οι σημερινοί συσχετισμοί τα επιβάλλουν ή τα αναπροσαρμόζουν.
Πριν από λίγα χρόνια, το να υπάρχει μια κυβέρνηση κυρίως της Αριστεράς, θα ήταν όνειρο θερινής νύχτας αλλά και η συνεργασία με ένα κόμμα του δεξιού χώρου, θα ήταν ανεπίτρεπτο εγχείρημα. Κι όμως, η μνημονιακή πραγματικότητα και το σάπισμα του παλιού πολιτικού κόσμου δημιούργησαν αυτήν τη δυνατότητα. Η γρήγορη επιλογή του Αλ. Τσίπρα να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, χαρακτηρίστηκε θετική κίνηση και έδωσε ώθηση σε πρωτοβουλίες για κινήσεις που ήταν άμεσα αναγκαίες.
Η συγκατοίκηση
Από την άλλη μεριά, η επιλογή «πρωθυπουργός από την Αριστερά – Πρόεδρος από τον κεντροδεξιό χώρο», δεν επιβλήθηκε από τις περιστάσεις, δεν αφορά έθιμα και «σαβουάρ βιβρ» του πολιτικού κόσμου, ούτε και δημιούργησε κάποια ανάταση. Ορισμένοι σύνδεσαν την επιλογή αυτή με την πορεία της διαπραγμάτευσης, αλλά ούτε εκεί βρίσκεται όλη η αλήθεια, παρόλο που εμπεριείχε μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.
Στις συνθήκες που έχει βρεθεί η χώρα, δεν μπορείς να κυβερνήσεις απλά με ένα 35%, ούτε ως μονοκομματική κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και πάλι δεν θα μπορούσε εύκολα να σταθεί σε τέτοια κατάσταση και έχοντας ανοιχτό ένα διπλό μέτωπο, εσωτερικά το τρίγωνο της διαπλοκής και εξωτερικά τους «δανειστές».
Η συγκυρία βγάζει, λοιπόν, στην επιφάνεια, αντιφατικά και ορμητικά, την ανάγκη να συμπτυχθεί ένα ευρύτατο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων που θα ενώνονταν στη βάση στόχων που απαιτεί η πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδος της χώρας. Το αίτημα για «μέτωπο» που πλανήθηκε αλλά δεν υπηρετήθηκε από κανέναν ουσιαστικά στη διετία 2010-2012, μια τέτοια ανάγκη έφερνε στο προσκήνιο, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες δεν φάνηκαν έτοιμες μπροστά στο καθήκον αυτό.
Σήμερα, γίνεται όλο και πιο φανερό πως δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με ό,τι εκφράζει ο Σόιμπλε και η ευρωκρατία, είτε από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, είτε από μια συγκυβέρνηση, στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση στην ανάγκη εθνικής πολιτικής. Με την έννοια της δυνατότητας να στηριχθεί ένα σχέδιο προοδευτικής ανασυγκρότησης και ανόρθωσης της χώρας, τέτοιο που να υπερβαίνει το καθεστώς δανεισμού.
Η εκλογή Παυλόπουλου επιχειρείται, λοιπόν, να συνδεθεί με το γεγονός της ανάγκης σύγκλισης ευρύτερων δυνάμεων για να ασκηθεί μια τουλάχιστον αξιοπρεπής ανορθωτική πολιτική για την χώρα.
Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν, βέβαια, λίγο πιο βεβαρημένος: Κεντροδεξιό μεν πρόσωπο αλλά όχι απαλλαγμένο από σχέσεις με τη διαπλοκή και με ειδικές σχέσεις με τον υπερατλαντικό παράγοντα. Η επιλογή Αβραμόπουλου σχεδιάστηκε ως επιλογή για ένα δυσμενέστερο συσχετισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα για την περίπτωση συγκυβέρνησης με το Ποτάμι και όχι με 149 βουλευτές και τους ΑΝΕΛ. Οι αντιδράσεις που υπήρξαν προς το πρόσωπο του Αβραμόπουλου βάρυναν ώστε να γίνει αυτόματα η επιλογή Παυλόπουλου, χωρίς να τροποποιηθεί ο σχεδιασμός για κεντροδεξιό Πρόεδρο.
«Προωθητικός συμβιβασμός»
Αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, μπήκε σε εφαρμογή η πολιτική του «προωθητικού συμβιβασμού» σαν εξάρτημα της «τεχνοπολιτικής» και όχι σαν στοιχείο δυναμικής ανάγνωσης του συσχετισμού δυνάμεων. Εσωτερικά, όλες οι προσπάθειες συγκεντρώθηκαν στην μη εκλογή Προέδρου και την άμεση πρόκληση εκλογών. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στην ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου, να προβληθούν μεγάλες αλλαγές ανόρθωσης και διεξόδου της χώρας, στην οικονομία, το πολιτικό επίπεδο, την κοινωνική συνείδηση.
Η ορμή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης δημιούργησε προσδοκίες και η φθορά των Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, μαζί με τα αλλεπάλληλα λάθη τους, έκαναν την υπόλοιπη δουλειά. Βεβαίως, δεν πάρθηκε όσο θα έπρεπε υπ’ όψιν η παγίδευση που μεθόδευσαν οι ευρωκράτες, σε συνεργασία με το εδώ πειθήνιο πολιτικό προσωπικό τους, και κακώς εκτιμήθηκε πως μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους θα ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση.
