Ευρώπη σε νουάρ αντικομμουνιστικές αποχρώσεις.
Στις 8 Ιουνίου η πολωνική κυβέρνηση εφάρμοσε μια τροπολογία στον Ποινικό Κώδικα της χώρας που ποινικοποιεί τη διάδοση του «κομμουνιστικού συμβολισμού». Όποιος «παράγει, απαθανατίζει, εισάγει, αποθηκεύει, κατέχει, εκθέτει, φέρει ή στέλνει κάποιο έκτυπο, ηχογράφηση ή άλλο αντικείμενο» που φέρει «κομμουνιστικό ή άλλο ολοκληρωτικό συμβολισμό» θα τιμωρείται με φυλάκιση έως και δύο ετών.Στα οριζόμενα ως αντικείμενα-φορείς συμβολισμού δεν συγκαταλέγονται απλώς το σφυροδρέπανο που αποτελεί το κλασικό κομμουνιστικό σύμβολο, αλλά και το κόκκινο αστέρι που αποτελεί σύμβολο πολλών σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων σε όλο τον κόσμο. Και σύμφωνα με επεξηγηματικές δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων διαφαίνεται η πιθανότητα να επεκταθεί η απαγόρευση και σε άλλα σύμβολα και εικόνες, όπως ο Λένιν ή ο Τσε Γκεβάρα ή άλλες απεικονίσεις που εμφανίζονται σε αφίσες, μπλουζάκια, τετράδια, βιβλία, κ.λπ. Ήταν βέβαιο πως η Πολωνία θα ακολουθούσε αυτού του είδους την αντικομμουνιστική πρακτική που εμφανίστηκε, με παρόμοιους νόμους, σε όλη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Απαγορεύσεις κομμουνιστικών συμβόλων υπάρχουν ήδη στην Ουγγαρία και τη Λιθουανία και απόπειρες έχουν γίνει στη Σλοβακία και σε άλλες χώρες, ενώ στην Τσεχία η Κομμουνιστική Νεολαία τέθηκε εκτός νόμου το 2007, επειδή υποστήριζε τη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ανάλογες απόπειρες έγιναν για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βοημίας και της Μοραβίας, ένα κόμμα με επιρροή και σημαντική δύναμη στο Κοινοβούλιο.
Αντί να κρίνει κανείς απ’ «έξω», ίσως έχει μεγαλύτερη αξία να δει πώς κρίνει κάποιος εκ των ένδον τις ανομολόγητες προθέσεις. Λέει, λοιπόν, ο Τσέχος Μάρεκ Σέκαρ, σε άρθρο του Οκτωβρίου του 2009 στο Res Publica Nowa: «Με τον αντικομμουνισμό εννοώ ορισμένες τάσεις μεταξύ των Τσέχων πολιτικών που συχνά υιοθετούνται από κύκλους των διανοουμένων. Οι επανειλημμένες και συνήθως ανούσιες αναφορές για το κομμουνιστικό παρελθόν έχουν γίνει συρμός, ένα φτηνό, εύκολο και ανέξοδα χρησιμοποιούμενο μέσο πολιτικής διαπάλης, ένα ανορθολογικό επιχείρημα, ένα τέχνασμα που μας αποσπά από τα πραγματικά προβλήματα». Και αλλού: «Τα βασικά προβλήματα της τσέχικης πολιτικής και κοινωνικής ζωής είναι καρπός των τελευταίων δύο δεκαετιών, παρά μιας προηγούμενης φάσης». Αν όμως αυτή η προσπάθεια καταπίεσης, λογοκρισίας, στέρησης δημοκρατικών ελευθεριών, που συνοψίζεται στον αντικομμουνισμό, περιοριζόταν στις πρώην ανατολικές χώρες, ίσως θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια παθογένεια αυτών των βάρβαρων παλινορθωμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Όμως, το 2006 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε ένα ψήφισμα που επιχειρούσε να καταδικάσει τον κομμουνισμό ως «ολοκληρωτική» ιδεολογία.
Οι ομιλητές αποκήρυξαν την ύπαρξη «μνημείων, ονομάτων οδών και άλλων εξωτερικών συμβόλων που συνδέονται με την ιστορία του κομμουνισμού», κάλεσαν επίσης τα πρώην Κομμουνιστικά Κόμματα να αναθεωρήσουν και να καταδικάσουν την ιστορία τους.
Έτσι, και με ευρωπαϊκή ενθάρρυνση, ο αντικομμουνισμός αξιοποιείται στις Βαλτικές χώρες για να επανασυγκροτηθούν ναζιστικές ομάδες. Στη Λετονία η Λεγεώνα των Βάφεν Ες-Ες παρελαύνει στους δρόμους της Ρίγας και Εσθονοί βουλευτές τίμησαν αυτούς που υπηρέτησαν το Τρίτο Ράιχ ως «αγωνιστές της ανεξαρτησίας». Ακολουθώντας τη συλλογιστική του Μ. Σέκαρ, δικαιούται κανείς να ρωτήσει: Είναι τυχαία η πρόσφατη ευρωπαϊκή καταφυγή στον αντικομμουνισμό και στην εξίσωση κομμουνισμού-ναζισμού τούτη την εποχή της ακραίας επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων ή μήπως επιχειρείται «ξέπλυμα» άλλων εγκλημάτων; Το πρότυπο, εξάλλου, το έχει δώσει ο αμερικανικός μακαρθισμός, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ως μηχανισμός πολιτικής καταστολής για την εξουδετέρωση της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, ενοχοποίησης όλων όσοι υποστήριζαν την ελευθερία του λόγου, των ιδεών και της πολιτικής δράσης και συντηρητικοποίησης όλης της κοινωνίας, αλλά και ως βάση αιτιολόγησης μιας εγκληματικής εξωτερικής πολιτικής, που εν ονόματι του αντικομμουνισμού υποστήριξε πραξικοπήματα, δικτατορίες και εξαπέλυσε πολέμους σε όλο τον κόσμο.
