Μετά από πολλές δεκαετίες, η περίφημη φράση του Καραμανλή, κατά τη διάρκεια του «Αττίλα 2» τον Αύγουστο του 1974, ότι «η Κύπρος κείται μακριά» επανέρχεται με επιθετικό τρόπο –πολιτικά, πρακτικά αλλά και ιδεολογικά‒ ώστε να εντυπωθεί για τα καλά στη συνείδηση και την ψυχολογία του ελληνικού κόσμου αλλά και ως μήνυμα υποταγής στους ευρύτερους σχεδιασμούς. Έτσι οι παραχωρήσεις απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό αποκτούν μια λογική βάση και καθίστανται σχεδόν αναπότρεπτες. Άλλωστε, αυτού του τύπου ο υπαγορευόμενος από τους ισχυρούς ρεαλισμός χρωμάτισε τη στάση των ελληνικών ελίτ όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα, η κοινή μοίρα –άρα και η αναγκαία κοινή στάση‒ Ελλάδας και Κύπρου πρέπει πάση θυσία να εξοβελιστούν ως πιθανό σενάριο.

Το εκτεταμένο απόσπασμα που δημοσιεύουμε από το άρθρο του Πέρρυ Άντερσον «Οι διαιρέσεις της Κύπρου» δίνει μια ιδιαίτερα πλούσια και χρήσιμη εικόνα του Κυπριακού ζητήματος. Δημοσιεύτηκε το 2008 στο London Review of Books και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Κώστα Ράπτη.

του Πέρρυ Άντερσον

Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεωρείται ευρέως ως το σημαντικότερο επίτευγμά της μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και προσφέρει την ευκαιρία για εκδηλώσεις ενός μάλλον αδικαιολόγητου αυτοθαυμασμού, έχει αφήσει στην παλάμη των Βρυξελλών ένα δυσδιάκριτο αγκάθι. Η ανατολικότερη από όλες τις νέες κτήσεις της Ε.Ε., και μάλιστα η πλέον ευημερούσα και δημοκρατική, αποτελεί πηγή ενόχλησης για το κοινοτικό κατεστημένο, καθώς δεν συμβαδίζει ούτε με την υψιπετή αφήγηση της λύτρωσης των εθνών που κρατούσε αιχμάλωτα ο Κομμουνισμός ούτε προωθεί τους στρατηγικούς στόχους της ευρωενωσιακής διπλωματίας: στην πραγματικότητα τους παρεμποδίζει.

Η Κύπρος αποτελεί στ’ αλήθεια μια ανορθογραφία στη νέα Ευρώπη, όχι όμως για λόγους που θα έκαναν τις Βρυξέλλες να νοιαστούν. Πρόκειται για ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., μεγάλο τμήμα του οποίου κατέχεται εδώ και χρόνια από έναν ξένο στρατό. Πίσω από τις γραμμές των τεθωρακισμένων και του πυροβολικού, έχει εμφυτευτεί ένας πληθυσμός εποίκων μεγαλύτερος συγκριτικά από τον αριθμό των Εβραίων εποίκων της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, χωρίς αυτό να ξεσηκώνει ούτε την πιο αμυδρή διαμαρτυρία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή την Κομισιόν. Από την επικράτεια αυτού του κράτους έχουν επιπλέον αποσπαστεί -όχι σε καθεστώς ενοικίασης, αλλά υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση- θύλακες στρατιωτικών εγκαταστάσεων, μεγέθους τρεις φορές μεγαλύτερου από την αμερικανική βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα, ελεγχόμενοι από ένα άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., τη Μεγάλη Βρετανία.

Στην Κύπρο, χρειάστηκε να περάσει περίπου μισός αιώνας ακόμη μέχρι να πάρει σάρκα και οστά η λαϊκή αναταραχή. Εντέλει, το 1931, ο πόθος για μια Ένωση, αντίστοιχη με αυτήν της Κρήτης, ξέσπασε με μια αυθόρμητη εξέγερση σε όλο το νησί εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας. Εξέγερση που άφησε πίσω της πυρπολημένο το Κυβερνείο και δεν καταπνίγηκε παρά με την επέμβαση βομβαρδιστικών, καταδρομικών και πεζοναυτών.

Οι ρίζες αυτής της κατάστασης ανάγονται στην εποχή ακμής του βικτωριανού ιμπεριαλισμού, περισσότερο από εκατό χρόνια πριν. Το 1878 το νησί παραχωρήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βρετανία, ως αντάλλαγμα για την εξασφάλιση στους Τούρκους τριών αρμενικών επαρχιών, οι οποίες δόθηκαν αρχικά στη Ρωσία, αλλά τους επεστράφησαν κατόπιν ενεργειών του Ντισραέλι στο Συνέδριο του Βερολίνου. Η νέα αποικία, την οποία η Βρετανία ορεγόταν ως ναυτική βάση προβολής της ισχύος της στη Μέση Ανατολή, ήταν από την αρχαιότητα ελληνική στον πληθυσμό και τον πολιτισμό της, με την προσθήκη μιας τουρκικής μειονότητας μετά την οθωμανική κατάκτηση του νησιού τον 16ο αιώνα. Όμως, καθώς απείχε τετρακόσια μίλια από την κυρίως Ελλάδα, παρέμεινε κατά τον 19ο αιώνα ανεπηρέαστη από την εθνική αφύπνιση που οδήγησε αρχικά στην κήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και κατόπιν σε αλλεπάλληλους ξεσηκωμούς εναντίον των Οθωμανών στην Κρήτη, με αποτέλεσμα την Ένωση της με την Ελλάδα στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Στην Κύπρο, χρειάστηκε να περάσει περίπου μισός αιώνας ακόμη μέχρι να πάρει σάρκα και οστά η λαϊκή αναταραχή. Εντέλει, το 1931, ο πόθος για μια Ένωση, αντίστοιχη με αυτήν της Κρήτης, ξέσπασε με μια αυθόρμητη εξέγερση σε όλο το νησί εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας. Εξέγερση που άφησε πίσω της πυρπολημένο το Κυβερνείο και δεν καταπνίγηκε παρά με την επέμβαση βομβαρδιστικών, καταδρομικών και πεζοναυτών. Η μετέπειτα αντίδραση της Βρετανίας σε αυτή την έκρηξη του λαϊκού αισθήματος υπήρξε μοναδική στα χρονικά της Αυτοκρατορίας: επιβλήθηκε ένα αποικιακό καθεστώς που κυβερνούσε με διατάγματα μέχρι και την ήμερα που η βρετανική σημαία υπεστάλη επισήμως στη Λευκωσία.

