της Πέπης Ρηγοπούλου*
Ας σκεφτούμε τον τίτλο της εκδήλωσης, ξεκινώντας από την λέξη πολιτισμός, μια λέξη που μαζί με αυτήν της κουλτούρας (αλλά και της αισθητικής και της ιδεολογίας) εμφανίζεται τον 18ο αιώνα στην γαλλική και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ως παράγωγο της λατινικής civilitas που σημαίνει την πολιτική επιστήμη, την ευγένεια, το ήθος κ.λπ. (και όχι την civitas που σημαίνει την πολιτεία, αλλά που ωστόσο την περιέχει). Δεν θα αναφερθώ εδώ αναλυτικά στις διάφορες πτυχές του πολιτισμού, που η σύνδεση τους μοιάζει όλο και πιο απαγορευμένη στις μέρες μας. Προτείνω μία αναφορά στην καταγωγή της έννοιας αυτής στην μνήμη της Ελλάδας και της Ευρώπης. Κάτι που βρίσκει, εκτός από τις στερεοτυπικές επαναλήψεις ενός ασώματου λόγου στις διάφορες επετείους, εντελώς αντίθετες τις κυβερνητικές πολιτικές που έχουν να κάνουν με την παιδεία, τα πολιτιστικά, την επικοινωνία, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις.
Η λέξη πολιτισμός απουσιάζει από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Δύο άλλες λέξεις καλύπτουν τις βασικές πτυχές του: Η λέξη παιδεία, που συμπυκνώνει ένα σύνολο που αφορά στις τέχνες και τις τεχνικές, την γλώσσα και τα γράμματα, την ταυτότητα και την μνήμη, τις θρησκείες και τις δοξασίες, κ.λπ., και η λέξη πόλις, που αποτελεί τον κορμό τόσο του πολιτικού όσο και των πολιτιστικών πραγμάτων (δηλαδή των πολλαπλών εκδηλώσεων της καλλιτεχνικής δημιουργίας). Θυμίζω ότι η λέξη πόλις (και civitas) έχει δύο σημασίες στην αρχαία ελληνική και την αντίστοιχη λατινική γλώσσα: αφορά στον πολεοδομικό ιστό, στον χώρο που κινούνται το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου (άστυ και urbs) και στα πολιτικά πράγματα, ανάμεσα τους στο πολίτευμα, την δημοκρατία (πολιτεία, civitas).
Το να πούμε όμως ότι πόλις και πολιτική συνδέονται άρρηκτα στην ελληνική αρχαιότητα δεν αρκεί. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι ακόμη και η θρησκεία ήταν πολιτικό ζήτημα. Στην αθηναϊκή δημοκρατία η εκκλησία του δήμου, ο κυρίαρχος πολιτικός θεσμός, όπου κυρίως πραγματώνεται η δημοκρατία αποφάσιζε και για ζητήματα θρησκείας, ας πούμε για την εισδοχή μιας νέας θεότητας, αλλά ακόμη και για την ερμηνεία ενός χρησμού των Δελφών, όπως έγινε στα Περσικά με τον περίφημο χρησμό για τα ξύλινα τείχη. Η πόλις των Αθηνών και το πολιτικό στοιχείο συνδέονται στενά με την φυσική και την πολεοδομική πραγματικότητα του άστεως. Οι χώροι των πολιτικών και των νομικών αποφάσεων, η Πνύκα και τα δικαστήρια αποτελούν ορόσημα της αστεακής χωροταξίας. Στην πομπή των Παναθηναίων ο πέπλος που προσφέρουν στην Αθηνά οι νέες Αθηναίες είναι μαζί ένα αφιέρωμα και ένα τεχνικό κατόρθωμα, ένα καλλιτέχνημα και ένα τέχνημα, αλλά και μια πολιτική πράξη ανανέωσης του συμβολαίου ανάμεσα στην Πρόμαχο και την αγαπημένη της πόλη. Αυτό ωστόσο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ο πολίτης της Αθήνας είναι κάποιος που