της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*
Ο ιταλός κομμουνιστής, αγωνιστής και διανοούμενος, Αντόνιο Γκράμσι, συλλαμβάνεται στις 9 Νοεμβρίου 1926. Λίγες μέρες πριν ο Μουσολίνι έχει θέσει εκτός νόμου όλα τα κόμματα. Ο Γκράμσι δικάζεται στα τέλη Μαΐου του 1928. Στη δίκη του ο εισαγγελέας Μικέλε Ισγκρό, στην αγόρευσή του είπε την περίφημη φράση: «Πρέπει για είκοσι χρόνια να σταματήσουμε να λειτουργεί αυτό το μυαλό». Ο Γκράμσι από τότε μέχρι τον θάνατό του (27 Απριλίου 1937) έζησε έγκλειστος στις φασιστικές φυλακές. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η σκέψη του Γκράμσι συνεχίζει να συγκινεί και να κινητοποιεί τους ανθρώπους, να απασχολεί τους ερευνητές, να δέχεται νέες ερμηνείες και «αναγνώσεις». Επομένως, η στόχευση του εισαγγελέα Ισγκρό δεν επιτεύχθηκε. Μπορεί η φυλακή να επέσπευσε το θάνατο του Γκράμσι, αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει την επίδραση της σκέψη του.
Ο Γκράμσι, που, αν δεν είχε ακολουθήσει το δρόμο του αγώνα με ό,τι συνεπαγόταν εκείνα τα χρόνια, θα είχε πιθανόν γίνει ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος, ήρθε στο νου μου τις τελευταίες εβδομάδες με τις διάφορες προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για τα πιστοποιητικά που θα πιστοποιούν την παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια όσων πρόκειται να γίνουν εκπαιδευτικοί. Γράφει ο Γκράμσι για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών: «Δεν διδασκόμαστε τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά για να μιλήσουμε αυτές τις γλώσσες, για να κάνουμε τους σερβιτόρους ή τους μεταφραστές ή οτιδήποτε άλλο. Τα διδασκόμαστε για γνωρίσουμε τον πολιτισμό δύο λαών, των οποίων η ζωή έχει τεθεί ως βάση του παγκόσμιου πολιτισμού [….] Στο σύγχρονο σχολείο μου φαίνεται ότι πραγματοποιείται μια διαδικασία προοδευτικού εκφυλισμού: το σχολείο επαγγελματικού τύπου, δηλαδή αυτό που ενδιαφέρεται για ένα άμεσα πρακτικό συμφέρον παίρνει την πρωτοκαθεδρία από το «παιδευτικό» σχολείο που δεν ενδιαφέρεται για τα άμεσα. Το πιο παράδοξο είναι ότι αυτού του τύπου το σχολείο εμφανίζεται και δηλώνεται ως «δημοκρατικό», ενώ αντιθέτως ακριβώς προορίζεται για να διαιωνίζει τις κοινωνικές διαφορές […] Εάν θέλουμε να διαλύσουμε αυτήν την πλεκτάνη, απαιτείται να μην πολλαπλασιάσουμε και να μην αναβαθμίσουμε τους τύπους του επαγγελματικού σχολείου, αλλά να δημιουργήσουμε έναν ενιαίο τύπο προπαρασκευαστικού σχολείου που θα οδηγεί τον νέο μέχρι το κατώφλι της επαγγελματικής επιλογής, εκπαιδεύοντάς τον στο μεταξύ ως άνθρωπο ικανό να σκέφτεται, να μελετά, να διευθύνει ή να ελέγχει αυτόν που διευθύνει» [Quaderni dal Carcere, 4 [XIII], 55].
Εάν τηρήσουμε όλες τις ιστορικές αναλογίες και αντικαταστήσουμε το «σχολείο» με το «πανεπιστήμιο», η άποψη του Γκράμσι είναι σαν να διατυπώθηκε σήμερα. Οι πρόσφατες προτάσεις των Ινστιτούτων του Υπουργείου να αυτονομηθεί η παιδαγωγική και διδακτική προετοιμασία των φοιτητών που θα γίνουν καθηγητές στη Μέση Εκπαίδευση από τις υπόλοιπες σπουδές τους και να πιστοποιείται από ειδικές δομές (ενίοτε και με δίδακτρα) εντάσσονται ακριβώς σε αυτήν τη λογική της τυποποίησης και της «μετρησιμότητας» της επιστημονικής γνώσης και της παιδαγωγικής διάδοσής της. Εκτός από το ότι είναι η απόλυτη εφαρμογή των επιταγών του ΟΟΣΑ, εκτός από το ότι στοχεύει στην χειραγώγηση και την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων του μελλοντικού εκπαιδευτικού δυναμικού, εκτός από το ότι ευχαριστεί ορισμένες πανεπιστημιακές μονάδες που αποκτούν ρόλο υπερ-ελέγχου στα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων, η πρόταση για το «Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας» επιβάλλει την άποψη ότι ο αυριανός καθηγητής δεν καθορίζεται κυρίως από την επιστημονική και παιδαγωγική του συγκρότηση, αλλά από την πιστοποίηση ρευστών και διαρκώς ανανεούμενων «επαρκειών».
Η ίδια η λέξη «επάρκεια» συνδηλώνει μια τεχνικότητα που δεν αντιστοιχεί στο βάθος της παιδαγωγικής και διδακτικής γνώσης. Αυτή πρέπει να είναι άρρηκτα δεμένη με την επιστημονική γνώση του ειδικού αντικειμένου (γλώσσα, φιλολογία, μαθηματικά, φυσική κ.λπ.) και όχι μια αυτονομημένη τεχνική. Ο δάσκαλος –σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης– δομεί σχέσεις με τους μαθητές, στηριγμένος στη γνώση και τη διάδοσή της. Δεν είναι ποτέ «επαρκής» γιατί δεν είναι παντογνώστης, αλλά πρέπει να είναι ικανός και κυρίως διαθέσιμος να μοιραστεί γνώσεις, να διαμορφώσει τρόπους σκέψης και κριτήρια, δηλαδή να μορφώσει τους νέους ανθρώπους. Η προετοιμασία των αυριανών δασκάλων δεν είναι δίπλωμα οδήγησης ούτε γνώση ενός υπολογιστικού προγράμματος.
Οι αυριανοί δάσκαλοι οφείλουν να υπηρετήσουν το κατεξοχήν ανθρωπιστικό και χειραφετητικό αίτημα της καθολικής μόρφωσης. Οφείλουν, δηλαδή, να κάνουν το μυαλό των μαθητών τους να λειτουργεί. Κι αυτό ειδικά στις μέρες μας δεν είναι μια εύκολη υπόθεση!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)