του Κώστα Μελά*
1. Κατώτατος μισθός και ανεργία
Ένας καλός τρόπος για να εκτιμηθεί εάν ο κατώτατος μισθός μιας χώρας είναι υψηλός ή χαμηλός είναι να τον αποτιμήσουμε σε σχέση με τους υπόλοιπους μισθούς της χώρας. Έτσι, ο κατώτατος μισθός μιας χώρας μπορεί να εκφραστεί και να αποτιμηθεί ως αναλογία του μέσου ή του διάμεσου μισθού της χώρας. Βέβαια, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο κατώτατος μισθός της Ελλάδας μπορεί να ιδωθεί ως «χαμηλός» ή «υψηλός» σε σχέση με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες, αναλόγως με το αν συγκρίνουμε τον κατώτατο μισθό ως αναλογία του μέσου μισθού ή του διάμεσου μισθού.
Μεθοδολογικά, ο μέσος μισθός μιας χώρας είναι πιο αντιπροσωπευτικός του συνολικού κόστους εργασίας και της ανταγωνιστικότητας («κόστους») μιας χώρας, ενώ ο διάμεσος μισθός είναι πιο αντιπροσωπευτικός του επιπέδου διαβίωσης του μέσου εργαζόμενου μιας χώρας. Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στον κατώτατο μισθό ως διάσταση κόστους παραγωγής, είναι ορθότερο να τον συγκρίνουμε ως αναλογία του μέσου μισθού. Όταν αναφερόμαστε στον κατώτατο μισθό ως διάσταση κοινωνικής ευημερίας τότε είναι ορθότερο να εκφράζουμε ως αναλογία του διάμεσου μισθού.
Ο κατώτατος μισθός προφανώς επηρεάζει το κόστος εργασίας των πιο χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι το κόστος εργασίας δεν είναι συνάρτηση μόνο του μισθού αλλά και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των αμειβόμενων με τον κατώτατο μισθό, για τους οποίους σε πολλές χώρες ισχύουν πολιτικές μειωμένων εργοδοτικών εισφορών. Συνεπώς, είναι δυνατόν ο κατώτατος μισθός μιας χώρας να είναι ίσος με αυτόν μιας άλλης χώρας, αλλά το κόστος εργασίας της να είναι χαμηλότερο ή υψηλότερο για τις χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, ανάλογα με την ύπαρξη ή μη πολιτικής επιδότησης του μη μισθολογικού κόστους.
Ως προς τον μέσο μισθό, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα (στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2019) ανέρχεται στο 35,0% και είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και δεύτερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ –μόνο οι ΗΠΑ έχουν μικρότερο ποσοστό– ενώ ως προς τον διάμεσο μισθό ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται στο 48,0% και είναι από τους χαμηλότερους (5ος χαμηλότερος) μεταξύ των χωρών της ΕΕ και 9ος χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Επομένως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι υψηλός αλλά αντιθέτως αρκετά χαμηλός.
Ένας τρόπος λοιπόν για να εξετάσουμε εάν ο κατώτατος μισθός τείνει να αυξάνει την ανεργία είναι να εξετάσουμε εάν υπάρχει κάποια συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Βεβαίως μια απλή συσχέτιση δεν αποτελεί κατηγορηματική απόφανση αλλά όπως και να το κάνουμε είναι κάποια ένδειξη. Υπολογίσαμε λοιπόν το συντελεστή συσχέτισης μεταξύ του ποσοστού μεταβολής της ανεργίας και του αντίστοιχου ποσοστού μεταβολής του κατώτατου μισθού την περίοδο 2001-2017. Δηλαδή την περίοδο που η Ελλάδα βρίσκεται στο ευρώ. Ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει είναι αρνητικός (–0,458) και δεν είναι σημαντικός. Ο κατώτατος μισθός δεν φαίνεται να επηρεάζει την απασχόληση/ανεργία, παρά τις θεωρητικές αιτιάσεις περί του αντιθέτου. Ή, τουλάχιστον, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, στο πλαίσιο της οικονομικής αβεβαιότητας, ο κατώτατος μισθός δεν επηρεάζει την ανεργία όσο άλλες οικονομικές μεταβλητές και άλλες πολιτικές απασχόλησης. Το ύψος του κατώτατου μισθού και το επίπεδο ανεργίας της χώρας δεν φαίνεται, εκ του αποτελέσματος να συνδέονται ουσιαστικά μεταξύ τους. Με απλά λόγια, εκτιμάται ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει σχεδόν ουδέτερη συνεισφορά στο συνολικό μέγεθος της ανεργίας.