Ωστόσο, το εθνικό κίνημα δεν μορφοποιήθηκε σε οργανωμένη δύναμη στο νησί, παρά κατά τη μεταπολεμική περίοδο, αποτελώντας ένα παράδοξο ιστορικό μείγμα, αφού η μεν ανάδυσή του εκκρεμούσε ήδη από το παρελθόν, η δε μορφή του προοιωνιζόταν το μέλλον. Ο Πανελληνισμός υπήρξε κατά πολλούς τρόπους, όπως έχει καταδείξει από καιρό ο Tom Nairn, το «αυθεντικότερο ευρωπαϊκό μοντέλο επιτυχούς εθνικής κινητοποίησης», καταφέρνοντας να δημιουργήσει με τον Πόλεμο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το πρώτο νικηφόρο κίνημα εθνικής απελευθέρωσης μετά το συνέδριο της Βιέννης. Ωστόσο, προσθέτει ο ίδιος, «η ίδια η πρώιμη εμφάνιση του ελληνικού εθνικισμού του επέβαλλε μια χαρακτηριστική κύρωση», προσδίδοντας στην ιδεολογία του Πανελληνισμού στοιχεία που με την έλευση του 20ου αιώνα φάνταζαν «όλο και πιο αναχρονιστικά και ξεπερασμένα». Ήταν, ωστόσο, ακόμη αρκετά ισχυρή, ώστε να αποτελέσει την έκφραση της λαϊκής εξέγερσης στο νησί μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Όταν οι μάζες αφυπνίστηκαν πολιτικά, βρήκαν «το υπνωτιστικό όραμα του ελληνικού εθνικισμού, ήδη πλήρως ανεπτυγμένο, να τους καλεί. Ήταν αναπόφευκτο να προτιμήσουν να ανταποκριθούν σε αυτό το κάλεσμα προς τους κληρονόμους του Βυζαντίου, παρά να επιχειρήσουν να καλλιεργήσουν έναν δικό τους πατριωτισμό». Ο φυσικός στόχος αυτού του κινήματος αυτοδιάθεσης δεν ήταν η ανεξαρτησία, αλλά η Ένωση.

Αυτός ο Πανελληνισμός, ωστόσο, δεν ήταν ένα αρχαϊζον εισαγόμενο είδος, εκτός εποχής σε μια κοινωνία που είχε ήδη προχωρήσει πέρα από τις συνθήκες που τον γέννησαν. Η γοητεία του ήταν ακαταμάχητη, διότι επίσης ισχυρό αντηχείο του αποτελούσε ένας εγχώριος θεσμός πολύ παλαιότερος του ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου δεν είχε αντίστοιχο της σε κανένα άλλο ελληνικό νησί. Αυτοκέφαλη από τον 5ο αιώνα μ.Χ., είχε ως προκαθήμενό της έναν Αρχιεπίσκοπο ιεραρχικά ισότιμο των Πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας ή της Αντιόχειας, ο οποίος κατά την οθωμανική κυριαρχία αποτελούσε πάντοτε τον αναγνωρισμένο ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Καθώς οι Βρετανοί δεν έκαναν καμία προσπάθεια να προικίσουν το νησί με ένα εκπαιδευτικό σύστημα -και μέχρι τέλους εξασφάλισαν ότι δεν θα υπήρχε πανεπιστήμιο-, τα σχολεία έμειναν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Η ανάληψη της ηγεσίας του εθνικού κινήματος από τους κληρικούς, με όλο το φορτίο θρησκευτικού συντηρητισμού που συνεπαγόταν κάτι τέτοιο για τα ήθη και την πολιτική ζωή, ήταν λοιπόν εξαρχής εγγυημένη.

Η ηγεμονία της Εκκλησίας δεν ήταν πάντως ολοκληρωτική, καθώς από τη δεκαετία του 1920 και μετά αναπτύχθηκε ένα ισχυρό τοπικό κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο το Λονδίνο θεωρούσε πολύ πιο επικίνδυνο. Έχοντας επίγνωση των προσδοκιών της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού, το ΑΚΕΛ -όπως αποκαλούνταν πλέον το Κυπριακό Κ.Κ.- διεκδικούσε και αυτό την Ένωση με την Ελλάδα, μόλις τελείωσε ο πόλεμος. Εν έτει 1945 είχε κάθε λόγο για κάτι τέτοιο, καθώς η Κομμουνιστική Αντίσταση, ασυζητητί η ηγεμονική δύναμη στον αγώνα κατά της ναζιστικής κατοχής, βρισκόταν με το τελείωμα της τελευταίας σε πλεονεκτική θέση για να αναλάβει την εξουσία. Προκειμένου να αποσοβηθεί αυτή η απειλή, μια στρατιωτική επέμβαση της Βρετανίας -μεγαλύτερη σε κλίμακα από την κατοπινή επέμβαση των Σοβιετικών στην Ουγγαρία- οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός συντηρητικού καθεστώτος και, από κοντά, της απαξιωμένης Ελληνικής Μοναρχίας. Το αποτέλεσμα ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος, στον όποιο η Αριστερά συνετρίβη, μόνο και μόνο επειδή η Βρετανία και η Αμερική, παίζοντας το ρόλο που είχαν η Ιταλία και η Γερμανία στην Ισπανία, έριξαν όλο τους το βάρος στη σύγκρουση, για να εξασφαλίσουν τη νίκη της Δεξιάς.
Όσο η έκβαση των γεγονότων στην Ελλάδα ήταν αμφίρροπη, το ΑΚΕΛ μπορούσε να υποστηρίζει την Ένωση χωρίς επιφυλάξεις, τουλάχιστον εμφανείς. Πράγματι, τον Νοέμβριο του 1949 -μόλις έναν μήνα μετά την τελική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στην κυρίως Ελλάδα- έδωσε αυτό που αποδείχθηκε πως ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, καλώντας τα Ηνωμένα Έθνη να διοργανώσουν δημοψήφισμα με αντικείμενο «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δηλαδή της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα». Αλλά αυτή έμελλε να είναι η τελευταία φορά που τασσόταν στην εμπροσθοφυλακή του κινήματος. Τον Ιανουάριο του 1950, υπερφαλαγγίζοντας γοργά αυτή την πρωτοβουλία, η Εθναρχία διοργάνωσε το δικό της δημοψήφισμα, που διεξήχθη στις εκκλησίες του νησιού και στο οποίο σύρθηκε και το ΑΚΕΛ. Το αποτέλεσμα δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το λαϊκό αίσθημα: το 96% των Ελληνοκυπρίων -δηλαδή, το 80% του συνολικού πληθυσμού του νησιού- υπερψήφισε την Ένωση.

