του Γιάννη Σχίζα

Αυτές οι μικρές, κωμικές όσον αφορά την πρόθεση και στιχουργικές (κυρίως) παρεμβάσεις, που ακολουθούν παρακάτω μερικώς, με στοιχεία πολιτικού ανορθόδοξου πολέμου και υπό την επήρεια της διαχρονικής ντιρεκτίβας «ένα γέλιο θα σας θάψει», έφεραν συνήθως την υπογραφή του Γιάγκου Ράπτη, που τυγχάνει alter ego του υποφαινόμενου: και τούτο γιατί το αντίθετο του «σχίζω» είναι το «ράβω», το δε αντίθετο του Γιάννη είναι ο Γιάγκος, ο «βαρύμαγκας».

Η προσωπική μου διαδρομή ‒από την απώθηση του μαζικού (προφορικού) ομοιοκατάληκτου συνθήματος, έως την αποδοχή και χρήση της σατυρικής ομοιοκαταληξίας‒ δεν ήταν και μικρή. Οι πολιτικές ομοιοκαταληξίες των μεγάλων οδικών διαδηλώσεων, κατά κανόνα με ενοχλούσαν. Όλη η «ΠΡΟΚΑΤ» συνθηματολογία με τη χρήση πρωτοεκφωνητών και στη συνέχεια με τη ρυθμική επανάληψη της λοιπής πολιτικής κουστωδίας, μου δημιουργούσε αρκετές φορές αισθητικό σοκ, ή μια εντύπωση διαμεσολάβησης και κακοδιαχείρισης της πρωτογενούς αγανάκτησης και του πολιτικού αιτήματος. Η μόνη περίπτωση που είχα διασκεδάσει αφάνταστα από τη διαλεκτική «πρωτοεκφώνησης‒επανάληψης», ήταν αυτή με το επεισόδιο που είχε διαδραματισθεί στη Θεσσαλονίκη, με δράστες μέλη αριστερίστικης οργάνωσης. Ο «ντουντουκοφόρος» ινστρούχτορας είπε στους περί αυτόν :«Μία η ντουντούκα, τέσσερεις εμείς», εκφωνώντας οδηγία γενικής χρήσεως, που σήμαινε : «Μία φορά λέω εγώ το σύνθημα, τέσσερεις φορές εσείς το επαναλαμβάνετε». Οι περί αυτόν δεν κατάλαβαν, νόμισαν ότι επρόκειτο περί πραγματικού συνθήματος, και άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά: «Μία η ντουντούκα, τέσσερεις εμείς».

Πιο καλή η σιωπή

Ήταν στιγμές που θεωρούσα τη σιωπή ως πιο εκφραστική από την ομοιοκατάληκτη συνθηματολογία ή γενικά από την ηχηρή έκφραση πολιτικών αισθημάτων, όπως λόγου χάρη στις περιπτώσεις κάποιων κηδειών δημόσιων προσώπων, όπου η βουβή περισυλλογή –έστω και επιτηδευμένη– μου φαινόταν προτιμότερη από τα χειροκροτήματα. Κι ακόμη πιο εκφραστική έβλεπα μια ηχηρή μαζική χειρονομία ολίγων ντεσιμπέλ, όπως το συντονισμένο χτύπημα των μαγειρικών σκευών από τους φυλακισμένους σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ή μια μαζική κίνηση μηδενικών ντεσιμπέλ, σαν κι αυτή που βίωσα σε κάποια διαδήλωση κωφάλαλων ΑΜΕΑ, στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Συντάγματος, με τις παλάμες των ανθρώπων υψωμένες και τα δάκτυλα να τρεμίζουν.