Οι οπισθοχωρήσεις που έχουν γίνει μέσα σε 25 μέρες επιβεβαιώνουν ότι άλλα λογαριάζονταν ως εφικτά κι άλλα δρομολογήθηκαν. Οι ευρωκράτες προχωρούσαν με την πολιτική των κανονιοφόρων, ενώ εδώ επικρατούσε η ζάλη της ιστορικής νίκης. Ωστόσο, ήταν αρκετά δυο τρία «όχι» για να δημιουργηθεί μια ανάταση στους Έλληνες, ανεξάρτητα από το τι είχαν ψηφίσει, να ξανάρθει το χαμόγελο και να γεμίσουν ξανά οι πλατείες όταν φάνηκε να υπάρχει σοβαρός λόγος και όροι ακηδεμόνευτης έκφρασης.
Η δυνατότητα εφαρμογής ενός ρεαλιστικού άμεσου σχεδίου φιλολαϊκής πολιτικής που θα δυνάμωνε ένα, εφικτό να οικοδομηθεί, εθνικό-λαϊκό μπλοκ, ήρθε αντιμέτωπη με την παγίδευση της ευρωκρατίας και την έλλειψη σοβαρών όρων για την προώθησή του. Αυτό, όμως, έπρεπε να είχε προβλεφθεί και να είχε σχεδιαστεί μια αντιμετώπισή του.
Εθνική σύγκλιση;
Η κίνηση προς τον κεντροδεξιό χώρο, επομένως, εμφανίζεται σαν αναγκαστική μόνο επειδή εξακολουθεί να μη διαβάζεται σωστά η δυναμική του συσχετισμού και το πού θέλει να οδηγήσει η ευρωκρατία: Αν όχι στην πτώση της κυβέρνησης, στον εγκλωβισμό της σε μια μορφή μνημονιακής πολιτικής και συνδιαχείρισης της πολιτικής εξουσίας με τις μνημονιακές δυνάμεις.
Αν αυτό, όπως και η δυναμική και ορμή που είχαν δημιουργήσει τα πρώτα «όχι», εκτιμούνταν καθαρά, θα γίνονταν η επιλογή αντιμνημονιακού Προέδρου, ώστε να έμενε ανοικτός ο δίαυλος «συνομιλίας» με το λαό και τις πλατείες, ώστε ακόμα κι αν χρειάζονταν υποχωρήσεις, να μην βρισκόταν κανείς περικυκλωμένος από αχρείαστους «σύμμαχους».
Με άλλα λόγια: Αν θεωρήσουμε αναγκαία μια εθνική σύγκλιση για να αντιμετωπιστεί ο στραγγαλισμός που μεθόδευαν οι ευρωκράτες, αυτή έπρεπε να γίνει με όρους που να μην παγώνει ο λαϊκός παράγοντας. Οι κινήσεις των τελευταίων ημερών (συμπεριλαμβανομένης της προεδρίας) δείχνουν ότι ενώ βοούσε αυτή η ανάγκη, έγιναν όλα τα βήματα προς το πάγωμα του κόσμου, με μοναδικό όφελος το κέρδισμα (αν επιτευχθεί) λίγου χρόνου.
Είναι τέτοιοι, όμως, οι όροι που κερδίζεται ο χρόνος που τείνει να ακυρωθεί το πρόγραμμα. Και να αρχίσει να ανασυντάσσεται το μνημονιακό στρατόπεδο, μόλις του δοθούν οι πρώτες ευκαιρίες πολιτικής παρέμβασης. Επομένως, το δεύτερο βήμα του εγκλωβισμού θα είναι η «εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης», η «εθνική συνεννόηση», το «συμβούλιο αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο» και, γιατί όχι, μία κυβέρνηση πολυκομματικής συνεννόησης.
Αν δεν προκύπτει καθαρά από τα παραπάνω η θέση, ας ανακεφαλαιώσουμε: Η επιλογή Προέδρου δεν βασίζεται σε σωστή ανάγνωση του πραγματικού συσχετισμού και των δυναμικών που αυτός εμπεριέχει. Η εθνική ενότητα είναι αναγκαία αλλά σε πλήρη σύμπνοια με την απαίτηση απαλλαγής από τον παλιό μνημονιακό πολιτικό κόσμο. Η κοινωνία όχι μόνο είναι ώριμη να αποδεχθεί τον αποκλεισμό των υπαίτιων της καταστροφής, αλλά και η δυναμική της θα ωθούνταν ακόμα περισσότερο από μια τέτοια επιλογή. Αντίθετα, το στοιχείο της «εθνικής ενότητας» και συναίνεσης δρομολογείται με περιεχόμενο που δίνει σανίδα σωτηρίας στο παλιό πολιτικό σύστημα και δημιουργεί όρους, τόσο για την παλινόρθωσή του, όσο και για την περαιτέρω παγίδευση μιας πολιτικής διεξόδου.
Υπάρχει διέξοδος; Βεβαίως. Σε άλλες ράγες από την υποχωρητικότητα και την επιστροφή στην «κανονικότητα». Στη χάραξη μιας ανορθωτικής πολιτικής με σαφή πρωταγωνιστικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Αυτό, όμως, επιβάλλει όλη την αλήθεια στο λαό, τολμηρό πατριωτικό και κοινωνικό κάλεσμά για να μείνει όρθια και περήφανη η χώρα, βγάζοντας τις θηλιές της κυνικής ευρωκρατίας.
Κοινώς, εδώ που φτάνουμε δεν υπάρχει «αμοιβαία επωφελής συμφωνία» με τους δανειστές. Υπάρχει αποτίναξη του ζυγού, αποφυγή του στραγγαλισμού, αλλαγή άμεσα της πολιτικής. Αλλιώτικα διατυπωμένο: Να μπει άμεσα η πολιτική στο τιμόνι: Η χώρα και ο λαός δεν υποτάσσονται στους ευρωκράτες. Φωνή και έκφραση στον λαό. Προσφυγή σε αυτόν και προετοιμασία για περήφανη εθνική ανορθωτική πολιτική.
* Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