Φυσικά, η κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία αγνόησε αυτή την έκφραση δημοκρατικής βούλησης, με τους αξιωματούχους της στο νησί να τη χαρακτηρίζουν «άνευ νοήματος». Όμως στο πρόσωπο του Μιχαήλ Μούσκλου, του «ποιμένα» του δημοψηφίσματος, βρήκε έναν αντίπαλο για τον όποιο δεν ήταν προετοιμασμένη. Πέντε μήνες αργότερα, εξελέγη επικεφαλής της Εκκλησίας, σε ηλικία 37 ετών, με το όνομα Μακάριος Γ’. Γιος γιδοβοσκού, είχε φοιτήσει στην Ιερατική Σχολή της Κύπρου και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και, για μεταπτυχιακές σπουδές, στη Βοστόνη, απ’ όπου ανακλήθηκε ξαφνικά για να αναλάβει τη μητροπολιτική έδρα του Κιτίου και παράλληλα την ευθύνη του πολιτικού μηχανισμού της Εθναρχίας, όπου σύντομα έδειξε τα χαρίσματά του στο πεδίο της ρητορικής και της τακτικής. Το δημοψήφισμα είχε καταδείξει μια συλλογική βούληση. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Μακάριος βάλθηκε να την οργανώσει. Συντηρητικές αγροτικές ενώσεις, δεξιά συνδικάτα και μια πολυμελής οργάνωση νεολαίας συναρθρώθηκαν για να αποτελέσουν μια ισχυρή μαζική βάση του εθνικού αγώνα, ευθέως υπαγόμενη στην Εκκλησία. Η κινητοποίηση στο εσωτερικό συνοδεύτηκε από πιέσεις στο εξωτερικό, αρχικά προς την Αθήνα, ώστε να θέσει στον ΟΗΕ το ζήτημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου, αλλά επίσης -αποκλίνοντας από τις εκκλησιαστικές παραδόσεις- σε αναζήτηση υποστήριξης από τις αραβικές χώρες της περιοχής.

Μόλις κρίθηκε ότι οι βρετανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Κανάλι του Σουέζ δεν ήταν πλέον αρκούντως ασφαλείς, η Ανώτατη Διοίκηση Μέσης Ανατολής μεταφέρθηκε στο νησί το 1954, αναβαθμίζοντας τον στρατηγικό του ρόλο. Έναν χρόνο αργότερα, ο υπουργός Αποικιών είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι κτήσεις σαν την Κύπρο δεν θα έπρεπε να ελπίζουν ποτέ στην αυτοδιάθεσή τους.

Τίποτε από όλα αυτά δεν εντυπωσίασε το Λονδίνο. Για τη Βρετανία η Κύπρος ήταν ένα προπύργιο της στη Μεσόγειο, το όποιο δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εγκαταλείψει. Πράγματι, ευθύς μόλις κρίθηκε ότι οι βρετανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Κανάλι του Σουέζ δεν ήταν πλέον αρκούντως ασφαλείς, η Ανώτατη Διοίκηση Μέσης Ανατολής μεταφέρθηκε στο νησί το 1954, αναβαθμίζοντας τον στρατηγικό του ρόλο. Έναν χρόνο αργότερα, ο υπουργός Αποικιών -τώρα πια Συντηρητικός- είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι κτήσεις σαν την Κύπρο δεν θα έπρεπε να ελπίζουν ποτέ στην αυτοδιάθεσή τους. Ούτε πάλι θα μπορούσαν να ελπίζουν σε κάποια μορφή αυτοκυβέρνησης, στο βαθμό που η Βρετανία αρνούνταν να επιτρέψει τη σύγκληση οποιασδήποτε νομοθετικής συνέλευσης, στην οποία θα πλειοψηφούσαν τα τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού που υποστήριζαν την Ένωση. Η κυρίαρχη άποψη στο Whitehall ήταν πάντοτε: κρατάμε ό,τι μας ανήκει. Και αν χρειαζόταν η επίκληση κάποιας δικαιολογίας απέναντι στο κοινό, ο Eden θα την προσέφερε με εξαιρετική ωμότητα: « Χωρίς την Κύπρο, δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις για να προστατευτεί η τροφοδοσία μας σε πετρέλαιο. Χωρίς πετρέλαιο, έρχεται ανεργία και πείνα στη Βρετανία. Είναι τόσο απλό». Οι βρετανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας στο νησί μπορούσαν να παρακάμψουν τις συνήθεις σοφιστείες: το θέμα δεν σήκωνε συζήτηση, αποτελούσε ευθέως ζήτημα force majeure.

Αντιμέτωπη με μια ανοιχτή διαβεβαίωση ότι η αποικιακή κυριαρχία θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον, χωρίς καν κάποιο συνταγματικό φύλλο συκής, η εθνική υπόθεση της Κύπρου αναπόφευκτα οδηγήθηκε στον ένοπλο αγώνα. Και τα όπλα μπορούσαν να εξασφαλιστούν μόνο από μία πηγή: την κυρίως Ελλάδα. Στην Αθήνα, την εξουσία την κατείχε τώρα ένα καθεστώς της αυταρχικής Δεξιάς που επέβλεπε ένα σύστημα εκδικητικών διακρίσεων και διώξεων το οποίο έμελλε να διαρκέσει άλλα τριάντα χρόνια. Όταν λοιπόν η Εκκλησία της Κύπρου απευθύνθηκε στην Ελλάδα για υποστήριξη, αυτο που θα έβρισκε δεν μπορούσε παρά να είναι συγκεκριμένης αποχρώσεως. Έπειτα από τέσσερα χρόνια μάταιων προσπαθειών να κινητοποιηθεί η διεθνής κοινή γνώμη, προκειμένου να ασκήσει πίεση στη Βρετανία, ο Μακάριος συναντήθηκε κρυφά στις αρχές του 1954 με τον απόστρατο συνταγματάρχη του ελληνικού Στράτου Γεώργιο Γρίβα, ώστε να σχεδιάσουν ένα αντάρτικο απελευθέρωσης του νησιού.

