Περιμένοντας τους Ρόλινγκ Στόουνς
Περίμενα τους Στόουνς στο φουαγέ του Χίλτον. Το προηγούμενο βράδυ, είχαμε κατεβεί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, γιατί είχε διαδοθεί ότι οι Ρόλινγκ Στόουνς θα φτάσουν γύρω στα μεσάνυχτα. Είχαμε πάει με τα λεωφορεία από τις γειτονιές, γιατί κανένας τότε δεν είχε αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα, ξέροντας ότι, αν αργούσαμε να επιστρέψουμε, θα κάναμε τα δεκαέξι χιλιόμετρα ως το Σύνταγμα με τα πόδια. Λιγότερο ποδαρόδρομο θα έκαναν όσοι έμεναν στη Νέα Σμύρνη ή την Καλλιθέα, ενώ όσοι έμεναν σε Περιστέρι ή Ν. Ιωνία θα περπατούσαν μέχρι το πρωί!

Έξω από το αεροδρόμιο, μας περίμεναν οι αστυνομικοί, οι οποίοι, χωρίς αφορμές και προσχήματα, μας κυνήγησαν με τα γκλομπ και μας σκόρπισαν στη γύρω σκοτεινή περιοχή του Αγίου Κοσμά. Η μεγάλη ένταση ήταν προάγγελος του επερχόμενου πραξικοπήματος, που κανένας δεν είχε αντιληφθεί. Την επόμενη μέρα, διαβάζοντας στις πρωινές εφημερίδες ότι οι Στόουνς δεν έφτασαν τη νύχτα, πέρασα από το γραφείο του Μαστοράκη, που οργάνωνε τη συναυλία, και επειδή βοηθούσα μοιράζοντας φέιγ-βολάν, έμαθα ότι δεν είχαν φτάσει ακόμα και ότι θα έμεναν στο Χίλτον.
Τότε, αποφάσισα να στηθώ όλη μέρα στο ξενοδοχείο, για να τους δω από κοντά. Ντύθηκα όσο πιο σοβαρά μπορούσα, έκανα σκασιαρχείο από το σχολείο και με μια Κόντακ ινσταμάτικ, μπήκα στο Χίλτον και έπιασα μια ακριανή θεσούλα στο φουαγέ, για να μην τραβάω την προσοχή των υπαλλήλων.
Μια νεαρή ρεσεψιονίστ, που με ρώτησε γιατί περιμένω τόσες ώρες και στην οποία εξομολογήθηκα τον καημό μου, κάποια στιγμή μου έκανε νόημα ότι έρχονταν. Καθώς έφταναν οι λιμουζίνες, αναψοκοκκινισμένος, τραβούσα φωτογραφίες τα πρόσωπα που φαίνονταν από τα ανοιχτά παράθυρα κι ύστερα έτρεξα και στήθηκα μπροστά στο ασανσέρ, για να τους φωτογραφίζω καθώς πλησίαζαν.  Περισσότερη εντύπωση μου έκανε ο Κιθ Ρίτσαρντς (τότε τον προσφωνούσαμε χωρίς το τελικό -ς), ο κιθαρίστας. Μου φάνηκε πιο ροκ από τους άλλους. Ήταν πιο χίπικα ντυμένος, με ένα μαύρο πανωφόρι, με χαϊμαλιά στο στήθος, μπότες και ένα πελώριο ραδιόφωνο στον ώμο. Δεν κοντοστάθηκε για να μου ποζάρει, αλλά για μένα συμβόλιζε ό,τι πιο γνήσιο υπήρχε στο ροκ.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η συναυλία τελείωσε επεισοδιακά με την παρέμβαση της αστυνομίας, και ο Τύπος σύσσωμος, τις επόμενες μέρες, αποδοκίμαζε τους μακρυμάλληδες λέτσους, που είχαν μαγαρίσει το Χίλτον και προκαλέσει την αστυνομία στο γήπεδο της λεωφόρου.