2. Κατώτατος μισθός και μοναδιαίο κόστος εργασίας
Υπάρχει διάχυτο στη σημερινή οικονομική συγκυρία το ερώτημα κατά πόσον η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει και πόσο το μοναδιαίο κόστος εργασίας (ΜΚΕ) που χρησιμοποιείται ευρέως ως δείκτης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το ερώτημα είναι σημαντικό αλλά οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν, έχω τη γνώμη, δεν μπορούν να τύχουν μιας αποφασιστικής θεμελίωσης. Ο λόγος είναι απλός: είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί μια μονοσήμαντη σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών, δεδομένου του πλήθους των παραγόντων που διαμεσολαβούν και καθορίζουν τελικά την εξέλιξη του ΜΚΕ. Εκτός των παραπάνω θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσουμε ορισμένες αδυναμίες του ΜΚΕ ως δείκτη ανταγωνιστικότητας.
Το ΜΚΕ εκτιμάται μέσω της ακόλουθης σχέσης: ΜΚΕ = w/π.
Όπου στον αριθμητή εμφανίζεται ο μοναδιαίος ονομαστικός μισθός (w), δηλαδή η αμοιβή που λαμβάνει ο μέσος εργαζόμενος ανά ώρα εργασίας και στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές. Από την άλλη, στον παρονομαστή της σχέσης εμφανίζεται η παραγωγικότητα της εργασίας.
Ο δείκτης που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση της παραγωγικότητας της εργασίας για μια ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως έτος) ορίζεται από το λόγο της προστιθέμενης αξίας (VA) προς την ποσότητα εργασίας (L) που παράγει την προστιθέμενη αξία: π = VA/L
Θα έπρεπε, τουλάχιστον ο κατώτατος μισθός να επιτρέπει στους Έλληνες πολίτες να βρίσκονται πάνω από το κατώφλι της φτώχειας, κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει
Η προστιθέμενη αξία συνιστά χρηματικό μέγεθος και συνήθως ανάγεται σε σταθερές τιμές ώστε να διαχωριστούν οι μεταβολές στο επίπεδο παραγωγής από τις μεταβολές στο επίπεδο των τιμών. Ως μέτρο της εργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες μεταβλητές, όπως οι εργατοώρες ή ο αριθμός των εργαζομένων. Η εργατοώρα αποτυπώνει πιο συγκεκριμένα την εργασιακή προσπάθεια που καταβάλλει ο εργαζόμενος για την παραγωγή μίας μονάδας προϊόντος. Όμως από την άλλη, η μέτρηση των ωρών εργασίας είναι τεχνικά πιο δύσκολη ενώ πολλές στατιστικές υπηρεσίες μόλις πρόσφατα πραγματοποίησαν τέτοιες εκτιμήσεις.
Η λογική του ΜΚΕ ως δείκτη ανταγωνιστικότητας είναι πως για να διατηρηθεί ανταγωνιστική μια οικονομία ο ρυθμός αύξησης (μείωσης) του ονομαστικού μισθού σε μια οικονομία θα πρέπει να είναι χαμηλότερος (υψηλότερος) από εκείνον της παραγωγικότητας. Με τον τρόπο αυτό το μέσο κόστος παραγωγής μειώνεται ώστε τα προϊόντα μιας χώρας να πωλούνται πιο φτηνά σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες. Πράγματι, το ΜΚΕ αποτελεί ένα από τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας, ενώ η ευκολία εκτίμησής του το καθιστά ελκυστικό μέτρο.