Ακόμη και με τα μέτρα της ελληνικής Δεξιάς, που δεν ήταν ιδιαίτερα εκλεκτική στην επιλογή ανθρώπων και μέσων, ο Γρίβας άνηκε μέχρι μυελού οστέων στην ακραία πτέρυγα της αντεπανάστασης. Βετεράνος της καταστροφικής ελληνικής διείσδυσης στη Μικρά Ασία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, έμεινε αρχικά άπραγος κατά τη γερμανική κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και κατόπιν, με τη βοήθεια της αποχωρούσας Βέρμαχτ, οργάνωσε αποσπάσματα θανάτου εναντίον της Αριστεράς λίγο πριν καταπλεύσουν οι Βρετανοί. Όμως, μολονότι είχε δεκαετίες να βρεθεί στο νησί, ήταν Κύπριος την καταγωγή και ήταν αφοσιωμένος στον Πανελληνισμό στην πιο στενόμυαλη εκδοχή του. Ατύπως βρισκόταν σε επαφή με το ελληνικό Γενικό Επιτελείο. Η κυβέρνηση Παπάγου, που μόλις είχε γίνει δεκτή στο NATO, φρόντιζε να τον κράτα σε απόσταση, αλλά έκανε τα στραβά μάτια όσο αυτός αποκτούσε όπλα και επιμελητεία για να αποβιβαστεί στην Κύπρο, όπως και έπραξε στα τέλη του 1954.

Την 1η Απριλίου 1955, ο Γρίβας πυροδότησε τους πρώτους εκρηκτικούς μηχανισμούς του στην Κύπρο. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η Ένοπλη Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) διεξήγαγε υπό την ηγεσία του έναν αντάρτικο αγώνα φονικής αποτελεσματικότητας, που το Λονδίνο δεν κατάφερε ποτέ να τον καταπνίξει. Στο τέλος, ο Γρίβας κατόρθωσε να καθηλώσει 28.000 Βρετανούς στρατιώτες με μια δύναμη με όχι πολύ περισσότερους από διακόσιους άνδρες: επίτευγμα που κατέστη δυνατό -λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δικές του δεξιότητες ως διοικητή ήταν περιορισμένες- μόνο χάρη στο εύρος της υποστήριξης που είχε η εθνική υπόθεση από τον πληθυσμό. Σε καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο, η εκστρατεία της ΕΟΚΑ ήταν ίσως το πλέον επιτυχημένο από όλα τα κινήματα αντίστασης της μεταπολεμικής περιόδου.

Η κύρια δύναμη της κυπριακής Αριστεράς, που υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσε κεντρική συνιστώσα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, εξοβελίστηκε έτσι από αυτόν επί της ουσίας. Διακυβεύτηκαν σε αυτο πολύ περισσότερα από την άμεση μοίρα του κυπριακού κομμουνισμού. Το ΑΚΕΛ ήταν η μόνη μαζική οργάνωση στη χώρα που είχε ρίζες τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ενσωματώνοντας αγωνιστές εκατέρωθεν των εθνοτικών διαχωριστικών γραμμών.

Πολιτικά, ο αντίκτυπος του ήταν πολύ πιο αμφίσημος. Ο σφοδρός αντικομουνισμός του Γρίβα δεν άφηνε χώρο για το ΑΚΕΛ στον ένοπλο αγώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η ΕΟΚΑ επανειλημμένα δολοφόνησε στελέχη της Αριστεράς, την ίδια ώρα που οι Βρετανοί προέγραφαν το κόμμα και έκλειναν τους ηγέτες του σε στρατόπεδα κράτησης. Οδηγημένο στην παρανομία, το ΑΚΕΛ ωθήθηκε στο περιθώριο του αντιαποικιακού αγώνα, βρίσκοντας κάποια πολιτική καταφυγή μόνο στο να παρέχει την υποστήριξη του στον Μακάριο, ο οποίος το αγνοούσε. Η κύρια δύναμη της κυπριακής Αριστεράς, που υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσε κεντρική συνιστώσα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, εξοβελίστηκε έτσι από αυτόν επί της ουσίας. Διακυβεύτηκαν σε αυτο πολύ περισσότερα από την άμεση μοίρα του κυπριακού κομμουνισμού. Το ΑΚΕΛ ήταν η μόνη μαζική οργάνωση στη χώρα που είχε ρίζες τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ενσωματώνοντας αγωνιστές εκατέρωθεν των εθνοτικών διαχωριστικών γραμμών.

