της Τζέσικα Χάουσνερ
Εκπλήσσει ευχάριστα η ισορροπία ανάμεσα στην ειρωνεία και την ευαισθησία, στην ταινία της Αυστριακής Τ. Χάουσνερ «Προσκύνημα στη Λούρδη». Η έκπληξη οφείλεται τόσο στον πολύπλευρο χειρισμό ενός φορτισμένου θέματος, της πίστης, όσο και στη σκηνοθεσία η οποία, ενώ υπηρετεί το χιούμορ, κατορθώνει διακριτικά να συγκινεί.
Η ταινία έχει σαν αφορμή τον προσκυνητικό τουρισμό, ο οποίος αποτελεί σημείο συνάντησης όλων των «ειδών»: των μη αρτιμελών οι οποίοι αναζητούν την ίαση, των τουριστών οι οποίοι παρακινούνται από περιέργεια και των εργαζόμενων στον τομέα. Η πλοκή στήνεται γύρω από την αναμονή ενός θαύματος και την απορία του αν θα διαρκέσει. Τα υλικά, τόσο του σεναρίου όσο και της σκηνοθεσίας, είναι μελετημένα πολύ προσεκτικά: μέσα από πλάνα στατικά που καταλήγουν σε άδειους χώρους μετά από ασφυκτικά γεμάτες κόσμο σκηνές, μεταφέρεται η μοναξιά κι η ανασφάλεια των πιστών. Πολύ καλή η πρωταγωνίστρια Σιλβί Τεστίντ, κυρίως όσον αφορά στην έκφραση μιας τεράστιας ποικιλίας συναισθημάτων μέσα από ελάχιστες κινήσεις του σώματος. Το ενδιαφέρον προσελκύει και μια ηλικιωμένη η οποία, με μορφή που θυμίζει τις γηραιές φιγούρες του Χ. Μπότσογλου στη σειρά «Σελίδες Ημερολογίου» (1980 – 1990), βρίσκεται πάντοτε στο σωστό τόπο τη σωστή στιγμή.
Χωρίς χριστιανικές εξάρσεις ή απορριπτικούς θρησκευτικούς δογματισμούς, το «Προσκύνημα στη Λούρδη» προβληματίζει, με λεπτότητα και σύνεση, γύρω από το ζήτημα της πίστης.
Τελικά, οι άνθρωποι χρειάζονται αποδείξεις για να πιστέψουν σε ένα θαύμα ή η πίστη είναι εσωτερική πάγια ανάγκη; Αυτό που πετυχαίνει να υπενθυμίσει η ταινία είναι η τεράστια επιθυμία μας να πιστέψουμε ότι ένα θαύμα –σωματικό, οικονομικό, πολιτικό– μπορεί να διαρκέσει. «Αν δεν διαρκέσει», λέει μια τουρίστρια ενώ τρώει, «τότε δεν θα είναι πραγματικό θαύμα». «Αν δεν είναι πραγματικό θαύμα», της απαντάει η συνταξιδιώτισσα με στόμφο, «τότε δεν θα ευθύνεται ο Θεός». «Και ποιος θα ευθύνεται;» «Συγνώμη, δεσποινίς; Επιδόρπιο θα φάμε;»
Τζούλια Γκανάσου