Ωστόσο, ενέχει και ορισμένες θεωρητικές και εμπειρικές αδυναμίες που πρέπει να επισημανθούν:
α) Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας αφορά μόνο την ανταγωνιστικότητα κόστους. Όμως η ουσία της ανταγωνιστικότητας είναι πιο σύνθετη, καθώς πέρα από το κόστος και την τιμή του προϊόντος εξαρτάται επίσης και από διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς παράγοντες. Επιπλέον, υπάρχουν έρευνες που προσδίδουν εμπειρική θεμελίωση στο «Παράδοξο του Kaldor», σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει μονοσήμαντη σχέση μεταξύ ΜΚΕ και ισορροπίας εμπορικού ισοζυγίου.
β) Το επιχείρημα του ΜΚΕ είναι μυωπικό καθώς ενέχει κυρίως βραχυχρόνιες επιπτώσεις, ενώ με έναν ανορθολογικό τρόπο επιβάλλει μικροοικονομική συμπεριφορά στη μακροοικονομία. Ειδικότερα, μια μείωση (αύξηση) του ΜΚΕ μπορεί πράγματι σε επίπεδο επιχείρησης να οδηγήσει σε μια μείωση (αύξηση) της τελικής τιμής ενός προϊόντος. Από την άλλη όμως, σε επίπεδο συνολικής οικονομίας, η μείωση (αύξηση) των ονομαστικών μισθών (με σταθερές τις τιμές) θα περιορίσει (αυξήσει) τις καταναλωτικές δαπάνες, που με τη σειρά της ενδεχομένως να οδηγήσει μέσω των πολλαπλασιαστών σε μείωση της εγχώριας παραγωγής. Ακόμη όμως και σε μικρο-ανάλυση, η μείωση του ΜΚΕ μπορεί να μην είναι αποτελεσματική στην περίπτωση που υπάρχουν ισχυρά ολιγοπώλια στους κλάδους εμπορεύσιμων αγαθών καθώς ένας περιορισμός του κόστους εργασίας οδηγεί σε μια αύξηση του περιθωρίου κέρδους παρά σε μια χαμηλότερη τιμή.
γ) Μια οικονομία που η ανταγωνιστικότητά της καθορίζεται μονοσήμαντα από το ύψος των ονομαστικών μισθών δεν έχει κάποιο κίνητρο ώστε να αναπτύξει τεχνικές εντάσεως κεφαλαίου που να εξοικονομούν ποσότητες εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος η οικονομία να βρεθεί σε μια παγίδα χαμηλής παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των αποκλίσεων με τις πιο προηγμένες τεχνολογικά οικονομίες.
Μετά τα παραπάνω ας επανέλθουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα που μας απασχολεί, το οποίο συνίσταται στο κατά πόσον η μεταβολή του κατώτατου μισθού επιδρά στη μεταβολή του ΜΚΕ.
Ένας τρόπος λοιπόν για να εξετάσουμε εάν ο κατώτατος μισθός τείνει στο να επιδρά στο ΜΚΕ είναι να εξετάσουμε εάν υπάρχει κάποια συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Βεβαίως μια απλή συσχέτιση δεν αποτελεί κατηγορηματική απόφανση αλλά όπως και να το κάνουμε είναι κάποια ένδειξη. Υπολογίσαμε λοιπόν το συντελεστή συσχέτισης μεταξύ του ποσοστού μεταβολής του κατώτατου μισθού και του αντίστοιχου ποσοστού μεταβολής του ΜΚΕ την περίοδο 2001-2017. Δηλαδή την περίοδο που η Ελλάδα βρίσκεται στο ευρώ.
Ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει είναι θετικός (+0,506) και είναι οριακά σημαντικός. Διαπιστώνεται επομένως μια (με όλες τις επιφυλάξεις μεθοδολογικού χαρακτήρα) μικρή θετική επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού στην αύξηση του ΜΚΕ. Θα υποστηρίζαμε με απλά λόγια ότι ο κατώτατος μισθός φαίνεται ότι δεν επηρεάζει το ΜΚΕ όσο άλλες οικονομικές μεταβλητές και άλλες ενεργητικές πολιτικές που στοχεύουν στη μεταβολή της παραγωγικότητας.
3. Κατώτατος μισθός και φτώχεια
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται δε στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.195 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 16.147 ευρώ. Το 2019 το 17,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας.