Η ζωή του Ρίτσαρντς

Όταν έφτασα στο έκτο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο 1967, διάβαζα με την ελπίδα ότι θα έβρισκα κάτι για την επεισοδιακή συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς στην Αθήνα, παραμονές του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Αλλά δεν βρήκα τίποτα. Κρίμα το ξύλο και το κυνηγητό που φάγαμε για πάρτη τους, σκέφτηκα. Αλλά, συνεχίζοντας την ανάγνωση, γινόταν φανερό ότι ο Κιθ Ρίτσαρντς δεν επικεντρώνει την προσοχή του ούτε στην πολιτική ούτε σ’ αυτό που οι άλλοι θεωρούν σημαντικό. Η αφήγηση της ζωής του, στην 600 σελίδων αυτοβιογραφία του, που μόλις κυκλοφόρησε στο εξωτερικό με τίτλο Ζωή (Life, εκδ. Weidenfeld and Nicolson), περνάει μέσα από άλλα διανοητικά μονοπάτια και αξιολογεί διαφορετικά τα γεγονότα.
Με την ίδια λογική, η σφαγή ενός νεαρού μαύρου κατά τη διάρκεια της παράστασης των Στόουνς, στο Άλταμοντ της Καλιφόρνιας, το 1969, από τους Άγγελους της Κόλασης, που είχαν αναλάβει το σεκιούριτι της συναυλίας, δεν έχει τη σημασία που αποδόθηκε στο γεγονός από δημοσιογράφους και ιστορικούς του ροκ, σαν το τέλος της εποχής της αθωότητας. Καταλαμβάνει μόλις δύο σελίδες και θεωρείται συγκυριακό γεγονός, ενώ περιστατικά πολύ μικρότερης σημασίας για τον αναγνώστη παρουσιάζονται πολύ πιο διεξοδικά.
Η οπτική των «άλλων» δεν υπάρχει στην αφήγηση. Αυτό δεν μειώνει την αξία της αφήγησης, γιατί ο Κιθ περιορίζεται σε αυτά που θεωρεί ο ίδιος αξιόλογα και τον εμπνέουν να παίξει μουσική και να γράψει τα συγκεκριμένα τραγούδια, που ξέρουμε και αγαπάμε. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ο Ρίτσαρντς με τον Τζάγκερ, μαζί με το άλλο θρυλικό ντουέτο των Λένον-ΜακΚάρτνεϊ, καθόρισαν τις συντεταγμένες του βρετανικού ροκ μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο ανοίγει με την οικογενειακή του ζωή, με πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πλαίσιο της παιδικής ηλικίας του καλλιτέχνη, και κλείνει τρυφερά με το θάνατο της μητέρας του.

Η καλύτερη μπλουζ μπάντα στην Αγγλία

Στη μεταπολεμική Βρετανία, η ζωή στις λαϊκές γειτονιές του Λονδίνου είναι άχρωμη, και ο Κιθ δεν θέλει να ακολουθήσει τη ρουτίνα. «Τι θα κάνω;» αναρωτιέται. «Όλη μου τη ζωή θα συναρμολογώ ηλεκτρικές λάμπες σε μια γραμμή παραγωγής;» Αγαπάει την οικογένειά του, σέβεται τον πατέρα του, θαυμάζει τη μητέρα του, επηρεάζεται από τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τις πολυάριθμες θείες, αλλά δεν συγκινείται ούτε από την ενασχόλησή τους με την πολιτική (η μία γιαγιά γίνεται δήμαρχος, ο ένας παππούς είναι ριζοσπάστης σοσιαλιστής του Εργατικού Κόμματος) ούτε από τις έντιμες δουλειές τους στα εργοστάσια. Δεν θέλει να αλλάξει τον κόσμο -εξάλλου είναι πολύ μικρός γι’ αυτό- παρά μόνο τον τρόπο ζωής που του επιφυλάσσει ο περίγυρος.
«Μισούσα το σχολείο», γράφει. Συμμετέχει, όμως, στη σχολική χορωδία και ενθουσιάζεται τόσο πολύ με τον προσκοπισμό, που στήνει μια μικρή σκηνή στην αυλή του σπιτιού τους, για να ζει σαν πρόσκοπος, με αυτάρκεια και επινοητικότητα. Δεν μπορεί καν να αντιμετωπίσει τη βία που ασκούν πάνω του οι δυνατότεροι στο σχολείο και στη γειτονιά.
