Τις τελευταίες μέρες, με την κλιμάκωση της κρίσης ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία για το Ουκρανικό, έγινε και γίνεται πολύς λόγος για τον πόλεμο – πιο συγκεκριμένα, για επικείμενη «εισβολή της Ρωσίας» στην Ουκρανία. Υπήρξαν και κάποιοι που όρισαν ως και την ακριβή ημερομηνία έναρξης του πολέμου. Είναι λοιπόν στην ημερήσια διάταξη ένας πόλεμος ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία, ένας πόλεμος μεγαλύτερων διαστάσεων από όσους έχουμε δει το τελευταίο διάστημα, από το 1990 και ύστερα; Θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε δίνοντας καταρχήν το περίγραμμα ορισμένων σκέψεων.

Κρίση, πόλεμος και καθεστώτα συσσώρευσης κεφαλαίου

Σχεδόν όλοι οι σοβαροί αναλυτές διαφορετικών πεδίων και κατευθύνσεων συγκλίνουν στην εκτίμηση (που κάποτε ήταν μειοψηφική) ότι η πρώτη μεγάλη δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος (1929-1931) ουσιαστικά ξεπεράστηκε μόνο με την προσφυγή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αιτία ήταν ότι οι δύο σημαντικότερες απαντήσεις που δοκιμάστηκαν, ο ναζιφασισμός και το Νιού Ντιλ (Γερμανία και ΗΠΑ αντίστοιχα) δεν πρόσφεραν από μόνες τους την απάντηση στη δομική κρίση. Ήδη από το 1937 είχαν εκδηλωθεί έντονα νέα κρισιακά σημάδια στις οικονομίες, και η τάση της στρατιωτικοποίησης και της πολεμικής προετοιμασίας είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Στην δε Άπω Ανατολή οι Ιάπωνες είχαν ήδη ξεκινήσει τις πολεμικές εκστρατείες.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ήταν φανερό πως η τάση προς τον πόλεμο δυνάμωνε, πως ένας νέος μεγάλος πόλεμος ήταν στην ημερήσια διάταξη. Το ζήτημα τότε ήταν ποιες δυνάμεις θα εμπλέκονταν και ενάντια σε ποιες, ποιος θα έμπαινε τελευταίος στον πόλεμο αφού οι υπόλοιποι θα είχαν αποδυναμωθεί, ποιο μπλοκ θα νικούσε, ποια θα ήταν η ηγέτιδα δύναμη στον μεταπολεμικό κόσμο; Κι ακόμα, αν με τον πόλεμο θα τελείωνε η «παρένθεση» της Σοβιετικής Ένωσης (ως διάσπασης του καπιταλιστικού συστήματος και συγκέντρωσης όρων για μια άλλη μετάβαση). Όλα αυτά ήταν «παιζόμενα» στις αρχές της δεκαετίας του 1930, και οι απαντήσεις θα δίνονταν επί του πεδίου.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα, οικονομία και πόλεμος είναι παράγοντες στενά, άρρηκτα συνδεδεμένοι και αλληλοτροφοδοτούμενοι. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν απέτρεψε την εκδήλωση, λίγα χρόνια μετά, του κραχ του 1929-31, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνθηκαν υπερθετικά ανάμεσα σε παλιές και αναδυόμενες δυνάμεις (πρώην ηττημένους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), ξεπρόβαλαν οι ΗΠΑ ως υποψήφια ηγέτιδα δύναμη, κι όλες οι ιμπεριαλιστικές χώρες επιθυμούσαν μια κατάρρευση της ΕΣΣΔ (οι δυτικές δυνάμεις έθρεψαν τον ναζιφασισμό ακριβώς για να στραφεί ενάντια στην ΕΣΣΔ). Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο φονικότερος όλων των εποχών, αποτέλεσε μια ανάσα για το καπιταλιστικό σύστημα επειδή επέτρεψε μεταπολεμικά να λειτουργήσουν αποτελεσματικά νέα καθεστώτα συσσώρευσης κεφαλαίου (τα λεγόμενα «30 ένδοξα χρόνια» του καπιταλισμού, 1945-1975). Διότι, με την καταστροφή και απαξίωση παραγωγικών δυνάμεων και την ταυτόχρονη τεράστια επιτάχυνση στον τεχνολογικό τομέα (λόγω του πολέμου) ο κύκλος του κεφαλαίου μπορούσε να εκτυλίσσεται με πιο ομαλούς τρόπους.