Ως προς τον μέσο μισθό, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα (στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2019) ανέρχεται στο 35,0% και είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και δεύτερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ ως προς τον διάμεσο μισθό ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται στο 48,0% και είναι από τους χαμηλότερους (5ος χαμηλότερος) μεταξύ των χωρών της ΕΕ και 9ος χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 698.454 σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.881.600 στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,4% ενώ μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,9%.
Θα έπρεπε, τουλάχιστον ο κατώτατος μισθός να επιτρέπει στους Έλληνες πολίτες να βρίσκονται πάνω από το κατώφλι της φτώχειας, κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει. Άρα τίθεται ένα επιπλέον ζήτημα που άπτεται της αύξησης του κατώτατου μισθού.
4. Η πρόταση του ΙΟΒΕ
Η 30η Ιουνίου είναι η καταληκτική ημερομηνία για τον καθορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού για το 2021.
Στην επιτροπή διαβούλευσης έχουν υποβάλει τις προτάσεις τους οι αρμόδιοι φορείς, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΚΕΠΕ, το ΙΟΒΕ καθώς και τα ινστιτούτα εργασίας των ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΕ και ΣΕΤΕ, ώστε στη συνέχεια το ΚΕΠΕ μαζί με μια 5μελή επιτροπή να καταρτίσουν το πόρισμά τους. Αυτό θα σταλεί στο υπουργείο Εργασίας, χωρίς να είναι δεσμευτικό.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η πρόταση του ΙΟΒΕ, (Επιστημονικός Σύμβουλος των Βιομηχάνων) δίνει προτεραιότητα στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στην προώθηση μέτρων μόνιμης διάρκειας στον τομέα της φορολογίας της εργασίας και στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και όχι στη ρητή ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον για το 2021.
Η μείωση των εισφορών εξυπακούεται ότι θα επιφέρει έμμεση αύξηση του ονομαστικού μισθού κατ’ αναλογία με τη μείωση των εισφορών. Αν π.χ. οι εισφορές μειωθούν κατά 2,0% (από 16,0% σε 14,0%) ο ονομαστικός μισθός θα αυξηθεί κατά 2,0%. Τα ασφαλιστικά ταμεία θα υποστούν μια αντίστοιχη μείωση των εσόδων τους.
Ρητός στόχος αυτής της πρότασης είναι η μείωση του συνολικού εργατικού κόστους (του μη μισθολογικού εν προκειμένω) που αποτελεί τη βασική συνιστώσα του κόστους παραγωγής του προϊόντος και απώτερος στόχος η μείωση των τιμών των παραγομένων προϊόντων έτσι ώστε να αυξηθούν οι πωλήσεις σε επίπεδο ικανό να καλύψει τις απώλειες από τη μείωση των τιμών και να επιφέρουν αύξηση των συνολικών εσόδων των επιχειρήσεων και επομένως και της ζήτησης και του εισοδήματος (ΑΕΠ).
Θα πρέπει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι η τιμή πώλησης του προϊόντος είναι ίση με το κόστος παραγωγής στο οποίο η επιχείρηση προσθέτει ένα markup (το ποσοστό κέρδους), το οποίο χρησιμεύει, εκτός από την κερδοφορία, και για την κάλυψη των υπολοίπων λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης.
Προσοχή τώρα, αν μειωθούν οι εισφορές κατά 2,0% και οι τιμές παραμείνουν σταθερές, οι επιχειρηματίες καρπώνονται τη μείωση των εισφορών. Αυτό λειτουργεί εις βάρος του προβλεπόμενου σχεδιασμού, με βάση τη θεωρία, για μείωση των τιμών, αύξηση των πωλήσεων κτλ.
Επειδή όμως άλλο η θεωρία και άλλο η πραγματικότητα γνωρίζουμε ότι στο πρόσφατο παρελθόν, την περίοδο 2011-2016 η μείωση του εργατικού κόστους κατά 27% περίπου (στον μεταποιητικό τομέα) δεν οδήγησε σε καμία μείωση των τιμών αλλά απλά σε αύξηση των κερδών! Ούτε βέβαια στην αύξηση των επενδύσεων!
Επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι πιθανότατα (για να μην πούμε με βεβαιότητα) κερδισμένοι θα είναι οι επιχειρηματίες εις βάρος βεβαίως των ασφαλιστικών ταμείων.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός