Στο αντικομφορμιστικό πνεύμα του Μάρλον Μπράντο, που αρνούμενος το Όσκαρ για την ερμηνεία του στον «Νονό», το 1973, έστειλε στην τελετή απονομής μια Ινδιάνα καλλονή, να καταγγείλει τη συνεχιζόμενη ρατσιστική κακομεταχείριση των Ινδιάνων, από την κινηματογραφική βιομηχανία, ο ογδοντάρης πλέον Μάρτιν Σκορσέζε, στη νέα του ταινία «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού», παραθέτει κι αυτός άλλη μια σύγχρονη ιστορία γενοκτονίας Ινδιάνων. Βασισμένος στο ομώνυμο με την ταινία βιβλίο τού Ντέιβιντ Γκραν, μεταφέρει στο σινεμά τα πραγματικά γεγονότα μαζικών φόνων Ινδιάνων της Φυλής Όσεϊτζ, τη δεκαετία του 1920.

Η αποκάλυψη ότι στους τεράστιους χερσότοπους των Όσεϊτζ υπάρχει πετρέλαιο, προσέλκυσε μια στρατιά μέθυσων τυχοδιωκτών. Επιστρέφοντας από το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πόλεμου, ο Έρνεστ Μπέρκχαρτ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) φτάνει στο Φέρφαξ, για να δουλέψει σοφέρ στην φάρμα βοοειδών του ισχυρού στην περιοχή θείου του Ουίλιαμ Χέιλ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), που του εξηγεί πως ο γάμος με πλούσιες ινδιάνες εξασφαλίζει στους λευκούς δικαιώματα στη γη τους. Πολλές παντρεμένες ινδιάνες ωστόσο βρέθηκαν μυστηριωδώς νεκρές, με νόμιμους κληρονόμους τους λευκούς συζύγους. Ο Έρνεστ ερωτεύεται την εύπορη Ινδιάνα Μόλι (Λίλι Γκλάντστόουν), μια «έξυπνη επένδυση», σύμφωνα με τον θείο του, την οποία παντρεύεται και αποχτούν παιδιά. Σύντομα, πεθαίνουν οι αδερφές της και η μητέρα της, ενώ η Μόλι αρρωσταίνει. Και ενώ οι ανεξήγητοι θάνατοι διαρκώς πληθαίνουν, η συνέλευση του Ινδιάνικου Συμβουλίου αποφασίζει να στείλει αντιπρόσωπο στην Ουάσινγκτον. Η Μόλι προσλαμβάνει ιδιωτικό ντετέκτιβ, ο οποίος εξαφανίζεται, ενώ ο αντιπρόσωπος δολοφονείται. Σε βαθιά κατάθλιψη, η Μόλι ταξιδεύει ως την Ουάσινγκτον, καταγγέλλοντας ότι «τους σκοτώνουν για το πετρέλαιο». Η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία, ο Έρνεστ προετοιμάζεται για το μοιραίο, αλλά καταφθάνουν τα πρωτοπαλίκαρα του Χούβερ, από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Έρευνας, για να διερευνήσουν την κατάσταση. Γίνονται ανακρίσεις, συλλήψεις και δικαστήρια, αποκαλύπτοντας τη συνωμοσία.

Με πινελιές από τις μυστήριες ιστορίες της Αγκάθα Κρίστι, όπου οι δολοφονημένοι βρίσκονται διαδοχικά ένας-ένας, αυτή η μακάβρια ταινία, βουτηγμένη στην ειρωνεία και στο σαρκασμό, καταλήγει σε σαιξπηρικού τύπου δολοπλοκίες.

Μπρος στους άξεστους άρπαγες, οι Όσεϊτζ ματαιοπονούν να διατηρήσουν λαογραφικά έθιμα και ινδιάνικη διάλεκτο. Σε απόλυτη αρμονία με τη φύση, παρουσιάζονται εκλεπτυσμένοι, αλλά απαίδευτοι στην κοινωνική κακεντρέχεια, καταλήγοντας αλκοολικοί και καταθλιπτικοί. Ανίκανοι να αφομοιώσουν τη βαναυσότητα του κυνισμού, παρακολουθούν την εξόντωσή τους, ως θεατές. Οι  υφαντές ριγιέ χρωματιστές κουβέρτες με τις οποίες τυλίγονται, κάποια τελετουργικά – θάψιμο της πίπας, προσευχές στον ήλιο την αυγή- φαντάζουν αρχικά ενταγμένα στη νέα ζωή, ωστόσο καταλήγουν παράταιρες γραφικές απομιμήσεις μιας κουλτούρας, που ποδοπατήθηκε από ιερόσυλους κατακτητές. Η φράση της Μόλι «η κουβέρτα έγινε στόχος στην πλάτη μας» αναδεικνύει ανάγλυφα το κλίμα απειλής και καχυποψίας, με όλους τους λευκούς να θεωρούνται εν δυνάμει δολοφόνοι.

