Ο Έκτωρ Κακναβάτος, ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη -για την ακρίβεια μητρώνυμο της Μυτιληνιάς μάνας του Ζαχαρένιας Κακναβάτου-, υπήρξε από τους πιο σαφείς, δυναμικά (και ουσιαστικά) βροντώδεις -ενδεχομένως και λόγω του αρχικού ανεπιτυχούς, για λόγους πολιτικούς, προσανατολισμού του στις στρατιωτικές σχολές, συνεπείς και σημαντικούς συνεχιστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην ποίηση.

Ίσως το έργο του, που εκτείνεται σε 15 ποιητικές συλλογές, δοκίμια και μεταφράσεις ποιημάτων (κυρίως της Τζόις Μανσούρ, του συμβολιστή Marcel Schwob και του Julien Gracq), να είναι μια από τις χαρισματικότερες αποδείξεις: α) πως τα μαθηματικά έχουν, στην ουσία τους, ποίηση, β) πως ο υπερρεαλισμός απελευθερώνει πραγματικά το λόγο, τη φωνή, τη νόηση και γ) πως και τα δυο, μαθηματικά και υπερρεαλισμός, μπορούν με την τολμηρή συνδυαστική τους ακόμα και πραγμάτων φαινομενικά ασύμβατων μεταξύ τους, να καταργήσουν τ’ ασφυκτικά όρια της αριστοτέλειας λογικής και να (ξε)περάσουν, μέσω των μοχλών της ποίησης και των αποδεικτικών εργαλείων, το ανέφικτο, που συχνά δείχνει τα όρια των δυνατοτήτων μας. Άρα, το πρωταρχικό αίτημα του ανθρώπου παραμένει το άθλημα της γλώσσας/σκέψης που οδηγεί στις θεμιτές (ευκταίες) περιπέτειές μας, δηλαδή στις περιπέτειες του πνεύματος, άρα της συνείδησης και στην απελευθέρωσή μας. (Να σημειώσουμε πως όταν ο Κακναβάτος λέει «ήχο», «φωνή», εννοεί ποίημα). Τα παραπάνω αιτιολογούν (ερμηνεύουν) το έργο και τη ζωή του. Δίχως άλλα περιττά βιογραφικά συνοψίζουμε: Το πρώτο του βιβλίο Fuga (τυπωμένο στο Φάληρο, στο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου) μαζί με του Παπαδίτσα Το φρέαρ με τις φόρμιγγες, «εν μέσω Κατοχής το 1943 μπήκαν στη βιρτίνα του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκης με την ελληνική σημαία και τα πορτρέτα μας!» (συνέντευξη στον Μανδραγόρα, τχ.5, Δεκέμβριος 1994). Εξορίζεται τον Ιούλιο του 1947 στην Ικαρία και από κει στη Μακρόνησο. Απολύεται μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού (Σεπτέμβρης 1949). Για τις περιπέτειές του μας έλεγε στον Μανδραγόρα: «Δεν θέλω να κάνω τον ήρωα, εμπλακήκαμε απλώς στους τροχούς της ιστορίας». Για να προσθέσει: «Μετά τη Fuga έκανα 18 χρόνια να βγάλω νέα συλλογή (σ.σ. Διασπορά 1961). Εκδοτική σιωπή. Έλεγα, “εδώ τώρα θέλουμε χειροβομβίδες, δεν θέλουμε ποιήματα. Να μπούμε στις οργανώσεις”». Το ρόλο των διανοούμενων όπως και της τέχνης του, άλλωστε, όπου συνδυάζει ποίησημαθηματικά-φυσική-φιλοσοφία, εξακολουθεί να βλέπει ως πρωταγωνιστικό στην αρχιτεκτονική των συγκρούσεων, προκειμένου να υπάρξει προοπτική της (πραγματικής) ανατροπής μεγάλου βεληνεκούς, πέρα από τα όρια των -ισμών, που (απλώς) (ανα)παράγονται στο κοινωνικό γίγνεσθαι (Βραχέα και μακρά, 2005). Για τα επαγγελματικά του: «Δύο φορές είχα υποβάλει αίτηση στο υπουργείο Παιδείας για διορισμό και με πετάξανε με τις κλοτσιές. Το καλοκαίρι του ’58 ήμουν στην Ικαρία και βρίσκω έναν Συριανό:«Δεν έρχεσαι στη Σύρο ν’ ανοίξεις φροντιστήριο», μου λέει. « Έχουμε έναν απόφοιτο γυμνασίου που κάνει μαθήματα»! Κι έτσι, την περίοδο 1958-1962 βρέθηκα να εργάζομαι ως φροντιστής στη Σύρο». Για τη δημόσια «αναγνώριση» του έργου του, όπου ας σημειωθεί κρίθηκε άξιος μονάχα για β’ κρατικό βραβείο(!) για τη συλλογή του In perpetuum (1963): « Όπως και τότε, έτσι και σήμερα υπάρχουν μερικοί που νομίζουν ότι μπορούν να κατευθύνουν την κριτική κατά το γούστο τους. Καθώς βιάζονται να καθιερωθούν, καθηλώνονται, κάνουν αβαρίες, γίνονται οσφυοκάμπτες. Η τέχνη όμως θέλει τρέλα, επαναστατικότητα. Ουδέποτε μου κακοφάνηκε που με αγνοούσαν. Θα μπορούσα να βρω μηχανισμούς, και υπάρχουνε, από  πολύ καιρό, ώστε να έχω πάρει βραβεία. “Κάποτε θα καταλάβουν…”, έλεγα. Μη σώσουν και καταλάβουν!..» Τέλος, για τη μύηση και θητεία του στον υπερρεαλισμό: «Δεν μπαίνει κανείς εύκολα στο πεδίο της εμπειρίκειας έκφρασης χωρίς να βάλει σε δοκιμασία τις αντοχές του σε ό,τι αφορά τους δείχτες ευστάθειας των δομικών όρων του στοχασμού του, χωρίς να βάλει σε δοκιμασία την ικανότητα απορρόφησης των κραδασμών του ορθολογικού του πλέγματος όπου στοιχειώνουν, θα τις έλεγα, οι παράξενες περσόνες της υπερρεαλιστικής τόλμης». Μετά θάνατον, ο υπουργός Τουρισμού θα εκφράσει τη λύπη του, που δε ζει πλέον (γιατί τον νοιαζόταν, όσο ζούσε) ο Έκτωρ Κακναβάτος, για να τον αξιοποιήσει προφανώς ως αξιοθέατο στους Κινέζους επενδυτές. Ίσως να έστειλε μάλιστα (την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές) και τον ποιητή Χυτήρη στον Κόκκινο Μύλο μαζί με το σχετικό στεφάνι και κανένα μεταθανάτιο βραβείο. Αλλά πώς μπορούν τα ανοξείδωτα μυαλά γραφειοκρατών να καταλάβουν από στίχους: Εφεξής οι μέλισσες θ’ απομυζούν «γύρη» από λαμαρίνα, από υαλοβάμβακα, από σιλικόνη, από οξειδωμένη λογική;
Κώστας Κρεμμύδας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!