παράγεται ή αν προτιμάτε διαμορφώνεται από ένα συνολικό πολιτισμό, την αθηναϊκή παιδεία. Ο πολίτης που ψηφίζει στην εκκλησία του δήμου, είναι και δικαστής του δικαστηρίου της Ηλιαίας, ο δρομέας των Παναθηναίων, ο πολεμιστής του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας ή του Πελοποννησιακού πολέμου, ο θεατής του Αισχύλου ή του Αριστοφάνη, ο ακροατής του Σωκράτη και των σοφιστών. Πολιτισμός και πολιτική βρίσκονται με άλλα λόγια συνεχώς σε συνεχή σύνδεση και αλληλεπίδραση. Αλλά για όσους από μας θεωρούν ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν τελείωσε με την ήττα των Αθηναίων και των Θηβαίων στην Χαιρώνεια το 338 π.Χ., βλέπουμε μια διαφοροποιημένη αλλά αντίστοιχη σύνδεση αφού ο Μακεδόνας σαρισοφόρος που ίδρυσε χίλιες ελληνικές πόλεις στην Ασία, ήταν επίσης θεατής των ελλήνων τραγικών στο αρχαίο θέατρο της Βεργίνας αλλά και μέλος της συνέλευσης του στρατού που επέβαλε στον Αλέξανδρο να μην εισβάλει στην Ινδία. Ο Γάλλος ιστορικός και ενεργός φίλος του λαού μας και της δημοκρατίας στα χρόνια της Χούντας, Πιερ Βιντάλ Νακέ, σημειώνει πολύ σωστά στο βιβλίο του Ο Μαύρος κυνηγός ότι η ελληνική πόλις έζησε ακόμα και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, βασισμένη στο τρίπτυχο πόλη, δημοκρατία, πολιτισμός.
***
Δεν πρόκειται να σας κουράσω με την διαχρονική εξέλιξη των πόλεων σε σχέση με την πολιτική και τον πολιτισμό. Θα σημειώσω μόνο δύο στοιχεία. Πρώτο ότι η μεγαλούπολη, η σημερινή πραγματικότητα του αθηναϊκού λεκανοπεδίου και τόσων άλλων πόλεων στον κόσμο, δεν είναι γέννημα των τελευταίων αιώνων. Η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια στα χρόνια των διαδόχων, η Ρώμη και στους μέσους χρόνους η Κωνσταντινούπολη και η Αραβική Βαγδάτη ήταν πόλεις εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων που η Δυτική Ευρώπη δεν γνώρισε παρά εδώ και δύο περίπου αιώνες. Χρειάστηκε η απαξίωση του Βυζαντίου και του Δυτικού Μεσαίωνα, ανιστόρητη και συχνά υστερόβουλη, για να ξεχαστεί η πραγματικότητα αυτή. Λησμονιά που γίνεται ακόμα πιο προβληματική αν σκεφτούμε ότι τα τελευταία βυζαντινά χρόνια, όταν κατά τον Νίκο Σβορώνο αναδύεται ο νέος ελληνισμός, αναφαίνεται και ένα φρόνημα που έχει πολλά να πει και σήμερα σε όποιον σκέφτεται ουσιαστικά για την δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αρνείται να παραδώσει την Πόλη στον Μωάμεθ, τον οποίο ο κύριος Ερντογάν έχει την καλοσύνη να μας θυμίζει κάθε τόσο, γιατί, όπως του γράφει λίγο πριν πέσει στην πύλη του Ρωμανού «το να σου παραδώσω την Πόλη δεν είναι κάτι δικό μου, γιατί με κοινή απόφαση (κοινή γαρ γνώμη) θα πεθάνουμε χωρίς να λυπηθούμε την ζωή μας». Λόγια που αν τα παραβάλουμε με το L’ état c’ est moi, το κράτος είμαι εγώ, του Λουδοβίκου 14ου θα έπρεπε να μας κάνει λίγο πιο προσεχτικούς σχετικά με το πόση δημοκρατία υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη του 15ου αι. σε σχέση με το Παρίσι του 17ου και του 18ου αιώνα.
Η Δυτική πόλη αναπτύσσεται, με αρκετά βραδείς ρυθμούς από την Αναγέννηση και πέρα. Πόλη, δημοκρατία και πολιτισμός βρίσκουν την έκφρασή τους στις ανεξάρτητες πόλεις των νεωτέρων χρόνων, που όμως συνυπάρχουν με βασιλείες, αυτοκρατορίες, τυραννίες: Έτσι και αλλιώς πρόκειται για πόλεις λίγων χιλιάδων κατοίκων και όσοι λένε ότι η Αθήνα των πέντε χιλιάδων πριν την επανάσταση ήταν μικρή, θα πρέπει να ξέρουν ότι Παρίσι και Λονδίνο δεν αναπτύχθηκαν παρά στο τέλος του δεκάτου ογδόου και στην αρχή του 19ου. Ευρωπαϊκή μεγαλούπολη και καπιταλισμός, αστικό προλεταριάτο και υποπρολεταριάτο και εργοστάσιο αναπτύσσονται ως φαινόμενα αδιάσπαστα συνδεδεμένα. Η λειτουργία των εργοστασίων συνεπάγεται μια δραματική εσωτερική μετανάστευση πληθυσμών από την ύπαιθρο στην κόλαση των φτωχογειτονιών των αναπτυσσομένων μεγαλουπόλεων. Μετανάστευση που θα καταγραφεί στο μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα από τον Μπαλζάκ μέχρι τον Ντίκενς αλλά και στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς.
Ο πολιτισμός και η δημοκρατία δεν διασφαλίζονται με αφηρημένα σχήματα. Χρειάζονται αυτογνωσία, ανάληψη ευθύνης, δημιουργία, τόλμη. Χρειαζόμαστε μια γνώση που να πηγαίνει πέρα από τα στερεότυπα και τα δήθεν αυτονόητα. Μια γνώση που να σκύβει με σεβασμό και στοργή στην μικρή γωνιά του δρόμου της γειτονιάς μας και να ανοίγεται στους μεγάλους δρόμους της μνήμης και του κόσμου
Η ραγδαία από ένα σημείο και πέρα ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων και των εργοστασίων δεν θα αποτελέσει μόνον μια νέα οικονομική πραγματικότητα. Θα επιφέρει επίσης και μια σειρά από άκρως σημαντικές αλλαγές στις δοξασίες, τα ήθη και τους αξιακούς κώδικες και τους κανόνες συμπεριφοράς. Αλλαγές που θα συνεχίσουν να εξελίσσονται και να εξαπλώνονται ακόμα και σήμερα στην καλούμενη μεταβιομηχανική, μεταμοντέρνα κ.λπ. εποχή σε πλανητικό επίπεδο. Δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ ούτε καν μια εντελώς σύντομη απαρίθμηση των αλλαγών αυτών. Θα σταθούμε όμως σε ένα στοιχείο που έχει να κάνει με τα αλληλένδετα ζητήματα της μνήμης και της ταυτότητας για τα οποία μου ζητήθηκε να μιλήσω. Πρόκειται για την μετατροπή της έννοιας του νέου σε επικοινωνιακό και πολιτικό ή πιο σωστά πολιτικάντικο εργαλείο. Η έννοια νέο ήταν άκρως αμφίσημη για τους αρχαίους τραγικούς. Μπορούσε να σημαίνει το καλό ή το κακό. Για τον καπιταλιστικό όμως κόσμο το νέο και άλλες σχετικές έννοιες όπως η πρόοδος έγινε εργαλείο οικονομικής και πολιτικής επικράτησης. Το νέο απορρυπαντικό καθαρίζει πιο καλά από το παλιό. Ο νέος πολιτικός είναι καλύτερος από τον παλιό ακόμα και όταν εξαπατά ή προδίδει. Ο καλλιτέχνης όπως και ο κεφαλαιοκράτης οφείλει να προσφέρει κάτι το πιο νέο από το νέο που προσφέρει ο ανταγωνιστής του. Ο Αντόρνο ήταν ίσως ο πρώτος που πρόσεξε ότι αυτό τα αδυσώπητο κυνήγι για το αενάως νέο προϊόν οδηγεί στη ακύρωση και την υπόσκαψη του πραγματικά νέου. Δηλαδή στην υπόσκαψη οποιουδήποτε βήματος θα οδηγούσε σε μια καλύτερη ζωή, και ακόμη, για να χρησιμοποιήσω μια ιατρική έννοια, στην υποτροπή. Με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σήμερα στην μετατροπή του πολιτικού αγώνα σε ανταγωνισμό για μια επίφαση όλο και πιο νέας νεότητας, που όμως δεν θα φέρει Τα παιδιά στην εξουσία για να θυμηθούμε τον Βιτράκ, αλλά μάλλον έναν έωλο παλιμπαιδισμό, την παραγωγή του χειρότερου παλιού με το φθαρμένο προσωπείο του νέου.
