Συνεχίζονται οι μεγάλες διαδηλώσεις.
Εν μέσω διαδηλώσεων ορκίστηκε την Πέμπτη, 21/7, η νέα κυβέρνηση της Αιγύπτου μετά τον ανασχηματισμό που έγινε, ώστε να εκτονωθεί η λαϊκή πίεση. Στη θέση του διατηρήθηκε ο υπουργός Εσωτερικών Μανσούρ Εσάουι, που αποτελεί το επίκεντρο της λαϊκής οργής. Τον διέσωσε μάλλον η απόλυση, την περασμένη εβδομάδα, 650 αστυνομικών που θεωρείται ότι ενέχονται σε δολοφονίες διαδηλωτών, κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής επανάστασης.
Τις τελευταίες εβδομάδες η Αίγυπτος συγκλονίζεται από μεγάλες διαδηλώσεις, αντίστοιχες του περασμένου Ιανουαρίου που οδήγησαν στην πτώση του Μουμπάρακ. Ο αγυπτιακός λαός, μεγάλες ομάδες του οποίου έχουν κατασκηνώσει στην Πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου και άλλων μεγάλων πόλεων, απαιτεί να προχωρήσουν ταχύτερα οι δημοκρατικές αλλαγές, να εκκαθαριστεί το κράτος, τα πανεπιστήμια και οι δημόσιες επιχειρήσεις από τους ανθρώπους του καθεστώτος Μουμπάρακ, να τιμωρηθούν οι ένοχοι βιαοπραγιών και φόνων και να περάσει η εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση.
Η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Αίγυπτο έφερε στην επιφάνεια την απώλεια νομιμοποίησης του Στρατιωτικού Συμβουλίου που κυβερνά ύστερα από την εκδίωξη του Χ. Μουμπάρακ. Στους πέντε και πλέον μήνες που έχουν μεσολαβήσει, δεν ανταποκρίθηκε στις λαϊκές απαιτήσεις ούτε στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, με αποκορύφωμα να δικάζονται εν ριπή οφθαλμού από στρατοδικεία διαδηλωτές ή απεργοί, αλλά οι άνθρωποι του καθεστώτος Μουμπάρακ, είτε να διαφεύγουν είτε να παραπέμπονται στις αργόσυρτες διαδικασίες των πολιτικών δικαστηρίων. Στην ίδια λογική αντιμετωπίζονται εργατικά μισθολογικά αιτήματα και το δικαίωμα στην απεργία, ενώ οι διευθύνσεις των επιχειρήσεων εξακολουθούν να συνεργάζονται με τις δυνάμεις ασφαλείας, με στόχο τον εκφοβισμό και την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
Όπως επισημαίνουν Αιγύπτιοι πολιτικοί αναλυτές, στο υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων βρίσκεται η σύγκρουση ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις και την ηγεσία του στρατού, όσον αφορά το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης. Το Στρατιωτικό Συμβούλιο δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα της επανάστασης και των λαϊκών αιτημάτων και επιμένει στη συνέχεια των υφιστάμενων νόμων και θεσμών, θεωρώντας ότι αντλεί τη νομιμότητά του από τη μεταβίβαση της εξουσίας εκ μέρους του Μουμπάρακ (Σερίζ Γιουνίς, Al Masry Al Youm, 17/7).
Οι ανώτατοι στρατιωτικοί που κυβερνούν γνωρίζουν ότι αν δεχθούν ως πηγή της εξουσίας τη νομιμότητα που δημιούργησε η επανάσταση, το νυστέρι θα φτάσει πολύ βαθύτερα από όσο μπορεί να αποδεχθεί το αιγυπτιακό κατεστημένο και οι ξένοι φίλοι του. Πιθανόν να φτάσει και σε παραχωρήσεις που αφορούν την άσκηση της εξουσίας.
Από εδώ προκύπτει η τάση του Στρατιωτικού Συμβουλίου να στηρίζεται σε δυνάμεις της συντήρησης, που προκρίνουν τη «σταθερότητα» έναντι των δημοκρατικών αλλαγών, γεγονός που προκάλεσε και την πρόσφατη πολιτική κρίση. Σ’ αυτές τις δυνάμεις οι Αιγύπτιοι αναλυτές συγκαταλέγουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης που ίδρυσε ως «πολιτική πτέρυγά» της, καθώς και υπολείμματα του μουμπαρικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος. Η εσπευσμένη διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών εκλογών που ανακοινώθηκαν για τον επόμενο Σεπτέμβριο, αλλά θα γίνουν κατά πάσα πιθανότητα τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο, ευνοεί αυτές ακριβώς τις δυνάμεις που, λόγω των συγκροτημένων οργανωτικών δομών τους, θα είναι σε θέση να κερδίσουν μεγάλο αριθμό εδρών και να επηρεάσουν καταλυτικά την κατάρτιση του νέου συντάγματος.