Είχα όλες αυτές τις ενστάσεις εναντίον της φωνακλάδικης ρίμας, κι ακόμη αισθανόμουν ενόχληση από τη μηχανική μεταφορά ξενικών συνθημάτων στην ελληνική πραγματικότητα –λόγου χάρη το Τζομπς-νοτ-μπομπς (Jobs not bombs=δουλειές, όχι βόμβες)– που οι επαναστάτες και αποκλειστικοί εισαγωγείς του επέμειναν να εισάγουν στην ελληνική πολιτική αγορά, παρά το γεγονός ότι η δύναμη του συνθήματος πήγαζε από την εγγλέζικη ρίμα και από τους άδικους εγγλέζικους βομβαρδισμούς.

Κάποτε, στα πλαίσια ενός κειμένου στην ΑΥΓΗ, είχα αμφισβητήσει την αισθητική και τη δραστικότητα του ρυθμικού συνθήματος, υπεραμυνόμενος της εναλλακτικής λύσης του χάπενινγκ, σε μια περίσταση όπου οι Πράσινοι (ολιγάριθμοι πάντοτε) είχαν προσφύγει σε αυτό το τελευταίο. Όμως ο επιμελητής του κειμένου μου, ο Νίκος Ζ. υποθέτω, απάλειψε το σχετικό εδάφιο, το οποίο υποθέτω πως θα του φάνηκε αλαμπουρνέζικο.

Πουλικάκος for ever

Είχα όλα αυτά κατά νουν, όταν βίωσα το στυλ της πολιτικής στιχουργικής του Δημήτρη Πουλικάκου – εκείνο το μοναδικό κράμα σαρκαστικού καθωσπρεπισμού και γιαουρτοφόρου εξαρχειωτισμού, σημαδεύοντος πάσαν νόσον και πάσαν πολιτικήν μ@λακίαν. Όθεν στον ιστότοπό μου (oikoniki.gr) κατέγραψα αρκετά «Πουλικακικά» τρίποντα από την εφημερίδα Το Χωνί, φέροντα άλλοτε την υπογραφή «ΜήτSOS» και άλλοτε την εκφραστικότερη «ΜήτSOSεκμανής εκ Μάνης». Να ένα από αυτά:

Αγαπούλα

Με μπάλα και με τσόντα –Με ζάρια και με Χόντα–Κι άλλα πολλά προσόντα, ταξιδεύομεν. Ποιος ξέρει τι γυρεύομεν.
Μ’ ένα «φόρα την κουκούλα». Μ’ ένα «αγαπούλα, πούλα» και μ΄ ένα «Αχ ρε Κούλα !», ο ένας τον άλλο πιλατεύομεν. Ποιος ξέρει πού οδεύομεν. Και πρέπει που και που να αφοδεύομεν ! Δεν βλέπω εύκολα να ξεμπερδεύομεν…Βάλε-βγάλε την κουκούλα(;). Κι από «αγαπούλα» πούλα. Αχ ρε Κούλα!

Tέλος επιβεβαίωσα την ισχύ της ομοιοκατάληκτης ρίμας, όταν συναντήθηκα με το πνεύμα του Καρόλου Τσίζεκ. Τελείως τυχαία: ήξερα γι’ αυτόν κάτι ελάχιστα, ήξερα πως ανήκε στην παρέα Χριστιανόπουλου (αυτήν που ο φιλόλογος του μέλλοντος θα προσδιορίσει ευπρεπώς ως «Σχολή Θεσσαλονίκης» ή κάτι τέτοιο), αλλά κατάλαβα τον άνθρωπο πιο πολύ από τους «Στίχους έρωτα και αγάπης», όπου συμπεριλαμβάνονταν ομοιοκατάληκτα πονήματα του παρακάτω είδους:

Μακαρόνια

«Είναι οι γυναίκες σαν τα μακαρόνια
Τα σχήματα πολλά, μα η γεύση μία
Aldente νέες, πλαδαρές στα χρόνια
Αν και διαφέρουν, μοιάζουν στην ουσία,
Πάντα το ίδιο ζυμάρι, αλλιώς πλασμένο,
«κάτι ξέρω κι εγώ, γι αυτό επιμένω».
Λέει φίλος γυναικάς, διαβόλου κάλτσα,
Σαν να ξεχνάει τι ρόλο παίζει η σάλτσα.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με το πνεύμα του φιλοπαίγμονος «ανθρώπου των γραμμάτων» (εδώ επιτρέπεται βηξ αμφιβολίας), με ώθησαν στη παραγωγή στιχουργημάτων παρατεριστικού (=παραδοσιακού +νεωτεριστικού) ύφους. Κάτι μελαγχολικό μέσα μου απαιτούσε καταιωνιστήρες γέλιου, για να σβήσει. Ήταν ένα αυτοκαταναλισκόμενο χιούμορ, ένα αυτογκόλ στην εστία μιας εσώτερης θλίψης.

Ομολογώ λοιπόν ότι διασκέδασα με τα ποιηματίδιά μου –γενικώς ομοιοκατάληκτα, ειδικώς αν-ομοιοκατάληκτα, όπου επέτρεπαν ή επέβαλαν οι περιστάσεις– το αυτό δε επιθυμώ και δι υμάς. Αρκετά παρωδούν στίχους τραγουδιών, οπότε πρέπει να συνεκφωνούνται με ζεϊμπέκικα, τσάμικα, βαλσάκια και ούτω καθεξής. Ως κατασκευαστής συνιστώ την ανάγνωσή τους τη συνοδεία πίτσας και μπύρας, μετά παρεών σθεναρά αντιστεκόμενων στον ακαταλαβίστικο χαρακτήρα της σημερινής ποίησης.

Ιδού ορισμένα δείγματα:

 Έλλην επενδυτής στα Βαλκάνια

Κλέφτικον (Δημώδες)
Μάννα σου λέω δε μπορώ, τη Μέρκελ να δουλεύω
Δεν ημπορώ δεν δύναμαι, χάνονται τα ευρά μου
Θα ψάξω στο διαδίκτυο να πάω να γίνω επενδυτής
Έστω κι αν ήμουν κάποτε, σκληρός Λενινιστής
Θα πάρω ευρω-προγράμματα, θα γίνω μέγας κλέφτης
Θα κλέψω Βουλγάρες μισθωτές, και Σέρβους χειρωνάκτες
Θα γίνω διαπλεκόμενος, θα κάνω μεγάλες αρπακτές
Να ζήσω ονείρατα ευρωπαϊκά,
και κάτι γυναίκες άπαικτες.

Στο διαδίκτυο τη βγάζω

Στο διαδίκτυο τη βγάζω
Και βαριά αναστενάζω
Όλο κοιτάζω κάτι λινκ
Τώρα που αυτή κάνει πικνίκ

Η αγάπη μου γαμώτο
Τριγυρνάει σ’ άλλο τόπο

Τα ιμέϊλ μου κοιτάζω
Την ψυχή μου πως ταράζω
Προσμένω στα εισερχόμενα
Αλλά είναι σκάρτη η γκόμενα

Η αγάπη μου γαμώτο
Τριγυρνάει σ’ άλλο τόπο
 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ζήτημά του μποϋκοτάζ γερμανικών προϊόντων:

Όσο μπορείς (*)
Kι αν δεν μπορείς να κάμεις την κατανάλωση που θέλεις
τούτο τουλάχιστον προσπάθησε,
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες την πολλή συνάφεια των πολυκαταστημάτων τους
μες τες πολλές εκπτώσεις κι ευκαιρίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντας
Γυρίζοντας συχνά και αγοράζοντας
Προϊόντα με codebar 400 έως 440
ώσπου με αυτή την καθημερινήν ανοησία
μ@λ@κ@ να σε πουν ευθέως.

(*) Τα codebar 400 έως 440 μπαίνουν πάνω στα γερμανικά προϊόντα. Ο υπέρτιτλος μπήκε στον ιστότοπο oikoniki.gr κατά καιρούς, σε περιόδους εξάρσεως του πατριωτικού-αγοραστικού πνεύματος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!