Η διέξοδος έρχεται μέσα από τη μουσική. Ακούγοντας το Ράδιο Λουξεμβούργο, μαγεύεται από τους θρύλους του μπλουζ και του ροκ εν ρολ και φλερτάρει με την κιθάρα, που έχει κρεμασμένη στον τοίχο ο παππούς Γκας, που έπαιζε βιολί. «Του οφείλω τόσα πολλά για την αγάπη μου στη μουσική». Μουσική, που έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τους Τσακ Μπέρι, Έντι Κόχραν, Μπάντι Χόλι, Φατς Ντόμινο, Τζον Λι Χούκερ, Μπ. Μπ. Κινγκ, Χόουλιν’ Γουλφ, Λιτλ Ρίτσαρντ, Τζέρι Λι Λιούις, Έλβις Πρίσλεϊ κ.ά. «Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ήταν το Long Tall Sally του Λιτλ Ρίτσαρντ. Φανταστικός δίσκος, μέχρι σήμερα».
Οι συλλέκτες δίσκων τζαζ και μπλουζ, μερικοί πρωτοπόροι μουσικοί, όπως ο Αλέξις Κόρνερ, πέντε-έξι κλαμπάκια και κάποιοι αυθεντικοί μπλούζμεν από το Σικάγο, που έχουν βρει καλύτερη υποδοχή στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην πατρίδα τους, αποτελούν τη βάση και το περιβάλλον στο οποίο προσπαθούν να ενταχθούν έφηβοι σαν τον Κιθ, που παίζουν μουσική, από τις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου με τάσεις φυγής από την οικογενειακή εστία και το υπαλληλίκι.
Ο Κιθ είναι τυχερός μες στην ατυχία του. Όταν αποβλήθηκε από το σχολείο του Ντάρτφορντ, χάρη στην παρέμβαση μιας δασκάλας μεταγράφεται σε ένα καλλιτεχνικό σχολείο, όπου φοιτούν παιδιά με ανησυχίες παρόμοιες με τις δικές του. Στην ευρύχωρη τουαλέτα του κολεγίου μαζεύονται και παίζουν μουσική, κάνοντας όνειρα.
Όλα αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κιθ σμίγει με τον Μικ Τζάγκερ, με τον οποίο γνωρίζονταν από τη γειτονιά, αλλά είχαν χαθεί όταν ο Μικ έγινε φοιτητής στο London School of Economics. Συναντιούνται τυχαία, το 1961, στο σιδηροδρομικό σταθμό, κρατώντας δισκάκια του Τσακ Μπέρι, και κολλάνε. Νοικιάζουν ένα άθλιο διαμέρισμα μαζί με τον Μπράιαν Τζόουνς και προσπαθούν, βάζοντας μέρα-νύχτα δίσκους στο πικάπ -«ό,τι έμαθα να παίζω το έμαθα ακούγοντας δίσκους», γράφει- να αντιγράψουν με ακρίβεια κομμάτια των Τζίμι Ριντ, Μάντι Γουότερς, Ρόμπερτ Τζόνσον, Μπο Ντίντλι και πολλών άλλων μουσικών, που παίζουν μπλουζ, ριθμ εντ μπλουζ και ροκ εν ρολ. Δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο, ούτε το σεξ ούτε καν το φαγητό. Ποθούν να φτιάξουν την καλύτερη μπλουζ μπάντα στην Αγγλία. «Θέλαμε να γίνουμε μαύροι», λέει.
Έτσι, το 1962, γεννιούνται οι Ρόλινγκ Στόουνς.
Ναρκωτικά, γυναίκες, ζώα και ταξίδια
Ο Ρίτσαρντς εξηγεί αναλυτικά πώς διαμορφώνει το παίξιμο και τον ήχο του, από ποιους επηρεάστηκε και ποιοι του έδειξαν ειδικά κουρδίσματα και τεχνικές παιξίματος που χρησιμοποιούσαν οι μπλουζίστες. «Ο Ρόμπερτ Τζόνσον ήταν ένας άνθρωπος, αλλά έπαιζε σαν ολόκληρη ορχήστρα. Πώς μπορούσε να το κάνει αυτό;»
Και πιστεύει ότι η τεχνολογία έκανε κακό στο ροκ. «Η ιδέα του διαχωρισμού των μουσικών είναι το πλήρες αντίθετο του ροκ εν ρολ, το οποίο είναι μια παρέα ανθρώπων, σε ένα δωμάτιο, που φτιάχνουν έναν ήχο και τον ηχογραφούν. Είναι ο ήχος που δημιουργούν μαζί, όχι ξεχωριστά. Αυτή η μυθική κουράδα για το στέρεο και την υψηλή τεχνολογία και το Dolby είναι εντελώς αντίθετη με την ουσία της μουσικής».