Νέα δομική κρίση και νέα κέντρα βάρους

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ξεκινά μια νέα δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, που αγκαλιάζει και τη Δύση και την Ανατολή, και αρχίζει μια βαθιά και πολύπλευρη αναδιαρθρωτική κίνηση ως απάντηση σ’ αυτήν. Η εμπλοκή στην κρίση δεν γίνεται με ομοιόμορφο τρόπο, και ο γεωπολιτικός χάρτης αλλάζει άρδην χωρίς να μεσολαβήσει ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος (να μην ξεχνάμε βέβαια ότι υπήρξε σωρεία πολέμων και στρατιωτικών επεμβάσεων στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1970 μέχρι τις μέρες μας, π.χ. Ινδοκίνα, Μέση Ανατολή, Αφγανιστάν, Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αργεντινή/Αγγλία κ.λπ.). Οι ανάσες όμως που πήρε το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την επανένωση της Γερμανίας, το άνοιγμα των παραλίων της Κίνας στο διεθνές πολυεθνικό κεφάλαιο κ.λπ., δεν απέτρεψαν μεγάλους κρισιακούς σπασμούς (1987, 1991, 1993) και το μεγάλο επεισόδιο της κρίσης του 2008-2010.

Οι ανάσες που πήρε το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την επανένωση της Γερμανίας, το άνοιγμα των παραλίων της Κίνας στο διεθνές πολυεθνικό κεφάλαιο κ.λπ., δεν απέτρεψαν μεγάλους κρισιακούς σπασμούς (1987, 1991, 1993) και το μεγάλο επεισόδιο της κρίσης του 2008-2010

Η εξέλιξη τελικά δεν φέρνει στην επιφάνεια μια πλήρη επικράτηση της Δύσης, αλλά κάτι ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετικό. Η Δύση με επικεφαλής τις ΗΠΑ είναι σε πορεία ιστορικής αποδρομής, έχουν τεθεί σε κίνηση διεργασίες που μεταβάλλουν τα κέντρα βάρους αλλά και όλη τη «φυσιογνωμία» του κόσμου που για μερικούς αιώνες ήταν υπό την σκιά της Δύσης. Προβάλλουν νέα κέντρα ισχύος οικονομικής (π.χ. Κίνα) ή στρατιωτικής (π.χ. Ρωσία) που θέτουν το ζήτημα της «πολυμέρειας», δηλαδή να τελειώσει το καθεστώς του «πάρτα όλα» της Δύσης. Γι’ αυτό σήμερα υπάρχουν τρεις βασικές δυνάμεις που μπορούν να χαράξουν και να προωθήσουν μια μεγαλοκρατική πολιτική, μια πολιτική παγκόσμιων διαστάσεων και επιδιώξεων: οι ΗΠΑ, η Κίνα, και η Ρωσία. Οι υπόλοιπες δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιαπωνία κ.λπ.) θα πιέζονται ή θα ζητούν μια θέση δίπλα ή σε σχέση με τις τρεις μεγαλοκρατικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα υπάρχει και μια άλλη σειρά χωρών (π.χ. Ινδία λόγω μεγέθους, αλλά και Ιράν, Τουρκία, Πακιστάν, συν Βραζιλία στη Λατινική Αμερική) που διαθέτουν ειδικές δυνατότητες γεωπολιτικών στρατηγικών σε περιφερειακό επίπεδο.

