του Βασίλη Κεχαγιά
Ωραίος τίτλος, από τον Στράτο Κερσανίδη! «Τρανςιλβάνια μπλουζ». Διασχίζοντας την Τρανσιλβανία του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο συγγραφέας μοιάζει με έναν άποικο που κλαίει με λέξεις στις φυτείες του υπαρκτού σοσιαλισμού, για ό,τι ονειρεύτηκε, για ό,τι βίωσε. Πράγματι, η βιωμένη εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού αποτελεί ένα συλλεκτικό κομμάτι της μνήμης και ο Στράτος Κερσανίδης το εκμεταλλεύεται με το παραπάνω. Σα μια πολιτεία του αμερικανικού Νότου, η Κλουζ Ναπόκα, η πόλη των σπουδών, ξεχασμένη στο βορρά αυτή, με τους κατοίκους της να παρακολουθούν το καθημερινό ρήμαγμα της χώρας τους.
Μετά τον πρόεδρο Ντεζ, των πρώτων χρόνων του σοσιαλισμού, στον οποίο δόθηκε το συγχωροχάρτι της προσαρμογής, ακολούθησε ο Νικολάε Τσαουσέσκου (με την «απαραίτητη» σύζυγο Έλενα), που μετά από μια πρώτη περίοδο οικοδόμησης –καθόλα παραγωγική– εγκατέστησε το δικό του σταλινισμο: το αντίγραφο χείρον του πρωτότυπου. Ο Κερσανίδης μεταβαίνει στη Ρουμανία κατά τα τέλη του ‘70, από τις πρώτες ομάδες φοιτητών, προϊόν της πολιτιστικής ανταλλαγής των συμφωνιών Καραμανλή-Τσαουσέσκου. Βήμα-βήμα περνάει τα στάδια και τις δυσκολίες της πράξης, εγκλιματίζεται, προσαρμόζεται. Ανάλογα και στη γραφή του, δειλά στην αρχή, μάλλον τυπικά, μας πραγματοποιεί μια εισαγωγή στον κόσμο που πρόκειται να τον ρουφήξει, προσφέροντάς του στιγμές αλληλεγγύης –άρα γεμάτες από τη χαρά της συντροφικότητας–, απορίας και απογοήτευσης.
Εδώ ο συγγραφέας αρχίζει και μετατοπίζει το ύφος του σε κάτι που θα ονομάζαμε «υπαρξιακό, πολιτικό θρίλερ». Δίχως καμία προκατάληψη, ένας άνθρωπος με τις αρετές του «συντρόφου» (αυτό είναι, άλλωστε το προσωνύμιο του) και την απαιτούμενη ειλικρίνεια του κριτικού (αυτή είναι και η καταγωγική ενασχόλησή του) βάζει το εαυτό του σε ένα σάπιο σπίτι να το εξερευνά. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η αφήγηση της εξερεύνησης αυτού του χώρου, με πόρτες να τρίζουν, καδρόνια να πέφτουν, φαντάσματα της γραφειοκρατίας να εμφανίζονται. Κάθε δωμάτιο και μια αποκάλυψη πολιτικής συνειδητοποίησης.
Είναι εντυπωσιακός ο όγκος ντοκουμέντων, τον οποίον διαθέτει ο συγγραφέας για να στερεώσει την αφήγησή του. Αυθεντικοί λόγοι, τεκμηριώσεις για τους «άπιστους Θωμάδες», σωστή τοποθέτηση των οάσεων, καταμεσής μιας ερήμου. Η Ρουμανία της ματαιωμένης ανεξαρτησίας, του αποπληρωμένου χρέους, μετά από μια δεκαετία μαρτυρίου για τους κατοίκους της, κι εκεί που πήγε να ορθώσει κεφάλι, η καρμανιόλα του καπιταλισμού. Σε κάθε κεφάλαιο αγωνιάς –ναι, για ένα πολιτικού χαρακτήρα γεγονός, αγωνιάς γι’ αυτό– και στο τέλος αντί για την ανακούφιση έρχεται κάτι πιο δύσκολο, κάτι πιο βαρύ. Τα δελτία φαγητού παίρνουν τη μορφή επιβίωσης και οι οικονομικές συναλλαγές μια πράξη διαρκούς διαφθοράς, με χαρακτηριστικά καπιταλιστικού τρόμου, εν μέσω κομμουνισμού.
