Πίσω στη δεκαετία του ’70, ένας μαχητικός αντι-ιμπεριαλιστικός κινηματογράφος αναδείχτηκε κυρίως στις λατινοαμερικάνικες χώρες, παρά τις σκληρές χούντες. Μετά το μούδιασμα της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι μεξικάνικες ταινίες στις αρχές της νέας χιλιετηρίδας, υπήρξαν από τις πρώτες που επανέφεραν με νέα σκηνοθετική οπτική τις συνέπειες της νεοαποικιοκρατίας, καταγγέλλοντας τον ρατσισμό και τον ταξικό διαχωρισμό των σύγχρονων λατινοαμερικάνικων κοινωνιών. Ταυτόχρονα, με τις βίαιες γκανγκστερικές ταινίες για τα καρτέλ ναρκωτικών, αναπτύχθηκαν οι πειραματικές προσπάθειες του 46χρονου Κάρλο Ρεϊγάδας και οι ταινίες αποστασιοποιημένης αισθητικής επιρροής Χάνεκε, του 39χρονου Μισέλ Φράνκο, που συνεχίζουν να καταδεικνύουν την αυξανόμενη βία και το ρατσισμό στη μεξικανική κοινωνία.

Στη γενιά των 55άρηδων Μεξικανών σκηνοθετών που διέπρεψαν σε διεθνείς υπερπαραγωγές, όπως οι Αλφόνσο Κουαρόν και Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ανήκει και ο Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ινιάριτου, παρότι διακρίθηκε αρχικά μέσα από βίαια δράματα νεορεαλιστικής κοπής. Τελευταία, εκτός από τα συμβατικά ρεαλιστικά δράματα, κυρίως γύρω από την επιδημία μετανάστευσης του εξαθλιωμένου μεξικάνικου πληθυσμού στις γειτονικές ΗΠΑ, στο σύγχρονο μεξικάνικο σινεμά επανέρχονται θεματικές που μιλούν έμμεσα για την αποικιοκρατική επέλαση ενός ξενόφερτου εκπολιτισμού της λατινοαμερικάνικης ταυτότητας, όπως η μεξικάνικη ταινία Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα (2017) του 48χρονου Ερνέστο Κοντρέρας.

* * *

Ένας νεαρός καθηγητής γλωσσολογίας φτάνει σ’ ένα απομονωμένο χωριό της μεξικάνικης ζούγκλας, με σκοπό να καταγράψει τα ζικρίλ, μια σπάνια προφορική διάλεκτο των αυτοχθόνων, που κινδυνεύει να εκλείψει. Οι μόνοι εναπομείναντες ηλικιωμένοι που θα μπορούσαν να συνομιλήσουν για να τους ηχογραφήσει ο καθηγητής είναι ο Ισάουρο και ο Εβαρίστο, αλλά ο τελευταίος, μονίμως δύστροπος, αρνείται πεισματικά να συναντήσει τον Ισάουρο, με τον οποίο δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα εδώ και πενήντα ολόκληρα χρόνια, εξαιτίας του έρωτα για μια γυναίκα. Ο καθηγητής καταφέρνει, ωστόσο, να τους φέρει κοντά, μέσω της όμορφης εγγονής του Εβαρίστο. Στη δύση της ζωής τους, καθισμένοι αναπαυτικά στην ίδια παραλία όπου άλλοτε έπαιζαν με τα κύματα, οι δυο γέροι αναπολούν τα νεανικά τους χρόνια στη γλώσσα που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν, σε λόγια που παραμένουν αμετάφραστα. Το αιφνίδιο όμως ξέσπασμα του Εβαρίστο, με βιαιοπραγίες κατά του Ισάουρο, προδίδει την ύπαρξη ενός ενοχικού μυστικού.

Μέσα από την συγκινητική ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα γίνεται αναφορά στην ξεχασμένη πολυθεϊστική κουλτούρα των λατινοαμερικάνικων αυτοχθόνων πληθυσμών που κατάπιε η κυρίαρχη ισπανόφωνη κουλτούρα των καθολικών αποικιοκρατών.

Τα ζικρίλ, η υποτιθέμενη χαμένη ντοπιολαλιά, επινοήθηκε ειδικά για την ταινία ως η γλώσσα της ζούγκλας μεταξύ ανθρώπων και ζώων, αγγίζοντας μια χαρακτηριστική αρμονική σχέση με τη φύση που απαντάται σε αρκετούς πρωτόγονους πολιτισμούς. Σε πλάνα γεμάτα απ’ την πυκνή βλάστηση, με λήψεις από κάτω προς τα πάνω στα τεράστια δέντρα, μόλις οι ηλικιωμένοι αυτόχθονες συλλαβίσουν φωναχτά τα ζικρίλ, ανακινούν αλαλαγμούς πτηνών και ζώων, που αποκρίνονται. Η έντονη παρουσία της ζούγκλας στην ταινία συνδυάζεται με το ηχόχρωμα πνευστού στην ενορχήστρωση της πρωτότυπης μουσικής του Αντρές Σάντσεζ, όπου ο ήχος ανέμου που διαπερνάει το πνευστό μεταφέρει την αύρα της ανάσας της φύσης, πλάι στα έθνικ ρυθμικά κρουστά και τύμπανα, με μια θλιμμένη κούμπια, τραγουδισμένη στα ζικρίλ, να δίνει τον τόνο στη σκηνή γιορτής.