Όμως όλες οι δυνάμεις, ως «προσωποποιήσεις» του κεφαλαίου και των αναγκών του για κέρδη, αναζητούν μέσω της μετάβασης στον ψηφιακό καπιταλισμό («Πράσινη μετάβαση – Ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας») νέα καθεστώτα συσσώρευσης. Μέσα στο καθεστώς της δομικής κρίσης η πίττα συρρικνώνεται, και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε διάφορα κέντρα οξύνεται θηριωδώς. Η Δύση οφείλει να αντιμετωπίσει τη φθίνουσα πορεία της, την πολυδιάσπασή της και τα φαινόμενα ενδόρρηξης μέσα στα διευθυντήριά της, και να καλύψει ένα έλλειμμα στρατηγικής. Η Ρωσία οφείλει να αντιμετωπίσει όλες τις απόπειρες να αποσπαστούν κι άλλα τμήματα από την ευρύτερη σφαίρα επιρροής της, να ανακτήσει θέσεις σπάζοντας την περικύκλωση που επιχειρεί η Δύση και, κυρίως, να αναδιοργανώσει την οικονομία της – διότι οικονομικά υπολείπεται πάρα πολύ από τις δύο άλλες δυνάμεις (ΗΠΑ και Κίνα). Τέλος η Κίνα, με χαμηλό προφίλ, είναι υποχρεωμένη να εντείνει τις μεγαλοκρατικές πολιτικές και παρεμβάσεις σε διάφορες περιοχές και χώρες (εντονότερη παρουσία σε Αφρική και Λατινική Αμερική, αλλά και σχεδόν σε όλα τα λιμάνια της Ευρώπης), και να στήσει μέσα σε ένα εντελώς ρευστό τοπίο τον νέο Δρόμο του Μεταξιού – απαντώντας έτσι στις νέες συμμαχίες και πιέσεις της Δύσης στον νότο της. Η παράταση της κρίσης μπορεί να πλήξει την οικονομία και τους ρυθμούς ανάπτυξης της Κίνας (που όμως έχει περιθώρια διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς και μεγάλα προγράμματα επενδύσεων, αλλά και κινδυνεύει από τα φαινόμενα της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας και των «φουσκών» που αυτή επιφέρει).

Οι πόλεμοι των τελευταίων δεκαετιών

Ιστορικά λοιπόν ο πόλεμος είναι ιδιαίτερο στοιχείο του συστήματος κοινωνικών σχέσεων που επικρατεί. Έχει μια διαρκή παρουσία, συνοδεύει ή επιλύει τους ανταγωνισμούς, εισάγει σε νέα καθεστώτα συσσώρευσης κεφαλαίου, ή παρεμβαίνει έμμεσα ή και άμεσα ενάντια σε πραγματικές απόπειρες αμφισβήτησης της κυριαρχίας του (επαναστάσεις, σοσιαλισμός, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, εξεγέρσεις κ.λπ.). Ο πόλεμος –μικρής κλίμακας ή μεγάλης, όπως οι παγκόσμιοι– είναι μέσα στη λογική των πραγμάτων. Δεν είναι δηλαδή ένας παραλογισμός που πηγάζει από την ψυχολογία κάποιων διεστραμμένων ηγετών. Θα άξιζε μια διεξοδική αναφορά στις αλλαγές που έγιναν στους πολέμους που γνωρίσαμε στις 3 τελευταίες δεκαετίες, αλλά εδώ επισημαίνουμε απλώς τα ακόλουθα:

1) Την άνεση με την οποία οι ΗΠΑ διοργάνωσαν τον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ. Εκμεταλλευόμενες τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη σιγή της Κίνας, οργάνωσαν μέσα σε λίγους μήνες μια στρατιά εκατοντάδων χιλιάδων από πολλές χώρες, που τελικά εισέβαλε και συνέτριψε τον στρατό του Ιράκ, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν έδωσε καμία μάχη. Ας σημειώσουμε ότι ήταν μια πύρρειος νίκη των ΗΠΑ, αφού στην πράξη παρέδωσαν τη διοίκηση στο σιίτικο στοιχείο, που έχει δεσμούς με το Ιράν. Στον πόλεμο αυτό διατάχθηκε συσκότιση των ΜΜΕ, και η «πληροφόρηση» δινόταν από τα πολεμικά επιτελεία.

2) Τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων επί του εδάφους και την άνετη νίκη από αέρος στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, όταν μια συμμαχία 19 Δυτικών χωρών κήρυξε τον πόλεμο ενάντιά της, καταστρέφοντας με βομβαρδισμούς όλες τις υποδομές της χώρας. Οι ΗΠΑ κορδώνονταν ότι με τέτοιου είδους πολέμους μπορούν να πάνε 50-70 χρόνια πίσω όποιον αντιστέκεται στη Νέα Τάξη Πραγμάτων.

3) Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους (2001) ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» είχε πολλές εκφάνσεις: τιμωρία και ανηλεής βομβαρδισμός του Αφγανιστάν, επισημοποίηση μορφών ανορθόδοξου πολέμου και επιχειρήσεων, «χειρουργικές» πολεμικές επιχειρήσεις. Έκτοτε ο υβριδικός πόλεμος γίνεται πιο συχνό φαινόμενο σε πολλές γωνιές της γης.

4) Ο πόλεμος της Συρίας δημιουργεί νέα δεδομένα: είναι ένας τοπικός αλλά και συγχρόνως διεθνοποιημένος πόλεμος. Επί του πεδίου δρουν αμερικανικές, ρωσικές, τουρκικές, συριακές κ.ά. δυνάμεις, ενώ υπήρξε και παρέμβαση ιρανικών δυνάμεων. Υπάρχουν ζώνες δράσης της κάθε δύναμης, συνεννοήσεις, περίεργες εκεχειρίες και προειδοποιήσεις για ενέργειες κάθε πλευράς, ενώ προσωρινά ενώθηκαν ενάντια στο φαινόμενου του Ισλαμικού Κράτους. Με τον πόλεμο αυτό η Ρωσία, πέρα από την αποφασιστικότητα που έδειξε σε άλλες περιπτώσεις, επανήλθε ως διεθνής παράγοντας σε μια καυτή περιοχή, στήριξε το καθεστώς Άσαντ και είναι ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων.

Τα «μετόπισθεν» του πολέμου

Με βάση όσα ακροθιγώς αναφέρουμε, ο πόλεμος πρέπει να συνδέεται με την οικονομική σφαίρα και τις ρωγμές της, τις γεωπολιτικές επιδιώξεις κάθε ξεχωριστής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση –κι αυτό συνέβαινε πάντα– αν και ο πόλεμος είναι πολιτική με αιματοχυσία, με σκοπό να κάμψει και να οδηγήσει στην ήττα και τη συνθηκολόγηση τον αντίπαλο (άρα σαν τέτοιος κρίνεται στα πεδία και στα θέατρα των επιχειρήσεων), εντούτοις έχει πάντα «μετόπισθεν». Στα οποία ενεργεί και επενεργεί η πολιτική, που οφείλουμε να τη λαμβάνουμε υπόψη στη συνολική αποτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων ως μια ενεργή δύναμη για την έκβαση των πολέμων. Πόσο συνεκτικό, πόσο αρραγές είναι και εσωτερικά κάθε στρατόπεδο, πόσο έχει προετοιμαστεί το κλίμα για να στηριχθούν οι πολεμικές ανάγκες, πόσο επιδρούν εσωτερικά οι εκβάσεις του πολέμου: αυτά είναι σημαντικά. Διότι, όσο κι αν έχουν «αποστειρωθεί» οι σύγχρονοι στρατοί μέσα από τη δημιουργία μεγάλων επαγγελματικών τμημάτων, ο πόλεμος που διεξάγουν έχει επιπτώσεις σε ολόκληρη την κοινωνία και την πολιτική ισορροπία.