Χαρίζοντας άλλη μια εντυπωσιακή ερμηνεία, ο Ντι Κάπριο επικεντρώνεται στην έκφραση του προσώπου, προγναθικός, με τοξοτή προς τα κάτω καμπύλη στόματος και χτένισμα με χωρίστρα στη μέση, στα όρια γελοιότητας. Ευκολόπιστος και άβουλος, ο Έρνεστ γίνεται υποχείριο του δαιμόνιου Χέιλ, ο οποίος χειραγωγεί τους πάντες. Η σχέση μεταξύ κυρίαρχου-υποτακτικού θυμίζει το «The Master» (2012/Πολ Τόμας Άντερσον). Σε φόρμα, ο 82χρονος Ντε Νίρο αξιοποιεί την κωμική παρακαταθήκη του, με ιδιαίτερες γκριμάτσες στα όρια καρικατούρας, ενσαρκώνοντας τον χαρακτήρα ενός εγκληματικού ιθύνοντα νου. Την φεγγαροπρόσωπη Μόλι, προσωποιημένη ήρεμη δύναμη που αντιλαμβάνεται τα πάντα, λιγομίλητη, με συγκρατημένο λακωνικό χαμόγελο, την υποδύεται μια αυτόχθονη ινδιάνα.

Παρά το σαρκασμό, σαν άοσμο δηλητήριο, η ταινία παραμένει βαθιά τραγική. Ο κατάφορα ερωτευμένος αδαής Έρνεστ συμμετείχε στην εξολόθρευση της αγαπημένης του, αρνούμενος να αντιληφθεί το κακό που προκάλεσε.

Κρατώντας την ουσία, ο Σκορσέζε εικονοποιεί το γρήγορο πλουτισμό του αμερικάνικου ονείρου, δίνοντας το στίγμα της μετάλλαξης του καπιταλισμού στην εναρκτήρια σκηνή, με το χορό της «μαύρης βροχής» και τους Ινδιάνους να καταβρέχονται από τον πίδακα πετρελαίου, σκηνή που υπογραμμίζεται με αργή κίνηση. Επηρεασμένη από παλιότερες υπερπαραγωγές της εποποιίας, για την κατάκτηση της Δύσης, η εντυπωσιακή σκηνή της άφιξης του τρένου κινηματογραφείται από ψηλά με γερανό, θυμίζοντας την «Πύλη της Δύσεως» (1980/Μάικλ Τσιμίνο), ενώ καταγράφεται σε ενιαία λήψη το νέο εργατικό δυναμικό. Από ψηλά κινηματογραφούνται και οι αχανείς εκτάσεις, με πλήθος σπαρμένες μονάδες εξόρυξης πετρελαίου, παραπέμποντας και στον «Γίγα» (1956/Τζώρτζ Στίβενς). Στην επιμελημένη σκηνογραφικά και ενδυματολογικά ακριβή αυτή υπερπαραγωγή, αξιοποιήθηκε το υπάρχον αρχειακό και φωτογραφικό υλικό της εποχής, που στη συνοπτική παρουσίαση των Ινδιάνων που εξαμερικανίζονται, παρουσιάζεται μεταποιημένο με τους ηθοποιούς της ταινίας σε αντίστοιχες πόζες και ενδιάμεσους τίτλους, σαν βουβό σινεμά. Σημαντική είναι και η ένταξη των πραγματικών αρχειακών εικόνων, από τις σφαγές της Τούλσα, την πρώτη αιματηρή εκδήλωση της «λευκής ανωτερότητας» το 1921, που συμπληρώνεται στην ταινία με παρέλαση της Κου Κλουξ Κλαν.