Με τον αποκλεισμό της Αριστεράς χάθηκε και κάθε ευκαιρία διακοινοτικής αλληλεγγύης απέναντι στο Κυβερνείο. Η Κύπρος είχε γεννήσει μια εξέγερση μοναδικής ισχύος απέναντι στη Βρετανία, συνδυάζοντας το αντάρτικο στα βουνά με τις διαδηλώσεις στους δρόμους των πόλεων. Με αρχηγούς του έναν πιστολά και έναν επίσκοπο, το μείγμα αυτό κληρικαλισμού και μιλιταρισμού είχε μιαν ορισμένη ομοιότητα με τον ιρλανδικό εθνικισμό, τη μοναδική άλλη περίπτωση όπου η Αυτοκρατορία κρατούσε στα νύχια της έναν λαό ευρωπαϊκό και όχι ασιατικό ή αφρικανικό. Σε ό,τι αφορά τους τίτλους καταγωγής, ο Πανελληνισμός ήταν παλαιότερος από τον Φενιανισμό και ο στόχος του διέφερε: ήταν η ένωση, όχι ο διαχωρισμός. Αλλά αυτή ήταν μια διαφορετική εποχή και ο αστερισμός των δυνάμεων στην Κύπρο ήταν πιο μοντέρνος. Ο Μακάριος, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του αγώνα για την αυτοδιάθεση, άνηκε στην εποχή της Bandung (i) όπου συγχρωτιζόταν με τον Nehru, τον U Thant και τον Ho Chi Minh, και όχι στην εποχή του De Valera (ii) και του Κονκορδάτου. Αντιστρέφοντας τη σχέση που υπήρχε στην Ιρλανδία μεταξύ μαχητών και ιεροκηρύκων, η δική του Εκκλησία ήταν ο λιγότερο και όχι ο περισσότερο οπισθοδρομικός παράγοντας στη συμμαχία εναντίον της Βρετανίας -διαφορά που θα γινόταν όλο και πιο έντονη με τον καιρό. Από την πλευρά της η ΕΟΚΑ, όση αμείλικτη αποτελεσματικότητα και αν είχε επιδείξει ως παράνομη οργάνωση, δεν μπορούσε να συναγωνιστεί το ΑΚΕΛ στο φως της ημέρας. Η ύπαρξη μιας Αριστεράς, η οποία δεν μπορούσε να εκριζωθεί, διαχώριζε επίσης την περίπτωση της Κύπρου από την ιρλανδική εμπειρία.

Για να δαμάσει τα νησί, το Λονδίνο απέστειλε ούτε λίγο ούτε πολύ έναν αξιωματούχο τόσο σημαντικό όσο ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου, ο στρατάρχης Sir John Harding. Μέσα σε έναν μήνα από την άφιξη του το 1955, είπε στο υπουργικό συμβούλιο με ωμή ειλικρίνεια ότι εάν η αυτοδιάθεση αποκλειόταν ως λύση, «…πρέπει να εγκαθιδρυθεί στρατιωτικό καθεστώς και η χώρα να κυβερνάται επ’ αόριστον ως αστυνομικό κράτος». Κράτησε τον λόγο του. Το σύνηθες ρεπερτόριο της καταστολής τέθηκε σε εφαρμογή. Ο Μακάριος εκτοπίστηκε. Διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν, σχολεία έκλεισαν, συνδικάτα κηρύχτηκαν παράνομα. Οι κομμουνιστές φυλακίστηκαν, οι ύποπτοι συμμετοχής στην ΕΟΚΑ απαγχονίστηκαν. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας, αστυνομικές έφοδοι, ξυλοδαρμοί και εκτελέσεις ήταν το φόντο μέσα στο οποίο, έναν χρόνο αργότερα, η Κύπρος χρησίμευσε ως διάδρομος απογείωσης για την επέμβαση στο Σουέζ. Την ίδια ώρα που το ένα κίνημα εθνικής αντίστασης κατέφευγε κυνηγημένο στα υπόγεια και τους λόφους, ένα άλλο δεχόταν επίθεση 24 ώρες το 24ωρο από βάσεις που απείχαν μόλις λίγα μίλια, με τα βρετανικά και τα γαλλικά αεροσκάφη να απογειώνονται και να προσγειώνονται με ρυθμό ενός το λεπτό, ρίχνοντας βόμβες και αλεξιπτωτιστές στην Αίγυπτο. Η αποτυχία του Λονδίνου να ανακτήσει το κανάλι του Σουέζ δεν είχε καμία άμεση επίδραση στην αποφασιστικότητα του να κρατήσει την Κύπρο. Άλλα με την αναχώρηση του Ήντεν, η βρετανική πολιτική άρχισε να παίρνει μια πιο οριστική μορφή.

Μόλις μπήκε στα σκαριά το δημοψήφισμα του 1950 για την Ένωση -στην αρχή των ταραχών στην Κύπρο-, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Άγκυρα συμβούλευσε το καθεστώς των Εργατικών στο Λονδίνο: «Το τουρκικό χαρτί κρύβει παγίδες, αλλά είναι χρήσιμο στο σημείο που έχουμε φτάσει». Το χαρτί αυτο θα παιζόταν, με όλο και λιγότερους ενδοιασμούς ή όρια, μέχρι το τέλος.

Από την αρχή, η αποικιακή εξουσία είχε χρησιμοποιήσει την τουρκοκυπριακή μειονότητα ως ένα ήπιο αντίβαρο στην ελληνοκυπριακή πλειονότητα, χωρίς να της δίνει κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα ή προσοχή. Αλλά όταν το αίτημα για Ένωση δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί, το Λονδίνο άρχισε να στρέφει την προσοχή του στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εν λόγω κοινότητα. Δεν ήταν μεγάλη (αντιπροσώπευε λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού), αλλά ούτε αμελητέα. Φτωχότερη και λιγότερο εκπαιδευμένη από την ελληνική πλειονότητα, ήταν επίσης λιγότερο δραστήρια. Όμως σε απόσταση σαράντα μιλίων από την άλλη πλευρά της θάλασσας βρισκόταν η ίδια η Τουρκία, όχι μόνο πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα, αλλά και αδιαφιλονίκητα συντηρητική, χωρίς καν μια ηττημένη Αριστερά στη φυλακή ή στην εξορία. Μόλις μπήκε στα σκαριά το δημοψήφισμα του 1950 για την Ένωση -στην αρχή των ταραχών στην Κύπρο-, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Άγκυρα συμβούλευσε το καθεστώς των Εργατικών στο Λονδίνο: «Το τουρκικό χαρτί κρύβει παγίδες, αλλά είναι χρήσιμο στο σημείο που έχουμε φτάσει». Το χαρτί αυτο θα παιζόταν, με όλο και λιγότερους ενδοιασμούς ή όρια, μέχρι το τέλος.