Αν και ο πόλεμος είναι πολιτική με αιματοχυσία (άρα σαν τέτοιος κρίνεται στα θέατρα των επιχειρήσεων), εντούτοις έχει πάντα «μετόπισθεν»: εκεί επενεργεί η πολιτική, που οφείλουμε να τη λαμβάνουμε υπόψη στη συνολική αποτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων ως μια ενεργή δύναμη για την έκβαση των πολέμων

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, όταν βρέθηκε πολιτικός εξόριστος στις ΗΠΑ ενώ αυτές είχαν εισέλθει στον πόλεμο, είχε μια συζήτηση με τον Γερμανό συγγραφέα Φόιχτβανγκερ, ο οποίος του εξέθεσε την εξής άποψη: Για τις ΗΠΑ η είσοδος στον πόλεμο ήταν αναγκαία για να καταστεί δυνατό το σύστημα closed shop (συνδικαλισμός στα εργοστάσια) και για να περιοριστεί το ποσοστό κέρδους στο 6% και να γίνει δυνατή η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Το Νιου Ντιλ στις ΗΠΑ επιτάχυνε την οικοδόμηση μιας υποδομής για την κινητοποίηση πόρων και ανθρώπων και για τον πολεμικό συντονισμό. [Αναφέρεται στο βιβλίο του Γιάννη Χοντζέα «Το “τέλος” του κομμουνισμού» (εκδόσεις Α/συνεχεια, 1993), στη σελ. 241].

Το μεταφέρω για να επισημάνω ποιοι παράγοντες παρατίθενται για την εμπλοκή στον πόλεμο (εργοστασιακό σύστημα, ποσοστό κέρδους, παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα) και, από την άλλη, για να θέσω το ερώτημα: σε τι κατάσταση είναι σήμερα εσωτερικά οι ΗΠΑ;

Για την ουκρανική κρίση και τον πόλεμο

Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι στην περιοχή αυτή, σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, συγκεντρώνονται ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, ότι το πιθανότερο είναι να υπάρξουν επεισόδια και αψιμαχίες, κι ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες αυτά μπορούν να πάρουν διαστάσεις πολέμου. Ποιοι θα πολεμήσουν σε τέτοια περίπτωση; Φυσικά η Ρωσία, που είτε θα εξαναγκαστεί είτε θα κρίνει ότι πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες (και έχει δείξει μέχρι τώρα αποφασιστικότητα), και από την άλλη πλευρά ο ουκρανικός στρατός. Άμεση εμπλοκή ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων δεν φαίνεται πιθανή, αν και ήδη η ενίσχυση του ουκρανικού στρατού και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ σε πολλές κοντινές περιοχές είναι δεδομένες. Αλλά δια στόματος Μπάιντεν, αν η Ρωσία κάνει βήματα στην κατεύθυνση αυτή, θα «υποστεί κυρώσεις». Συγκεκριμένα, θα σφίξει ο οικονομικός κλοιός – κι αυτό η Μόσχα δεν το θέλει. Όμως δεν θα παρέμβουν στρατιωτικά οι ΗΠΑ για να «τιμωρήσουν» τη Ρωσία.

Άρα κανένας δυτικός στρατός ή και συνασπισμός δεν έχει στα άμεσα σχέδιά του να αναμετρηθεί στρατιωτικά με ρωσικές δυνάμεις. Δεν μπορούν, και στο συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων (ουκρανικό) δεν έχουν υπεροχή έναντι της Ρωσίας. Αλλά δεν αποκλείεται μέσα στα διευθυντήρια των Δυτικών δυνάμεων να παίζει η ιδέα μιας εμπλοκής της Ρωσίας σε εχθροπραξίες με την Ουκρανία, κι άρα δημιουργίας πάνω στη βάση αυτή μιας αντιρωσικής φρενίτιδας στον Δυτικό κόσμο, κινητοποίησης και ευθυγράμμισης του Δυτικού στρατοπέδου και ενεργειών που να διαρρήξουν τη συμμαχία της Ρωσίας με την Κίνα, ώστε αυτή να μην πάρει διαστάσεις. Είναι όμως σε θέση η Δύση (κυρίως οι ΗΠΑ) να τα καταφέρουν όλα αυτά; Πολιτικά και ψυχολογικά, δεν έχει διαμορφωθεί ρεύμα υπέρ ενός πολέμου (και μάλιστα μεγάλου) στα δυτικά μετόπισθεν. Τη στιγμή μάλιστα που οι δύο άλλες μεγαλοκρατικές δυνάμεις τους έχουν πάρει χαμπάρι.