Σε αιχμηρή σκηνοθετική σύλληψη, σήμα κατατεθέν του Σκορσέζε, εξαρχής γνωστοποιούνται στις ασπρόμαυρες εικόνες, οι διαδοχικοί «ανεξιχνίαστοι» φόνοι των Όσεϊτζ, μέσα από αλληλουχία γρήγορων κοφτών πλάνων. Αρχικά τους βλέπουμε σε καθημερινό στιγμιότυπο και στο αμέσως επόμενο πλάνο, παρατίθεται η νεκρική φωτογραφία τους. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης φροντίζει να αποκαλύψει επιπλέον λεπτομέρειες, που υποδεικνύουν πως πρόκειται για μαζικές δολοφονίες, στο πεδίο της εικόνας. Αντίστοιχα, όσο η Μόλι εμπιστεύεται τον Έρνεστ, τόσο η εικόνα μοιάζει να αποκαλύπτει το μερίδιο της εμπλοκής του, μέσα από κοφτά εμβόλιμα πλάνα, εντείνοντας σαρκασμό με το μοντάζ, που επιμελείται η 83χρονη Θέλμα Σουνμέικερ, μοντέρ του Σκορσέζε επί πέντε δεκαετίες.

Η χυδαιότητα της αποσιώπησης των πολλαπλών εγκλημάτων ξεμπροστιάζεται κυρίως μέσα από την εικόνα, καθώς ο Σκορσέζε επιχειρεί να αναδείξει ένα οφθαλμοφανές έγκλημα, τοποθετώντας το κυριολεκτικά σε κάποιες σκηνές στο πρώτο πλάνο, όπως ο πεσμένος απ’ το μεθύσι Ινδιάνος, ενώ πίσω του διακρίνονται ο Έρνεστ και ο Χέιλ. Χαρακτηριστική παραμένει η εικόνα με την Μόλι καθισμένη κάτω από την επικλινή στέγη της σοφίτας και τον Έρνεστ όρθιος μπροστά της, σε μια χιτσκοκική σχηματοποίηση του συσχετισμού ισχύος.

Την πρωτότυπη μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Καναδός Ρόμπι Ρόμπερτσον (1943-2023), τραγουδιστής των «The Band», που είχε καταγράψει ο Σκορσέζε στο «The Last Waltz» (1978). Οι μελωδίες μπλουζ ρυθμών, με κιθάρα και φυσαρμόνικα είναι γεμάτες από ινδιάνικες επιρροές στα κρουστά, όπως το ροκ στον πίδακα πετρελαίου. Το ρυθμικό μπάσο συνοδεύει κάθε μακάβριο βήμα προς το φόνο, υπογραμμίζοντας δραματικότητα και απειλή. Αντιθέτως, επιλέγονται διάσπαρτες μπλουζ, κάντρι, φολκ και ράγκτάιμ αυθεντικές μουσικές της εποχής, παρουσιάζοντας μια ανθολογία της αμερικάνικης μουσικής στις σκηνές των εξαμερικανισμένων Όσεϊτζ, ενώ συνδέονται με τα μέρη όπου συχνάζουν οι λευκοί.

Η αρχή των «ανανεωτικών» γουέστερν, που αμφισβήτησαν τις χολιγουντιανές παραγωγές του 1940, οφείλεται στη γενιά του ’60, με ταινίες όπως το «Μικρό μεγάλο ανθρωπάκι» (1970/Άρθουρ Πεν), ενώ πρόσφατα την επανεκκίνηση στα θέματα της γενοκτονίας των αυτοχθόνων έθεσαν ξανά στο επίκεντρο Μεξικανοί σκηνοθέτες, όπως στην «Επιστροφή» (2015/Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου). Ακολουθώντας αυτή την παράδοση, η νέα ταινία του Σκορσέζε περιέχει και αρκετές ομοιότητες με «Τα καλά παιδιά» (1990), με την άνοδο και πτώση του πρωταγωνιστή, που καταλήγει επίσης υπόδικος, αλλά και με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι διαδοχικοί φόνοι, σαν μαφιόζικες δολοφονίες. Αξιόλογος και ο συνοπτικός επίλογος σε μορφή ραδιοφωνικής εκπομπής, παραπέμποντας στο «Asteroid City» (2023/Γουές Άντερσον), ενώ ο ίδιος ο Σκορσέζε καταγράφεται να διαβάζει τη νεκρολογία της Μόλι στον τύπο, με τελική σκηνή σε πλάνο κάτοψης, το τελετουργικό με το ινδιάνικο ταμπούρλο, όπου χορεύουν ολόγυρα ινδιάνοι, ηθική δικαίωση στη μνήμη των δολοφονηθέντων.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!