Τα εγκλήματα που συντελούνται τώρα είναι η εξόντωση των Ευρωπαίων εργαζομένων, της δημοκρατίας και οι νέοι πόλεμοι. Στο πολιτικό επίπεδο, αυτό εκφράζεται με μια βαθιά δεξιά μετατόπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος και ο αντικομμουνισμός αναδεικνύεται «νομοτελειακά» θα έλεγε κανείς σε μία από τις εκφάνσεις της.
Αρ.Α.
Αντί να κρίνει κανείς απ’ «έξω», ίσως έχει μεγαλύτερη αξία να δει πώς κρίνει κάποιος εκ των ένδον τις ανομολόγητες προθέσεις. Λέει, λοιπόν, ο Τσέχος Μάρεκ Σέκαρ, σε άρθρο του Οκτωβρίου του 2009 στο Res Publica Nowa: «Με τον αντικομμουνισμό εννοώ ορισμένες τάσεις μεταξύ των Τσέχων πολιτικών που συχνά υιοθετούνται από κύκλους των διανοουμένων. Οι επανειλημμένες και συνήθως ανούσιες αναφορές για το κομμουνιστικό παρελθόν έχουν γίνει συρμός, ένα φτηνό, εύκολο και ανέξοδα χρησιμοποιούμενο μέσο πολιτικής διαπάλης, ένα ανορθολογικό επιχείρημα, ένα τέχνασμα που μας αποσπά από τα πραγματικά προβλήματα». Και αλλού: «Τα βασικά προβλήματα της τσέχικης πολιτικής και κοινωνικής ζωής είναι καρπός των τελευταίων δύο δεκαετιών, παρά μιας προηγούμενης φάσης». Αν όμως αυτή η προσπάθεια καταπίεσης, λογοκρισίας, στέρησης δημοκρατικών ελευθεριών, που συνοψίζεται στον αντικομμουνισμό, περιοριζόταν στις πρώην ανατολικές χώρες, ίσως θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια παθογένεια αυτών των βάρβαρων παλινορθωμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Όμως, το 2006 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε ένα ψήφισμα που επιχειρούσε να καταδικάσει τον κομμουνισμό ως «ολοκληρωτική» ιδεολογία.
Οι ομιλητές αποκήρυξαν την ύπαρξη «μνημείων, ονομάτων οδών και άλλων εξωτερικών συμβόλων που συνδέονται με την ιστορία του κομμουνισμού», κάλεσαν επίσης τα πρώην Κομμουνιστικά Κόμματα να αναθεωρήσουν και να καταδικάσουν την ιστορία τους.
Έτσι, και με ευρωπαϊκή ενθάρρυνση, ο αντικομμουνισμός αξιοποιείται στις Βαλτικές χώρες για να επανασυγκροτηθούν ναζιστικές ομάδες. Στη Λετονία η Λεγεώνα των Βάφεν Ες-Ες παρελαύνει στους δρόμους της Ρίγας και Εσθονοί βουλευτές τίμησαν αυτούς που υπηρέτησαν το Τρίτο Ράιχ ως «αγωνιστές της ανεξαρτησίας». Ακολουθώντας τη συλλογιστική του Μ. Σέκαρ, δικαιούται κανείς να ρωτήσει: Είναι τυχαία η πρόσφατη ευρωπαϊκή καταφυγή στον αντικομμουνισμό και στην εξίσωση κομμουνισμού-ναζισμού τούτη την εποχή της ακραίας επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων ή μήπως επιχειρείται «ξέπλυμα» άλλων εγκλημάτων; Το πρότυπο, εξάλλου, το έχει δώσει ο αμερικανικός μακαρθισμός, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ως μηχανισμός πολιτικής καταστολής για την εξουδετέρωση της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, ενοχοποίησης όλων όσοι υποστήριζαν την ελευθερία του λόγου, των ιδεών και της πολιτικής δράσης και συντηρητικοποίησης όλης της κοινωνίας, αλλά και ως βάση αιτιολόγησης μιας εγκληματικής εξωτερικής πολιτικής, που εν ονόματι του αντικομμουνισμού υποστήριξε πραξικοπήματα, δικτατορίες και εξαπέλυσε πολέμους σε όλο τον κόσμο.
Τα εγκλήματα που συντελούνται τώρα είναι η εξόντωση των Ευρωπαίων εργαζομένων, της δημοκρατίας και οι νέοι πόλεμοι. Στο πολιτικό επίπεδο, αυτό εκφράζεται με μια βαθιά δεξιά μετατόπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος και ο αντικομμουνισμός αναδεικνύεται «νομοτελειακά» θα έλεγε κανείς σε μία από τις εκφάνσεις της.
Αρ.Α.
Σχόλια