Αρχικά, η Άγκυρα άργησε να ανταποκριθεί στη Βρετανία, που τη δελέαζε να κάνει αισθητή την παρουσία της ως προς το μέλλον της Κύπρου. «Ακόμα κι όταν η Μεγάλη Βρετανία άρχισε να κουρδίζει τους Τούρκους με την Κύπρο, το αποτέλεσμα δεν ήταν εξαρχής να πυροδοτηθούν οι άμεσες αντιδράσεις που αναμένονταν: “περίεργα ταλαντευόμενοι” και “περίεργα διφορούμενοι” ήταν εκφράσεις χαρακτηριστικές της αμηχανίας που αισθανόταν το Λονδίνο για το αποτέλεσμα των ενεργειών του… », αναφέρει ο πιο επιφανής μελετητής του θέματος, ο Robert Holland. «Παραμένει… αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ήταν οι Βρετανοί αυτοί που, κατά πρώτο λόγο, έπρεπε να κάνουν τους Τούρκους να εξαφθούν για την Κύπρο και όχι το αντίστροφο» (iii). Όταν τελικά η απαιτούμενη έξαψη ήρθε, το Λονδίνο δεν υποχώρησε φοβισμένο από τις μορφές που έλαβε αυτή. Μέσα σε έναν μήνα από την εμφάνιση της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ο Ήντεν ήδη σημείωνε στα πρακτικά ότι οποιαδήποτε εισήγηση για το πως να συνθλίβουν οι τοπικές αναταραχές έπρεπε να έχει την προηγούμενη έγκριση της Τουρκίας, στην οποία -όπως το έθετε το υπουργείο Αποικιών- έπρεπε να δοθεί «ένα δίκαιο μερίδιο στη χρήση του μαστιγίου».

Όταν τελικά το μαστίγιο ξεδιπλώθηκε, είχε ατσάλινες απολήξεις. «Μερικές ταραχές στην Άγκυρα θα μας ήταν πολύ βολικές» σημείωνε ένας ανώτερος υπάλληλος του Φόρεϊν Όφφις. Τον Σεπτέμβριο του 1955, ενώ το ζήτημα της Κύπρου συζητούνταν στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, η τουρκική μυστική αστυνομία τοποθέτησε βόμβα στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Kemal Ataturk στη Θεσσαλονίκη. Παίρνοντας το σινιάλο από αυτή την «ελληνική πρόκληση», ξεχύθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο όχλος λεηλατώντας τις ελληνικές επιχειρήσεις, καίγοντας τις ορθόδοξες εκκλησίες και επιτιθέμενος στους Έλληνες κάτοικους. Αν και κανένας στους επίσημους κύκλους του Λονδίνου δεν αμφέβαλε ότι το πογκρόμ εξαπολύθηκε από την τουρκική κυβέρνηση, ο Macmillan -υπό τον οποίο διεξάγονταν οι συνομιλίες- πολύ χαρακτηριστικά δεν διαμαρτυρήθηκε.

Οι εσωτερικές εξελίξεις ενίσχυσαν αυτόν τον εξωτερικό μοχλό πίεσης. Πάντοτε έτοιμος να σκοτώσει κομμουνιστές, ο Γρίβας είχε δώσει στην ΕΟΚΑ αυστηρές οδηγίες να μην επιτίθεται σε Τουρκοκύπριους, με τους οποίους δεν είχε καμία διάθεση να έρθει σε αντιπαράθεση, αλλά να βάλει στο στόχαστρό της τους Ελληνοκύπριους συνεργάτες των Βρετανών, προπάντων τους αστυνομικούς. Υπό την πίεση της ΕΟΚΑ, ο αριθμός τους άρχισε να φθίνει ταχύτατα. Για να τους αντικαταστήσει, ο Χάρντινγκ στρατολόγησε Τουρκοκύπριους, και πρόσθεσε μιαν εφεδρική αστυνομική μονάδα ταχείας επέμβασης, βουτώντας για το σκοπό αυτό στα λούμπεν στοιχεία της τουρκικής κοινότητας, που εξαπολύονταν να διαπράξουν αγριότητες όταν η περίσταση το απαιτούσε. Σε εύθετο χρόνο, όπως σημειώνει ό Χόλλαντ, ολόκληρος ο μηχανισμός ασφαλείας έφτασε να εξαρτάται από τους Τουρκοκύπριους βοηθητικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μεταξύ των δύο κοινοτήτων ένα χάσμα πού δεν είχε ξαναϋπάρξει ποτέ. Το χάσμα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο όταν ή Άγκυρα, ήδη πλήρως απασχολημένη με τον εξ’ αποστάσεως έλεγχο της μειονότητας, ανταπάντησε στην ΕΟΚΑ στήνοντας τη δική της ένοπλη οργάνωση στο νησί, την ΤΝΤ, που σε μικρό χρονικά διάστημα άρχισε επίσης να δολοφονεί τους αριστερούς της δικής της πλευράς, ενώ οι Βρετανοί έκαναν τα στραβά μάτια.

Ο Τούρκος πρωθυπουργός Menderes, που είχε ήδη λάβει την υπόσχεση ότι η Τουρκία θα μπορούσε να εγκαταστήσει στρατεύματα στο νησί, εάν η Βρετανία αναγκαζόταν ποτέ να παραχωρήσει αυτοδιάθεση, άδραξε την πρόταση, λέγοντας στον υπουργό Αποικιών Alan Lennox-Boyd τον Δεκέμβριο του 1956 ότι «έχουμε ξανακάνει κάτι παρόμοιο και παλιότερα – θα δείτε ότι δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται».