Σε όλο το βιβλίο, ο Κιθ αναφέρει το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν ορισμένοι άνθρωποι στη ζωή και την καριέρα του, όπως η μάνατζερ του Τζέιν Ρόουζ, και ο πιανίστας Ίαν Στιούαρτ, στον οποίο αποδίδει τη δημιουργία των Στόουνς. Μιλάει και για πολλούς άλλους καλλιτέχνες που γουστάρει, όπως οι Ρον Γουντ, Τζον Λένον, Τζακ Νίτσε, Μπομπ Κιζ, Τομ Γουέιτς, Στιβ Τζόρνταν, Γουίλι Νέλσον, Έτα Τζέιμς κ.ά., αλλά και παραγωγούς και ηχολήπτες σαν τον Ντον Γουος και τον Τζίμι Μίλερ. Δυστυχώς, αρκετοί από τους φίλους του δεν μπόρεσαν να τη βγάλουν καθαρή με την ηρωίνη, όπως ο Γκραμ Πάρσονς (από τους Byrds) και ο Τζον Φίλιπς (από τους Mama’s and Papa’s), τον οποίο παρέσυρε στην πρέζα ο Κιθ. Ευτυχώς, η Μαριάν Φέιθφουλ γλίτωσε.
Το βιβλίο είναι προσωποκεντρικό. Δεν είναι η ιστορία των Ρόλινγκ Στόουνς, αν και είναι πολύ δύσκολο να γίνει αυτός ο διαχωρισμός. Γιατί όχι μόνο τα τραγούδια που γράφει, αλλά και τα ναρκωτικά και οι γυναίκες, που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, συνδέονται αναπόσπαστα με τη δημιουργία και τη διαδρομή του συγκροτήματος.
Οι πιο μακροσκελείς ιστορίες στο βιβλίο αφορούν τα ναρκωτικά, την αναζήτηση, τη χρήση και τους χρήστες, τις επιπτώσεις και τις διώξεις που υφίσταται από τη δική του επιπολαιότητα ή την προκατάληψη των Αρχών. Περιγράφει το τρομακτικό σύνδρομο στέρησης και καταλήγει, «δεν συνιστώ τη ζωή του πρεζάκια σε κανέναν».
Ακολουθούν οι γυναίκες. Οι σπέσιαλ, γιατί ο Κιθ δεν ασχολείται με τα γκρούπις, που περιτριγυρίζουν τους Στόουνς από το ξεκίνημά τους, αλλά με τις γυναίκες που αγάπησε και συνδέθηκε μαζί τους. Όλες αυτές τις γυναίκες, σταθερών ή εφήμερων σχέσεων, τις αντιμετωπίζει με σεβασμό και τρυφερότητα. «Δεν μπόρεσα ποτέ να κοιμηθώ με μια γυναίκα μόνο για σεξ», εξομολογείται.
Στάζει μέλι όταν μιλάει για τη δεκαπεντάχρονη Χαλίμα, την πρώτη του αγάπη. Είναι πολύ διεξοδικός για τη «sexy fucking bitch» Ανίτα Πάλενμπεργκ, και αγαπησιάρης για τη σύζυγό του Πάτι Χάνσεν, τη μητέρα της Θεοδώρας και της Αλεξάνδρας.
Επίσης, τα ζώα, ιδιαίτερα τα σκυλιά, έχουν μια σημαντική θέση στη ζωή του, όπως και τα ταξίδια, στο Μαρόκο (για ναρκωτικά), στη Γαλλία (για φοροαποφυγή) ή την Τζαμάικα (για μουσική).
Έχει ενδιαφέρον το πώς γράφτηκαν μερικά πασίγνωστα τραγούδια και πώς ηχογραφήθηκαν. «Έγραψα το Satisfaction στον ύπνο μου», λέει, «χωρίς να το θυμάμαι όταν ξύπνησα». Ευτυχώς, την ώρα που το έπαιζε, έγραφε το κασετόφωνο. Το Street fighting man προέκυψε την εποχή του Μάη του ’68, και παίχτηκε μόνο με ακουστικές κιθάρες, όπως και το Jumpin’ Jack Flash, που αναφέρεται σε έναν κηπουρό και όχι σε ναρκωτικά, όπως φαντάστηκαν πολλοί.
«Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να γράφεις τραγούδια;» αναρωτιέται και απαντάει ο ίδιος, «κατά κάποιον τρόπο, θέλεις να επεκτείνεις τον εαυτό σου μέσα στις καρδιές των άλλων».
Ο Κιθ και οι άλλοι
Ο Ρίτσαρντς φαίνεται, από την περιορισμένη αναφορά στον Τσάρλι Γουοτς και τον Μπιλ Γουάιμαν, ότι έχει αδιάφορες σχέσεις με τον μπασίστα και τον ντράμερ του συγκροτήματος, ενώ με τον Μπράιαν Τζόουνς είχε κακές σχέσεις, εξαιτίας των προβλημάτων που τελικά οδήγησαν τον Μπράιαν εκτός συγκροτήματος. Σχέσεις που επιδεινώθηκαν, όταν ο Κιθ τα έφτιαξε με την απαυδισμένη από τη βίαιη συμπεριφορά του Τζόουνς, Ανίτα. Αντιθέτως, χαρακτηρίζει τη σχέση του με τον Μικ Τζάγκερ καλή, αλλά με σοβαρές κρίσεις. «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Μικ ζήλευε πολύ τους αρσενικούς φίλους μου. Σκεφτόταν ότι του ανήκω», γράφει.
Ο Τζάγκερ επιζητούσε τη δημοσιότητα και δέχτηκε την πρόταση που απευθυνόταν σε όλα τα μέλη του συγκροτήματος να γίνουν «sir» (είχαν προηγηθεί οι Μπιτλς) από τον πρίγκιπα Κάρολο (και όχι από τη βασίλισσα, επισημαίνει ο Κιθ).
Ο Ρίτσαρντς αρνήθηκε ειρωνικά, λέγοντας: «Δεν θέλω να γίνω ο λόρδος Ριχάρδος, γιατί το σωστό θα ήταν να γίνω ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Τέταρτος!»
Όταν ο Ρίτσαρντς απεξαρτήθηκε από την πρέζα (πριν από τριάντα χρόνια) και θέλησε να έχει λόγο στη διαχείριση των οικονομικών του συγκροτήματος, διαπίστωσε ότι ο Τζάγκερ λειτουργούσε σαν ιδιοκτήτης των Ρόλινγκ Στόουνς. «Ο Μικ ερωτεύτηκε την εξουσία και ήθελε να τα ελέγχει όλα». Σε σημείο να καλλιεργεί την εντύπωση ότι το συγκρότημα λέγεται «Ο Μικ Τζάγκερ και οι Ρόλινγκ Στόουνς». Ο Κιθ υπέστη σοκ όταν έμαθε ότι, παράλληλα με το συμβόλαιο των Στόουνς με τη CBS, ο Τζάγκερ είχε υπογράψει και ξεχωριστό συμβόλαιο ως σόλο τραγουδιστής!
Από το ’85 ως το ’89, οι Στόουνς είχαν πάψει ουσιαστικά να υφίστανται. Ο Κιθ δεν χαρίζεται στον Μικ, αλλά δεν παραλείπει να τον εκθειάζει σαν καλλιτέχνη και να υπογραμμίζει ότι παραμένουν πάντα αδέλφια.
Ο Ρίτσαρντς βλέπει στον εαυτό του έναν καλλιτέχνη που αντιπαθεί την εξουσία και την αντιστρατεύεται. Βέβαια, ο αναγνώστης λογικά μπορεί να σκεφτεί ότι είναι πολύ εύκολο να υποστηρίζεις ότι είσαι αντιεξουσιαστής όταν είσαι πολύ διάσημος, κυκλοφορείς με Μπέντλεϊ και προστατεύεσαι από ένα διεθνές δίκτυο μεγαλοδικηγόρων, που έχουν τα οικονομικά και πολιτικά μέσα, είτε στον Καναδά είτε στις ΗΠΑ είτε στη Γαλλία, να σε σώζουν κάθε φορά από τις βαριές ποινές που επισύρουν οι πράξεις σου, είτε πρόκειται για μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών είτε για όπλα.
Ο Κιθ, στα 67, συνεχίζει να παίζει, αντιμετωπίζοντας με χιούμορ τα σχόλια ότι τους πήραν τα χρόνια. «Εάν ήμασταν μαύροι και μας λέγανε Κάουντ Μπέιζι ή Ντιουκ Έλινγκτον, κανένας δεν θα σχολίαζε την ηλικία μας», γράφει, υποθέτω μισογελώντας.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!