Η καταιγίδα που ξεσπάει τη νύχτα που η ηλικιωμένη Χασίντα της φυλής ζικρίλ πεθαίνει, μεταφέρει την αναστάτωση ολόκληρης της φύσης με την παρουσία του μεταφυσικού στοιχείου, όταν εμφανίζονται τα πνεύματα της φυλής της για να την πάρουν μαζί τους, σε μια επιβλητική σκηνή μεταξύ ονείρου και παραμυθιού, με επιρροές από τον μαγικό ρεαλισμό που είχε άλλοτε σημαδέψει τον λατινοαμερικάνικο κινηματογράφο. Το άκουσμα χειμάρρου αποτελεί το κάλεσμα της Χασίντα στον κάτω κόσμο, σε μια σκοτεινή υπόγεια σπηλιά, σύμφωνα με τους λαογραφικούς θρύλους των αυτοχθόνων.

Η συμβατική ρεαλιστική σκηνοθεσία εμπλουτίζεται με αναπαραστατικά φλασμπάκ από τη νεαρή ηλικία των πρωταγωνιστών, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα μυστικά τους. Τα παραθαλάσσια εφηβικά ερωτικά παιχνίδια, σε αργή κίνηση, που υπογραμμίζει τη νοσταλγία της χαμένης ξενοιασιάς, διακόπτονται από συμβολικές εφιαλτικές σκηνές με τεράστιους Εσταυρωμένους, με αιμάτινα δάκρυα, να υπονοούν το ρίζωμα, μέσα από την καθολική κατήχηση, της ενοχής και της θρησκευτικής αμαρτίας για κάθε τι που σχετίζεται με την κουλτούρα των αυτοχθόνων και τις παγανιστικές παραδόσεις, ως εμπόδιο στην ομοιομορφία του αποικιοκρατικού εκπολιτισμού, όπου τα ισπανικά ταυτίζονται με τον χριστιανικό πουριτανισμό που δεν χωράει γλωσσικές, φυλετικές και σεξουαλικές παρεκκλίσεις. Έτσι η ξενόφερτη καθολική κατήχηση, όπως διαφαίνεται στα φλασμπάκ, επέβαλε μια πολιτισμική «κανονικότητα», τοποθετώντας στο περιθώριο κάθε διαφορετική συμπεριφορά.

* * *

Η απομόνωση του απροσάρμοστου αυτόχθονα γέροντα Ισάουρο, που ζει ως ερημίτης σε μια καλύβα στη ζούγκλα, μακριά από την κοινότητα του χωριού, απορρέει από το πρόβλημα επικοινωνίας του, καθώς συνειδητά δεν έμαθε τη γλώσσα των καθολικών ιεραποστόλων, αρνούμενος να χάσει μέσα από τη μητρική διάλεκτο την κουλτούρα του, για να μιλήσει τη γλώσσα ενός πολιτισμού που κρίνει τη σεξουαλική του ταυτότητα ως αμαρτία. Αυτή η άρνηση ενσωμάτωσης επέφερε μοιραία και την περιθωριοποίησή του. Ο Εβαρίστο, στον αντίποδα, κυριευμένος από τον φόβο της ενοχής του καθολικισμού, αλλά και της κοινωνικής απόρριψης, απαρνήθηκε μαζί με τη μητρική γλώσσα και τον αμαρτωλό έρωτά του και μαζί με τα ισπανικά που επέλεξε να μιλάει ενστερνίστηκε και την ταυτότητα του αποικιοκρατούμενου Μεξικανού.

Η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως ο κατεξοχήν φορέας του πολιτισμού όσων την μιλάνε, όσο και ως αδιάψευστο αποδεικτικό στοιχείο των συναισθημάτων τους. Η στάση του Εβαρίστο να μην ξαναμιλήσει τη γηγενή διάλεκτο, υποδηλώνει και την πεποίθησή του ότι άμα χαθούν για πάντα οι λέξεις που εξέφρασαν ένα φλογερό έρωτα, θα θαφτεί μαζί τους και η ανάμνησή του. Όπως βυθίζεται στο σκοτάδι του παρελθόντος ένα νεανικό ερωτικό πάθος, έτσι εξίσου περνά στη λήθη και η γλώσσα των ηττημένων, καταδικασμένη να χαθεί μαζί με όλα τα πολιτισμικά στοιχεία που φέρει.

Η καταπίεση κάθε διαφορετικού από την επιβολή της κυρίαρχης κουλτούρας επισημαίνεται σε δυο διαφορετικές αντιλήψεις αντιμετώπισης και επιλογές προσδιορισμού ταυτότητας, της ενσωμάτωσης ή της περιθωριοποίησης, σε μια ταινία που αναφέρεται ουσιαστικά σε έναν πολιτισμικό πόλεμο μέσα από τον έρωτα.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!