Αυτή όμως η ισχυρή τάση να θαυμάζουμε και να υποτασσόμαστε όχι σε ότι είναι αλλά σε ότι δηλώνει νέο, να ακολουθούμε όχι αυτό που ελευθερώνει και κάνει πιο δίκαια την κοινωνία μας αλλά ότι δηλώνει προοδευτικό συνδέεται και με ένα στοιχείο το οποίο καταχρηστικά έχει χρεωθεί στο κίνημα ιδεών που ονομάστηκε μετανεωτερικότητα ή μεταμοντέρνο. Πρόκειται για την διάλυση του ηθικού και αισθητικού κριτηρίου. Το ωραίο, το αληθινό, το δίκαιο καταντούν συχνά να είναι κενές λέξεις, ή αντίστροφα το αντιαισθητικό, το ανήθικο, τα ψέμα να αποκαλούνται δημόσια προσόντα. Οι πρόσφατοι έπαινοι του κυρίου Μπερνάρ Ανρί Λεβί, επιχειρηματία όπως λέγεται στην Αφρική και νέο-φιλοσόφου στον έλληνα πρωθυπουργό διότι αψήφησε το όχι της Αντιγόνης και (κατά λέξη) έκανε την κωλοτούμπα, αποτελούν ένα καλό δείγμα της εξέλιξης αυτής.
***
Μάιος 2019. Δημοτικές εκλογές στο Γαλάτσι. Αν απάντησα στην πρόσκληση σας, είναι γιατί αρνούμαι να δεχτώ ότι οι εξελίξεις που όλοι αντιλαμβανόμαστε είναι αναπόδραστες. Οι προσπάθειες για μια πιο σωστή αυτοδιοίκηση είναι ουσιώδες μέρος από αυτά που πρέπει να γίνουν. Οι πόλεις μας, οι γειτονιές μας, οι αποφάσεις για τις πόλεις και τις γειτονιές μας χρειάζονται περισσότερη δημοκρατία, με την έννοια της συμμετοχής, του ήθους, της ανιδιοτέλειας. Και χρειάζονται περισσότερο πολιτισμό, όχι μόνο σε σχέση με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, που εννοείται ότι όταν αξίζουν είναι πολύ σημαντικές, αλλά και στους δρόμους και στα σπίτια, στους χώρους δουλειάς και σπουδής. Ας θυμηθούμε όμως ότι ο πολιτισμός και η δημοκρατία δεν διασφαλίζονται με αφηρημένα σχήματα. Χρειάζονται αυτογνωσία, ανάληψη ευθύνης, δημιουργία, τόλμη. Χρειαζόμαστε μια γνώση που να πηγαίνει πέρα από τα στερεότυπα και τα δήθεν αυτονόητα. Μια γνώση που να σκύβει με σεβασμό και στοργή στην μικρή γωνιά του δρόμου της γειτονιάς μας και να ανοίγεται στους μεγάλους δρόμους της μνήμης και του κόσμου. Χρειαζόμαστε την δημιουργία, την ποίηση, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, μια ποίηση που να αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ζωής. Και μια τόλμη που να μας επιτρέπει να γίνουμε όχι αυτό που συνηθίσαμε να είμαστε αλλά αυτό που μπορούμε, που οφείλουμε να είμαστε. Λέω οφείλουμε, γιατί ο τραυματισμένος τόπος μας είναι ακόμα ωραίος αλλά και ακραία δύσκολος, νυν και αεί στην κόψη του ξυραφιού. Πολιτισμός και δημοκρατία δεν μπορεί να είναι παρά ο καρπός αυτών των στοιχείων. Ο αγώνας για καλύτερη, πιο δημοκρατική αυτοδιοίκηση, για μια πιο ουσιαστική παρουσία του πολιτισμού στους δήμους είναι ουσιώδης. Αλλά ας μην αυταπατώμαστε. Η απελευθέρωση της χώρας μας, για να μην πω η διάσωση της χώρας μας είναι το μείζον ζήτημα, η προϋπόθεση για να υπάρξουν όλα τα άλλα.