Πίσω, στα χρόνια του εμφύλιου
Μπορεί όλα τα παραπάνω να στοιχειοθετούν μια ιδιότυπη γραφή, ωστόσο, σε ένα δεύτερο κεφάλαιο ο Στράτος Κερσανίδης ανάβει ένα κεράκι στη μνήμη όλων τούτων που βρέθηκαν διωγμένοι από την πατρίδα τους, την Ελλάδα, γιατί την ονειρεύτηκαν καλύτερη, στα χρόνια του σαράντα. Βρέθηκαν να εισπράττουν το αντίτιμο των ονείρων τους στη Ρουμανία. Με κάθε τρόπο, αφού οι πλέον νοήμονες αντιλαμβάνονταν ότι δεν φτάνουν τα όνειρα, αλλά το πρακτικό ισόποσό τους. Για την ακρίβεια, ανάβει πολλά κεράκια, σα να περιγράφει μικρούς βίους αγίων, εξόριστων, ντόπιων, ανθρώπινων διασταυρώσεων, επιμειξιών, συναντήσεων. Οι παραπεταμένοι στη Ρουμανία Έλληνες του παραπετάσματος αντιλαμβάνονται ότι «για στραβός ειν’ ο γιαλός, για στραβά αρμενίζουμε» και αποφασίζουν ν’ αλλάξουν ρότα. Μετά από μια σειρά συγκρούσεων –κάπως σαν απόρροια των γεγονότων της Τασκένδης, στη δεκαετία του ‘50–, κάποιοι κομμουνιστές αποφασίζουν να κατεβάσουν από το Βουκουρέστι τη ντιρεκτίβα μιας νέας αριστεράς. Ήταν η στιγμή της διάσπασης και της ίδρυσης του ΚΚΕ εσωτερικού. Με αφετηρία τη 12η Ολομέλεια στο Βουκουρέστι, μπροστάρη τον γιατρό Κώστα Κολιγιάννη και τον Καβαλιώτη Γιώργο Τσαρουχά να κατεβάζει τη «γραμμή» από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ξεκίνησε η προσπάθεια. Στα διόδια δολοφονήθηκε ο Τσαρουχάς από την Ασφάλεια, αλλά η διαδρομή δεν τέλειωσε εκεί. Στάχτες και διαμάντια, όπως θα απαιτούσε η κινηματογραφική ορολογία.
Τέτοιες στάχτες συναντάει ο συγγραφέας σε ένα τρίτο κεφάλαιο, με έναν πραγματικό κατά συρροή δολοφόνο να δίνει μια κυριολεκτικά θριλερική διάσταση, παρακολουθώντας τα βήματά του. Έτσι, σιγά-σιγά εισάγεται στην αφήγηση ένας αστυνομικός επιθεωρητής, κάτι σαν Μονταλμπάν. Η γραφή αλλάζει ύφος, μεταλλάσσει τα πραγματικά γεγονότα σε φανταστικά και σχεδόν πειραματίζεται ευχάριστα. Το εγχείρημα σβήνει ομαλά, με «κάτι σαν επίλογο», όπως ευφυώς το βαφτίζει ο συγγραφέας, περιγράφοντας τη σύγχρονη Ρουμανία. Η άποψή του κουβαλάει, και πάλι, την ειλικρίνεια, φιλτραρισμένη από το χρόνο: «Το ταξίδι στον χρόνο και στο χώρο μέσα από προσωπικά βιώματα, ανθρώπινες ιστορίες, θρύλους, γεγονότα, ιδέες, αυταπάτες και μνήμες. Ένα ταξίδι γνώσης και αυτογνωσίας, που εξέπληξε κι εμένα τον ίδιο.
Πέρασαν πολλά χρόνια και άλλαξαν πολλά. Η Ρουμανία δεν είναι η χώρα που γνώρισα, το καθεστώς κατέρρευσε και πέρασε από την «κομμουνιστική» δικτατορία στη σύγχρονη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία και από τη σοσιαλιστική οικονομία στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς, στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμού. Συνήθειες, νοοτροπίες και πρακτικές δεκαετιών άλλαξαν ξαφνικά. Κάτι που δεν συνέβη με «βελούδινο» τρόπο, όπως σε άλλες περιπτώσεις, αλλά μέσα από την αγριότητα μιας εξέγερσης η οποία σε όσους και όσες ζήσαμε το καθεστώς Τσαουσέσκου δεν προξένησε καμία εντύπωση. Γιατί ήταν τόσο μεγάλο το συσσωρευμένο μίσος των ανθρώπων που η «βελούδινη» εκδοχή αποκλειόταν στην περίπτωση της Ρουμανίας. Όμως όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν η εξέγερση εναντίον ενός τυραννικού καθεστώτος, δεν είναι σωστό ούτε δίκαιο να μηδενίσουμε την προηγούμενη περίοδο. Είναι εύκολη η δαιμονοποίηση και η κριτική –«δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες– αλλά νομίζω ότι πιο χρήσιμη είναι η ψύχραιμη προσέγγιση, ιδίως τώρα που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον Δεκέμβριο του 1989».