Όπως επισημαίνεται (Γιουνίς, ό.π.), οι στρατιωτικοί πιθανώς να μην αντέξουν να ακολουθήσουν μέχρι τέλους αυτή τη γραμμή, επιθυμώντας να ανακόψουν την άνοδο ενός προέδρου αρκετά ισχυρού για να κάμψει την ισχύ του Στρατιωτικού Συμβουλίου. Ήδη κινούνται προς τη διαμόρφωση κανόνων σχετικά με το νέο σύνταγμα οι οποίοι θα προστατεύουν και πιθανώς θα επεκτείνουν επ’ άπειρον την ισχύ τους, ένα πρότυπο που μοιάζει με αυτό της Τουρκίας ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Μια «διακήρυξη βασικών αρχών», που ανήγγειλαν στις 15/7 ότι βρίσκεται στα σκαριά, θα διέπει το σχέδιο του συντάγματος και διατυπώνονται εκτιμήσεις (New York Times 17/7) ότι με αυτό τον τρόπο θα επιχειρήσουν να κρατήσουν εκτός κοινοβουλευτικού ελέγχου τον στρατιωτικό προϋπολογισμό, τις επιχειρήσεις που έχουν στην ιδιοκτησία τους στρατιωτικοί, καθώς και να εξασφαλίσουν το δικαίωμά τους να παρεμβαίνουν στην πολιτική όταν κινδυνεύει η «εθνική ενότητα ή ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους».
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέχρι στιγμής, έχει σταθεί σύμμαχος των στρατιωτικών που κυβερνούν, προσβλέποντας στα κοινοβουλευτικά κέρδη που της υπόσχεται η τακτική τους και υποστηρίζοντας με μισή καρδιά τις λαϊκές κινητοποιήσεις. Η περιορισμένη συμμετοχή της, παρά την αρχική άρνηση στις μεγάλες διαδηλώσεις της 8ης Ιουλίου, αποτελεί μαρτυρία της επιρροής που ασκούν οι δυνάμεις της δημοκρατικής επανάστασης και συνεπώς του κόστους που θα συνεπαγόταν η απόλυτη άρνηση των λαϊκών απαιτήσεων.
Η ισχύς των δυνάμεων που έδωσαν τη μάχη της επανάστασης αποτρέπει, προς το παρόν, μια συμπαγή συμμαχία των πιο συντηρητικών δυνάμεων και διατηρεί την ικανότητα να παρεμβάλλεται στους σχεδιασμούς τους και να επιβάλλει υποχωρήσεις, όπως η πρόσφατη με την απόλυση των αστυνομικών που ενέχονται σε δολοφονίες. Όμως, λείπει ακόμη η εναλλακτική λύση σε πολιτικό επίπεδο και καθετί πρέπει να κερδίζεται με μεγάλες μάχες, προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία που άρχισε τον περασμένο Ιανουάριο με την πτώση του Χ. Μουμπάρακ.
Τις τελευταίες εβδομάδες η Αίγυπτος συγκλονίζεται από μεγάλες διαδηλώσεις, αντίστοιχες του περασμένου Ιανουαρίου που οδήγησαν στην πτώση του Μουμπάρακ. Ο αγυπτιακός λαός, μεγάλες ομάδες του οποίου έχουν κατασκηνώσει στην Πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου και άλλων μεγάλων πόλεων, απαιτεί να προχωρήσουν ταχύτερα οι δημοκρατικές αλλαγές, να εκκαθαριστεί το κράτος, τα πανεπιστήμια και οι δημόσιες επιχειρήσεις από τους ανθρώπους του καθεστώτος Μουμπάρακ, να τιμωρηθούν οι ένοχοι βιαοπραγιών και φόνων και να περάσει η εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση.
Η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Αίγυπτο έφερε στην επιφάνεια την απώλεια νομιμοποίησης του Στρατιωτικού Συμβουλίου που κυβερνά ύστερα από την εκδίωξη του Χ. Μουμπάρακ. Στους πέντε και πλέον μήνες που έχουν μεσολαβήσει, δεν ανταποκρίθηκε στις λαϊκές απαιτήσεις ούτε στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, με αποκορύφωμα να δικάζονται εν ριπή οφθαλμού από στρατοδικεία διαδηλωτές ή απεργοί, αλλά οι άνθρωποι του καθεστώτος Μουμπάρακ, είτε να διαφεύγουν είτε να παραπέμπονται στις αργόσυρτες διαδικασίες των πολιτικών δικαστηρίων. Στην ίδια λογική αντιμετωπίζονται εργατικά μισθολογικά αιτήματα και το δικαίωμα στην απεργία, ενώ οι διευθύνσεις των επιχειρήσεων εξακολουθούν να συνεργάζονται με τις δυνάμεις ασφαλείας, με στόχο τον εκφοβισμό και την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
Όπως επισημαίνουν Αιγύπτιοι πολιτικοί αναλυτές, στο υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων βρίσκεται η σύγκρουση ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις και την ηγεσία του στρατού, όσον αφορά το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης. Το Στρατιωτικό Συμβούλιο δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα της επανάστασης και των λαϊκών αιτημάτων και επιμένει στη συνέχεια των υφιστάμενων νόμων και θεσμών, θεωρώντας ότι αντλεί τη νομιμότητά του από τη μεταβίβαση της εξουσίας εκ μέρους του Μουμπάρακ (Σερίζ Γιουνίς, Al Masry Al Youm, 17/7).