Κλείνω συνοψίζοντας ότι όταν μιλάμε για πολιτισμό μιλάμε για την ζωή μας. Μια ζωή που δεν είναι ποτέ δεδομένη. Ποτέ προκαθορισμένη είτε από το DNA είτε από το κοινωνικό περιβάλλον. Που την οδηγούμε και μας οδηγεί με αυτό που θα ονομάζαμε θαύμα. Μεταμορφώσεις και επιστροφές, ματαιώσεις και παραιτήσεις, αποφάσεις και σιωπές: Μια μεγάλη γκάμα από χρώματα που πολλές φορές δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε, μέσα στην θλίψη συχνά μας βαραίνει, οι αυτοκτονίες γύρω μας πολλαπλασιάζονται. Όχι δεν ήταν πάντα έτσι. Ζούμε μια κεντρική ώρα λύπης και αποθάρρυνσης γι’ αυτό με συγκινεί η νέα σας αυτή προσπάθεια. Που είναι προσπάθεια κατανόησης του εαυτού και του άλλου. Έχοντας την επίγνωση ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια ποιητική δράση, μια δράση δηλαδή που θα ανθίσει πάνω στις ρωγμές και τα σπαράγματα και θα δημιουργείται την κάθε ώρα την κάθε στιγμή όχι μόνο ως ιδέα αλλά και σαν έργο που αστράφτει στο φως του ήλιου. Το θέμα δεν είναι απλώς εννοιολογικό. Είναι και βαθιά πολιτικό. Κάθε εξουσία θέλει τους υπηκόους της να είναι διεσπασμένα πρόσωπα σε ένα διεσπασμένο κόσμο. Αν κάποτε αυτό εκφραζόταν με την ρωμαϊκή ρήση διαίρει και βασίλευε, στο καπιταλιστικό σύστημα η ίδια διαδικασία επιτυγχάνεται με τον κατακερματισμό των κοινωνικών ρόλων και δραστηριοτήτων και τον αντίστοιχο κατακερματισμό της εικόνας του κόσμου, στον οποίο τα άτομα οφείλουν να παραμένουν αδρανή, ευνουχισμένα, ενεργούμενα. Πιο συγκεκριμένα. Στο βαθμό που οι κρατούντες δεν επιθυμούν την όποια αμφισβήτηση και αντίσταση, δεν τους συμφέρει να μπορούν όσοι υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση να συνδέουν φερ’ ειπείν την τέχνη, την σεξουαλικότητα ή την οικολογία με την πολιτική. Το πρόσφατο παράδειγμα της Eurovision έχει από την άποψη αυτή μια σημασία. Στο όνομα των σημαντικών αν και διασπασμένων ατομικών δικαιωμάτων, διώκεται το συλλογικό δικαίωμα σε μία πατρίδα, όπως συμβαίνει με την Παλαιστίνη.
* Η Πέπη Ρηγοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)