Άρα το πιθανότερο είναι η διατήρηση της έντασης (που δεν αποκλείει εχθροπραξίες και πολέμους, αλλά όχι γενικό πόλεμο άμεσα), η προετοιμασία των «μετόπισθεν» για τη στήριξη ενός πιο μεγάλου πολέμου, η παράταση της μεταβατικής αβεβαιότητας, η εκμετάλλευση κάθε χώρου από όλες τις πλευρές χωρίς άμεση αναμεταξύ τους σύγκρουση, οι πιο συστηματικές προσπάθειες υπονόμευσης της μιας δύναμης από την άλλη. Και ταυτόχρονα συνεννοήσεις-δίαυλοι για αποφυγή πιο δυσάρεστων εξελίξεων (κατάρρευση οικονομιών, παγκόσμια κρίση, πανδημία, τεχνολογικός ανταγωνισμός και εμπλοκές που προκύπτουν κ.λπ.). Όλοι όμως έχουν ανάγκη την πολιτική, γιατί κι αυτή είναι παράγοντας της ισχύος, και δεν μπορεί να γίνει κανένας συνυπολογισμός του συσχετισμού δυνάμεων χωρίς τη θεώρηση και αξιολόγηση του πολιτικού στοιχείου των εμπλεκόμενων.

Μια δικαιολογημένη «επιφύλαξη» και δύο ερωτήματα

Χρειάζεται, πάντως, να διατυπώσουμε μια επιφύλαξη, με την εξής έννοια: Δεν έχουμε πλήρη εικόνα της πραγματικής κατάστασης και των στρατηγικών σχεδιασμών κάθε δύναμης. Για παράδειγμα το βάθος της κρίσης, ένας επικείμενος μεγάλος σπασμός, η πληροφόρηση για κινήσεις που κάνουν οι αντίπαλες δυνάμεις, ο πραγματικός συσχετισμός κ.λπ. μπορεί κάλλιστα να επιταχύνουν ακόμα και μεγαλύτερες εμπλοκές, και να δημιουργήσουν πεδία πολεμικών αναστατώσεων που να ξεπερνούν όσα περιγράψαμε από το 1990 μέχρι σήμερα. Οι αφορμές πάντα βρίσκονται, αλλά εσκεμμένα δεν φωτίζουν τους πραγματικούς λόγους.

Σε ολόκληρο το σημείωμα δεν αναφερθήκαμε παρά μόνο έμμεσα σε άλλες διαστάσεις πολύ σημαντικές, όπως πολιτικές ανακατατάξεις εσωτερικά σε κάθε χώρα και διεθνώς, εξεγέρσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, επαναστάσεις, μαζικά κινήματα μεγάλης εμβέλειας κ.λπ.

Απομένει η διατύπωση και απάντηση ορισμένων βασικών ερωτημάτων, όπως: Ποια στάση και ποιος προσανατολισμός επιβάλλεται απέναντι στις τρεις μεγαλοκρατικές δυνάμεις της σύγχρονης εποχής; Ποια μπορεί να είναι η στάση και ο προσανατολισμός μιας μικρής σχετικά χώρας απέναντι στις μεγάλες ανακατατάξεις ισχύος και στους επικείμενους μεγάλους κραδασμούς; Πρόκειται για θεμελιώδη ερωτήματα στη εποχή της μεταβατικής αβεβαιότητας και έντασης όλων των αντιθέσεων. Ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν σε επόμενα σημειώματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!