Οι ανώτατοι στρατιωτικοί που κυβερνούν γνωρίζουν ότι αν δεχθούν ως πηγή της εξουσίας τη νομιμότητα που δημιούργησε η επανάσταση, το νυστέρι θα φτάσει πολύ βαθύτερα από όσο μπορεί να αποδεχθεί το αιγυπτιακό κατεστημένο και οι ξένοι φίλοι του. Πιθανόν να φτάσει και σε παραχωρήσεις που αφορούν την άσκηση της εξουσίας.
Από εδώ προκύπτει η τάση του Στρατιωτικού Συμβουλίου να στηρίζεται σε δυνάμεις της συντήρησης, που προκρίνουν τη «σταθερότητα» έναντι των δημοκρατικών αλλαγών, γεγονός που προκάλεσε και την πρόσφατη πολιτική κρίση. Σ’ αυτές τις δυνάμεις οι Αιγύπτιοι αναλυτές συγκαταλέγουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης που ίδρυσε ως «πολιτική πτέρυγά» της, καθώς και υπολείμματα του μουμπαρικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος. Η εσπευσμένη διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών εκλογών που ανακοινώθηκαν για τον επόμενο Σεπτέμβριο, αλλά θα γίνουν κατά πάσα πιθανότητα τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο, ευνοεί αυτές ακριβώς τις δυνάμεις που, λόγω των συγκροτημένων οργανωτικών δομών τους, θα είναι σε θέση να κερδίσουν μεγάλο αριθμό εδρών και να επηρεάσουν καταλυτικά την κατάρτιση του νέου συντάγματος.
Όπως επισημαίνεται (Γιουνίς, ό.π.), οι στρατιωτικοί πιθανώς να μην αντέξουν να ακολουθήσουν μέχρι τέλους αυτή τη γραμμή, επιθυμώντας να ανακόψουν την άνοδο ενός προέδρου αρκετά ισχυρού για να κάμψει την ισχύ του Στρατιωτικού Συμβουλίου. Ήδη κινούνται προς τη διαμόρφωση κανόνων σχετικά με το νέο σύνταγμα οι οποίοι θα προστατεύουν και πιθανώς θα επεκτείνουν επ’ άπειρον την ισχύ τους, ένα πρότυπο που μοιάζει με αυτό της Τουρκίας ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Μια «διακήρυξη βασικών αρχών», που ανήγγειλαν στις 15/7 ότι βρίσκεται στα σκαριά, θα διέπει το σχέδιο του συντάγματος και διατυπώνονται εκτιμήσεις (New York Times 17/7) ότι με αυτό τον τρόπο θα επιχειρήσουν να κρατήσουν εκτός κοινοβουλευτικού ελέγχου τον στρατιωτικό προϋπολογισμό, τις επιχειρήσεις που έχουν στην ιδιοκτησία τους στρατιωτικοί, καθώς και να εξασφαλίσουν το δικαίωμά τους να παρεμβαίνουν στην πολιτική όταν κινδυνεύει η «εθνική ενότητα ή ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους».
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέχρι στιγμής, έχει σταθεί σύμμαχος των στρατιωτικών που κυβερνούν, προσβλέποντας στα κοινοβουλευτικά κέρδη που της υπόσχεται η τακτική τους και υποστηρίζοντας με μισή καρδιά τις λαϊκές κινητοποιήσεις. Η περιορισμένη συμμετοχή της, παρά την αρχική άρνηση στις μεγάλες διαδηλώσεις της 8ης Ιουλίου, αποτελεί μαρτυρία της επιρροής που ασκούν οι δυνάμεις της δημοκρατικής επανάστασης και συνεπώς του κόστους που θα συνεπαγόταν η απόλυτη άρνηση των λαϊκών απαιτήσεων.
Η ισχύς των δυνάμεων που έδωσαν τη μάχη της επανάστασης αποτρέπει, προς το παρόν, μια συμπαγή συμμαχία των πιο συντηρητικών δυνάμεων και διατηρεί την ικανότητα να παρεμβάλλεται στους σχεδιασμούς τους και να επιβάλλει υποχωρήσεις, όπως η πρόσφατη με την απόλυση των αστυνομικών που ενέχονται σε δολοφονίες. Όμως, λείπει ακόμη η εναλλακτική λύση σε πολιτικό επίπεδο και καθετί πρέπει να κερδίζεται με μεγάλες μάχες, προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία που άρχισε τον περασμένο Ιανουάριο με την πτώση του Χ. Μουμπάρακ.
Αρ. Αλαβάνου
Σχόλια