Μετά το Σουέζ, το Λονδίνο άρχισε σιγά σιγά να δοκιμάζει έναν άλλο τρόπο για να παίξει το αγαπημένο του χαρτί, σε ένα μεγαλύτερο παιχνίδι. Άρχισε να αφήνει υπαινιγμούς ότι κάποιας μορφής διχοτόμηση της Κύπρου θα μπορούσε να είναι η λύση. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Menderes, που είχε ήδη λάβει την υπόσχεση ότι η Τουρκία θα μπορούσε να εγκαταστήσει στρατεύματα στο νησί, εάν η Βρετανία αναγκαζόταν ποτέ να παραχωρήσει αυτοδιάθεση, άδραξε την πρόταση, λέγοντας στον υπουργό Αποικιών Alan Lennox-Boyd τον Δεκέμβριο του 1956 ότι «έχουμε ξανακάνει κάτι παρόμοιο και παλιότερα – θα δείτε ότι δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται»: λόγια ικανά να κάνουν οποιονδήποτε Έλληνα θυμόταν το 1922-23 να τρέμει. Η ιδέα δεν άρεσε στον Χάρντινγκ, που τη θεώρησε δόλια, και ακόμη και μέσα στο Φόρεϊν Όφφις εκφράστηκαν εντέλει φόβοι ότι αυτο θα μπορούσε να ξυπνήσει τις «άσχημες μνήμες της Σουδητίας» (iv). Ούτε οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ικανοποιήθηκαν με τη μεθόδευση, όταν γνωστοποιήθηκε εμπιστευτικά στην Ουάσιγκτον, όπου καταδικάστηκε ως «δια της βίας ακρωτηριασμός» του νησιού. Εάν ο στόχος του Λονδίνου ήταν να διατηρήσει τον έλεγχο της Κύπρου με το χωρισμό της σε δύο μέρη υπό βρετανική επικυριαρχία, ο φόβος των Αμερικανών ήταν ότι αυτο θα ξεσήκωνε τέτοια οργή στην Ελλάδα που θα διακινδύνευε την ανατροπή ενός πειθήνιου καθεστώτος, χαρίζοντας την εξουσία στις ανατρεπτικές δυνάμεις, οι όποιες εξακολουθούσαν να ελλοχεύουν στη χώρα. Στη Βρετανία, τέτοιες ανησυχίες μετρούσαν λιγότερο. Ο άνθρωπος μας στην Άγκυρα, που τόνιζε την ανάγκη «να κοπεί ο γόρδιος δεσμός και να ληφθεί τώρα μια απόφαση για διχοτόμηση», είχε μεγαλύτερο βάρος.

Στην προκείμενη περίπτωση, ήταν η Τουρκία αυτή που έλαβε τα πρώτα πρακτικά μέτρα. Τον Ιούνιο του 1958, επαναλαμβάνοντας την επιχείρηση της Θεσσαλονίκης, οι πράκτορες των μυστικών της υπηρεσιών πυροδότησαν μια έκρηξη στο Τουρκικό Γραφείο Πληροφοριών στη Λευκωσία. Για άλλη μια φορά, μια κατασκευασμένη πρόκληση -κανένας δεν τραυματίστηκε πραγματικά- έδωσε το σήμα για να εξαπολυθεί η ενορχηστρωμένη βία του όχλου ενάντια στους Έλληνες. Οι δυνάμεις ασφαλείας παρατηρούσαν απαθείς, καθώς σπίτια καίγονταν και άνθρωποι σκοτώνονταν, στην πρώτη σημαντική κοινωνική αναταραχή που σημειώθηκε από τότε που κηρύχθηκε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Το αποτέλεσμα, σαφώς προσχεδιασμένο, ήταν η έξωση των Ελλήνων απο τις τουρκικές περιοχές της Λευκωσίας και άλλων πόλεων, και η κατάληψη των δημοτικών εγκαταστάσεων, προκείμενου να δημιουργηθούν αυτάρκεις τουρκικοί θύλακες: μια κατά στάδια διχοτόμηση από τα κάτω. Οι οργανωτές των επεισοδίων μπορούσαν να είναι βέβαιοι για την ανεκτικότητα των Βρετανών. Μία ημέρα προτού ξεσπάσουν οι βιαιοπραγίες -ο Χάρντινγκ ήταν τώρα έκτος παιχνιδιού- ο νέος κυβερνήτης, ο μετέπειτα Λόρδος Caradon των Εργατικών, είχε διαβεβαιώσει τους ηγέτες της τουρκοκυπριακής κοινότητας ότι αυτή θα απέλαυε «ενός ιδιαιτέρως ευνοϊκού και ιδιαιτέρως προστατευόμενου καθεστώτος» στο πλαίσιο των μελλοντικών βρετανικών διευθετήσεων. Λίγους μήνες αργότερα, ο υπουργός Αποικιών αναφερόταν δημόσια στην Κύπρο ως «υπεράκτια τουρκική νήσο».

Ο Πανελληνισμός του Καραμανλή χρησίμευε ουσιαστικά για δημόσια κατανάλωση, προκειμένου να μένει ήρεμη η κοινή γνώμη στο εσωτερικό: για το καθεστώς, αυτο που μετρούσε ήταν ο αντικομουνισμός, και εάν αυτά τα δύο έρχονταν σε σύγκρουση, η Ένωση θα πεταγόταν στα σκουπίδια χωρίς ενδοιασμούς.

Βλέποντας προς τα πού φυσάει ο άνεμος, και φοβούμενος ότι η Ελλάδα θα λύγιζε υπό τη βρετανική πίεση, ο Μακάριος -ακόμη εξόριστος- αντιπαρατέθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην Αθήνα. Η εφαρμογή του αγγλοτουρκικού σχεδίου για την Κύπρο, επεσήμανε, θα μπορούσε απλούστατα να εμποδιστεί αν η Ελλάδα απειλούσε να αποχωρήσει από το NATO, σε περίπτωση υλοποίησης του. Ο Καραμανλής, του οποίου η ιστορική raison d’être ήταν να φυλάει σκοπιά στον Ψυχρό Πόλεμο -η ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά μας δίνει μια καλή ιδέα για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε υπό το καθεστώς του- αρνήθηκε μονομιάς ακόμη και να εξετάσει αυτήν την ιδέα (v). Ο Πανελληνισμός χρησίμευε ουσιαστικά για δημόσια κατανάλωση, προκείμενου να μένει ήρεμη η κοινή γνώμη στο εσωτερικό: για το καθεστώς, αυτο που μετρούσε ήταν ο αντικομουνισμός, και εάν αυτά τα δύο έρχονταν σε σύγκρουση, η Ένωση θα πεταγόταν στα σκουπίδια χωρίς ενδοιασμούς. Ο Μακάριος έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα. Τρεις ήμερες αργότερα, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση προς το ελληνικό καθεστώς, που πιάστηκε στον ύπνο, βγήκε και υποστήριξε δημόσια την ανεξαρτησία της Κύπρου.

