Δύο πολύ χαρακτηριστικά των γενικότερων περιφερειακών τάσεων εκλογικά αποτελέσματα

Την Κυριακή, 23 Οκτωβρίου, δύο εκλογικές αναμετρήσεις και τα αποτελέσματά τους σηματοδότησαν τις τάσεις που αναπτύσσονται σε δύο περιοχές, μία του δυτικού και μία του ανατολικού ημισφαιρίου. Στην Τυνησία, όπου ύστερα από την επανάσταση του Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου και την εκδίωξη του δικτάτορα Μπεν Άλι, πρώτο κόμμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων ήρθε το ισλαμικό Ενάχντα, στην Αργεντινή η Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ σημείωσε σαρωτική νίκη επί των αντιπάλων της, λαμβάνοντας το 54% των ψήφων και εκλεγόμενη από τον πρώτο γύρο. Στην Τυνησία, την πρώτη χώρα της Αραβικής Άνοιξης, η εκλογική αναμέτρηση ανέδειξε πρώτους τους μετριοπαθείς Ισλαμιστές, που δεν είχαν παίξει εμφανή, οργανωμένο ρόλο στην επανάσταση, την οποία έφεραν σε πέρας κυρίως συνδικάτα βάσης, ανοργάνωτα λαϊκά στρώματα και νεολαία. Στην Αργεντινή, η Φερνάντες κατέκτησε μια δεύτερη θητεία με μεγάλη άνεση, γιατί ακολούθησε την ακριβώς αντίστροφη οικονομική πολιτική απ’ αυτή που θέλουν οι «αγορές» και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, όπως το ΔΝΤ.

Τυνησία: Η δύσκολη ισορροπία
Το ισλαμικό Ενάχντα ήρθε μεν πρώτο (40% ) αλλά απέχει πολύ από το να πλειοψηφεί στις 217 έδρες της συντακτικής συνέλευσης, όπου αριθμητικά υπερέχουν, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα (26/10), κοσμικά κόμματα, τα οποία θεωρούνται «πιο αριστερά» ή «κεντρώα» με βάση φιλελεύθερα κριτήρια. Ήδη από την Τρίτη διεξάγει συνομιλίες για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης ενός έτους. Μέσα σε ένα έτος, η συντακτική συνέλευση θα καταρτίσει το νέο σύνταγμα, βάσει του οποίου θα εκλεγούν ο νέος πρόεδρος, η Βουλή και η κυβέρνηση, και θα διορίσει έναν επίσης προσωρινό πρόεδρο. Θέση για την οποία προαλείφεται ο αρχηγός του κόμματος Ετακατόλ (Δημοκρατικό Κόμμα για την Εργασία και τις Ελευθερίες), Μουσταφά Μπεν Τζαφαάρ. Το ισλαμικό κόμμα έχει αναγγείλει ότι θεωρεί ως βασικούς συνεργάτες στο σχηματισμό κυβέρνησης το Ετακατόλ και το Κογκρέσο για τη Δημοκρατία, ένα συνασπισμό οργανώσεων δικαιωμάτων που συμμετείχε στην τυνησιακή επανάσταση, επικεφαλής του οποίου είναι ο Μονσέφ Μαρζούκι.
Το εντυπωσιακό στοιχείο των τυνησιακών εκλογών ήταν η αθρόα προσέλευση του κόσμου. Ψήφισε το 90% των εγγεγραμμένων (περίπου 4,5 εκατ.), έλαβαν μέρος πάνω από 100 κόμματα, με ένα σύστημα απόλυτα αναλογικό, στο οποίο ήταν υποχρεωτικό το 50% των υποψηφίων να είναι γυναίκες. Τις εκλογές παρακολούθησαν 5.000 διεθνείς παρατηρητές, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι διεξήχθησαν αμερόληπτα, αν και δεν έλειψαν κατηγορίες για εξαγορά ψήφων, που αφορούσαν ιδίως το Ενάχντα, ένα κόμμα με άφθονους πόρους, αλλά άδηλους χρηματοδότες. Στις εκλογές έλαβε μέρος και το κόμμα Αίτηση για Ειρήνη και Δημοκρατία (πήρε 4 έδρες στις μέχρι τις 26/10 καταμετρημένες) το οποίο στηρίζει ο εγκατεστημένος στο Λονδίνο εκατομμυριούχος Χ. Χαμντί που διατηρεί σχέσεις με τον ανατραπέντα δικτάτορα Μπεν Άλι.
Αυτού του είδους η εκλογική δημοκρατία έχει εγγενώς τη δυνατότητα να περιθωριοποιεί πολιτικά την πλειονότητα του πληθυσμού μέσω της ανάθεσης σε ως επί το πλείστον ανεξέλεγκτους εκπροσώπους και είναι δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς σ’ αυτές τις εκλογές το ριζοσπαστισμό που έδειξε ο τυνησιακός λαός στη διάρκεια της επανάστασής του. Η εκλογική διαδικασία ήταν πρωτόγνωρη για την Τυνησία, αφού ο μεν Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, ο πρώτος πρόεδρος μετά την ανεξαρτησία της χώρας από τη Γαλλία, το 1956, περιθωριοποίησε τους αντιπάλους του μέσω ενός μίγματος πολιτικά αυταρχικής, αλλά οικονομικά φιλολαϊκής πολιτικής και ο Μπεν Άλι (1987) σχεδόν τους εξόντωσε ή τους ανάγκασε να εξοριστούν, εφαρμόζοντας ένα σύστημα μοναδικού υποψηφίου προέδρου που λάμβανε, μέσω της καλλιέργειας του φόβου, το 99% των ψήφων, ενώ ταυτόχρονα με τη νεοφιλεύθερη πολιτική του επιδείνωσε στο έπακρο την κοινωνική αδικία. Η ευνοιοκρατία που δημιούργησε τις πλούσιες δυτικόφρονες/ κοσμικές ελίτ στα αστικά και τουριστικά κέντρα εις βάρος μιας μάζας πάμπτωχων χωρικών, ανέργων και υπερκεμεταλλευόμενων εργαζόμενων αποτέλεσε το κοινωνικό περιβάλλον της εκλογικής επιτυχίας του ισλαμικού κόμματος, τα στελέχη του οποίου εμπνέουν εμπιστοσύνη στην κοινωνία, γιατί είχαν διωχθεί και βασανιστεί.
Δεν έχουν περάσει παρά μόνο 19 χρόνια από το 1992 που στις εκλογές της Αλγερίας νίκησαν οι ισλαμιστές, ο στρατός ακύρωσε τα αποτελέσματα και ξέσπασε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, σήμερα στη γειτονική Τυνησία, όπου ο Μπεν Άλι ανατράπηκε με τη βοήθεια του στρατού, κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή ένα ισλαμικό κόμμα, ενώ στη γειτονική Λιβύη αναγγέλθηκε από το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο ότι θα εφαρμοστεί η σαρία. Η εποχή είναι διαφορετική, οι στρατιωτικοί που έπαιξαν τον κύριο ρόλο στην ανεξαρτησία των αραβικών κρατών έχουν διαφθαρεί και συμμαχήσει με τον πάλαι ποτέ εχθρό τους, τον ιμπεριαλισμό, έχουν μετατραπεί σε τμήμα μιας παρασιτικής πλουτοκρατίας, ενώ οι ισλαμιστές έχουν διδαχθεί ότι πρέπει να επιδεικνύουν μετριοπάθεια, αν θέλουν να κυβερνήσουν. Έτσι το Ενάχντα φρόντιζε μονίμως να διαμηνύει προς τους Δυτικούς ότι δεν πρόκειται να αντιταχθεί στις ξένες «επενδύσεις» και τον τουρισμό και ότι εμπνέεται από το κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν, ενώ στο εσωτερικό στήριξε την εκλογική του εκστρατεία στις φτωχές και υπανάπτυκτες περιοχές της χώρας, εκεί όπου ο Μ. Μπουαζίζι αυτοπυρπολήθηκε και άναψε την πρώτη φλόγα της επανάστασης, και στην κοινωνική αδικία.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ριάντ Μπεν Φαντχέλ (από το κόμμα Δημοκρατικός και Εκσυγχρονιστικός Πόλος-Humanite 26/10), το Ενάχντα υποβάθμισε τις αξίες της προόδου, σήκωσε τη σημαία της «αραβο-μουσουλμανικής ταυτότητας» και αρνήθηκε κάθε αντιπαράθεση στα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα. Ο Φαντχέλ αναφέρει επίσης ότι το Ενάχντα υποστηρίζεται και οικονομικά από τις μοναρχίες του Κόλπου και ιδίως από το Κατάρ.
Ένας χρόνος δεν είναι μικρό διάστημα και ασφαλώς μέσα στη συντακτική συνέλευση αλλά και στην κοινωνία η πάλη θα ενταθεί. Πάντως, μέχρι στιγμής, με βάση τα τεκταινόμενα στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Λιβύη φαίνεται ότι οι ισλαμικές δυνάμεις θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης φάσης αυτών των καθεστώτων και όχι προς όφελος των στόχων των επαναστάσεων – πολύ περισσότερο που αποτελούν αγωγούς για την εξάπλωση της επιρροής των αντιδραστικών καθεστώτων του Κόλπου.

Αργεντινή: Σόλο πτήση της Φερνάντες
Μ’ αυτό το σχόλιο-τίτλο αναφέρεται το αγγλικό περιοδικό Economist στη συντριπτική νίκη της Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ, η οποία άφησε πίσω της το δεύτερο υποψήφιο κατά 37 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της Αργεντινής. Το κόμμα της, Μέτωπο Νίκης, πήρε την πλειοψηφία στη Βουλή και 8 στους 9 κυβερνήτες της χώρας. Το μυστικό της Φερνάντες δεν είναι ότι κάνει καμιά επανάσταση, αλλά ότι δεν είναι το «πιστό σκυλί των αγορών» και έχει αποδείξει εμπράκτως ότι η μη υποταγή στο διεθνές οικονομικό κατεστημένο των αγορών και του ΔΝΤ όχι μόνο δεν φέρνει την καταστροφή, αλλά μπορεί να ευνοήσει μια οικονομία.
Δεν είναι τυχαίο που η ιστορία της Αργεντινής, τα τελευταία εννέα χρόνια, υποβαθμίζεται ή αποκρύπτεται από τη δημοσιότητα, ακριβώς γιατί αντιβαίνει στις πολιτικές που εφαρμόζει τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η Ουάσιγκτον.
Από το 2001, όταν κορυφώθηκε η οικονομική και κοινωνική κρίση στην Αργεντινή που τότε ακολουθούσε πιστά τις εντολές του ΔΝΤ και των ξένων δανειστών εφαρμόζοντας λιτότητα και περικοπές δαπανών, μέχρι τα τέλη του 2010, η φτώχεια μειώθηκε κατά τα 2/3 -από το 50% στο 14%- η ανεργία στο μισό, -από 16% στο 8%-, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 55,7%, οι κοινωνικές δαπάνες τριπλασιάστηκαν σε πραγματικούς όρους, η ψαλίδα ανάμεσα στο εισόδημα του πλουσιότερου και του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού μειώθηκε από 32 σε 17 φορές. Η βρεφική θνησιμότητα έπεσε από 17% σε 0,6%. Στο ίδιο διάστημα (2002-2011) το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Αργεντινής διπλασιάστηκε. Ο Μαξ Γουάισμπροτ, που παρακολουθεί την οικονομία της Αργεντινής, αναφέρει ότι σημειώθηκε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχών και όχι απλώς μείωση του εισοδήματος των πλούσιων.
Έπρεπε όμως να προηγηθεί μια αιματηρή εξέγερση του πληθυσμού (2001), να φύγουν κλοτσηδόν οι πολιτικοί που είχαν υιοθετήσει τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», να γίνει στάση πληρωμών προς τους δανειστές, να αποσυνδεθεί το πέσο από το δολάριο και να διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους. Ταυτόχρονα, η απόφαση της Φερνάντες να μην εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας ούτε να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό θυσιάζοντας την οικονομική μεγέθυνση έφερε αποτελέσματα παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-09, η οποία αρχικά επηρέασε την αργεντίνικη οικονομία.
Σήμερα η αργεντίνικη οικονομία σημειώνει παγκόσμια υψηλούς ρυθμούς (8% ανά έτος) μεγέθυνσης και μάλιστα σε πολύ αντίξοες διεθνείς συνθήκες. Τον Σεπτέμβριο ο Ομπάμα. π.χ., ανακοίνωσε ότι θα εναντιωθεί στον πολυμερή δανεισμό της Αργεντινής, κατ’ απαίτηση των «αρπακτικών κεφαλαίων».
Η Αργεντινή διέψευσε όλες τις οικονομικές ορθοδοξίες που κυκλοφορούν και στα καθ’ ημάς από δεκάδες «σοφούς» -ότι μια χώρα μπορεί να χαθεί χωρίς δανειακά κεφάλαια και άμεσες ξένες επενδύσεις και για να τα εξασφαλίσει πρέπει να ρίξει τον πληθυσμό της στη φτώχεια- μια οικονομική συνταγή που επιβάλλεται ως βασική πολιτική προτεραιότητα στις κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών και τώρα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Η σχετική βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των πιο φτωχών στρωμάτων και η διατήρηση της θέσης των πιο πλούσιων αστικών και επιχειρηματικών ελίτ μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος είναι το μίγμα που πέτυχε η Φερνάντες, αφού απαλλάχθηκε η χώρα από τον σφιχτό εναγκαλισμό των αγορών και του ΔΝΤ. Πόσο μπορεί να διατηρηθεί μια τέτοια κατάσταση ισορροπίας, ουδείς μπορεί να προβλέψει και το πού θα γείρει η πλάστιγγα θα εξαρτηθεί κυρίως από τα κοινωνικά και το εργατικό κίνημα και από τις γενικότερες εξελίξεις, οικονομικές και πολιτικές. Προς το παρόν, όμως, η Κριστίνα Φερνάντες, με αυτή την πολιτική, εξασφάλισε μία ακόμη θητεία εν χορδαίς και οργάνοις.

Αρ. Α.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!