Για τους Αμερικανούς που ανησυχούσαν ακόμη για τον πιθανό αντίκτυπο μιας υπερβολικά ιταμής διχοτόμησης της Κύπρου στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, όπου το λαϊκό αίσθημα για το ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονο, η ανεξαρτησία είχε αντιμετωπιστεί για κάποιο διάστημα ως διέξοδος από μια δυνάμει επικίνδυνη σύγκρουση μεταξύ συμμάχων. Θα έπρεπε, όμως, να τεθεί υπό στενό έλεγχο.

Για τους Βρετανούς, αυτό ήταν πάντα το χειρότερο όλων των νοητών σεναρίων. Τον Γρίβα μπορούσαν να τον σέβονται ως έναν αταλάντευτα δεξιό αντίπαλο που μια ημέρα θα μπορούσε -όπως σκέφτηκε ο Julian Amery (vi)– ακόμη και να αποτελέσει έναν καλό δικτάτορα της Ελλάδας. Αλλά ο Μακάριος, η πηγή όλων των μπελάδων τους, ήταν ανάθεμα για το Λονδίνο. Το να του παραδώσουν το νησί θα ήταν η τελειωτική ήττα. Για τους Αμερικανούς, από την άλλη μεριά, που ανησυχούσαν ακόμη για τον πιθανό αντίκτυπο μιας υπερβολικά ιταμής διχοτόμησης της Κύπρου στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, όπου το λαϊκό αίσθημα για το ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονο, η ανεξαρτησία είχε αντιμετωπιστεί για κάποιο διάστημα ως διέξοδος από μια δυνάμει επικίνδυνη σύγκρουση μεταξύ συμμάχων. Θα έπρεπε, όμως, να τεθεί υπό στενό έλεγχο. Όταν τα Ηνωμένα Έθνη συνεδρίασαν για να συζητήσουν το θέμα της Κύπρου τρεις μήνες αργότερα, οι ΗΠΑ σιγουρεύτηκαν ότι θα ναυαγήσει και πάλι το ελληνικό ψήφισμα που απαιτούσε την αυτοδιάθεση του νησιού -αυτήν τη φορά χάρη σε ένα ψήφισμα που κατατέθηκε κατ’ επιταγήν τους από τη δικτατορία του Ιράν- και ότι, αντ’ αυτού, θα πραγματοποιούνταν απευθείας συνομιλίες μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, για την εξεύρεση συμφωνίας. Πολύ σύντομα, σε ένα ξενοδοχείο στη Ζυρίχη, ο Καραμανλής και ο Μεντερές κατέληξαν σε μια τέτοια συμφωνία ακριβώς.

Το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος άρχισε ως βρετανικό προτεκτοράτο και συνέχισε ως αμερικανικό εξαρτημένο έδαφος, πολιτιστικά και πολιτικά ανίκανο να υπερβεί τη βούληση των γεννητόρων του. Οι Ελληνοκύπριοι επρόκειτο συχνά να προσάψουν στην πολιτική τάξη της Ελλάδας την κατηγορία της προδοσίας, αλλά η οσφυοκαμψία τόσο πολλών υπουργών και διπλωμάτων της ήταν δομική: δεν υπήρχε κάποιος εσώτερος πυρήνας αυτονομίας για να τον προδώσουν.

Η έκβαση ήταν εξ ολοκλήρου προβλέψιμη. Η Τουρκία δεν ήταν μόνο η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη και η χώρα με τις στενότερες σχέσεις με τον αποικιακό ιδιοκτήτη του νησιού. Το θεμελιωδέστερο είναι πως ό,τι και αν ειπωθεί για το τουρκικό κράτος -θέμα, οπωσδήποτε, μεγάλο- ο κεμαλισμός υπήρξε μια απολύτως ανεξάρτητη δημιουργία, ένα εθνικιστικό κίνημα που δεν όφειλε τίποτα σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη. Αντίθετα, το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος άρχισε ως βρετανικό προτεκτοράτο και συνέχισε ως αμερικανικό εξαρτημένο έδαφος, πολιτιστικά και πολιτικά ανίκανο να υπερβεί τη βούληση των γεννητόρων του. Οι Ελληνοκύπριοι επρόκειτο συχνά να προσάψουν στην πολιτική τάξη της Ελλάδας την κατηγορία της προδοσίας, αλλά η οσφυοκαμψία τόσο πολλών υπουργών και διπλωμάτων της ήταν δομική: δεν υπήρχε κάποιος εσώτερος πυρήνας αυτονομίας για να τον προδώσουν. Ο Μεντερές δεν είχε καμία δυσκολία να επιβάλει τους όρους του σε έναν συνομιλητή που αποσύρθηκε στο δωμάτιο του, την ώρα που καθορίζονταν οι τελευταίες λεπτομέρειες της συμφωνίας.

Για να αποφευχθεί η Ένωση, θα δινόταν στην Κύπρο μια στειρωμένη ανεξαρτησία, με ένα σύνταγμα που προέβλεπε την εγκατάσταση στρατευμάτων από την Άγκυρα και την Αθήνα στο έδαφος της, αλλοδαπό επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου, Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο με δικαίωμα βέτο σε όλα τα νομοθετήματα, χωριστά εκλογικά σώματα για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στους δήμους, στελέχωση με Τουρκοκύπριους του 30% των δημοσίων υπηρεσιών και του 40% οποιασδήποτε ένοπλης δύναμης, συν τον όρο ότι η επιβολή οποιουδήποτε φόρου θα πρέπει να εγκρίνεται τόσο από τους Ελληνοκύπριους όσο και από τους Τουρκοκύπριους. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ένα μυστικό παράρτημα, υπό μορφή Συμφωνίας Κυρίων -εδώ οι Αμερικανοί επιτηρητές, που παραμόνευαν παραδίπλα, έκαναν αισθητή την παρουσία τους-, που δέσμευε τη μελλοντική Δημοκρατία της Κύπρου να προσχωρήσει στο NATO και να θέσει έκτος νόμου το ΑΚΕΛ. Τελευταίο και πιο σημαντικό από όλα: μια Συμφωνία Εγγύησης μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας θα επέτρεπε σε οποιανδήποτε από αυτές τις δυνάμεις να επέμβει στο νησί, εάν θεωρούσε ότι είχε υπάρξει παραβίαση των συμφωνηθέντων – ουσιαστικά, μια παραλλαγή της Τροπολογίας Platt (vii) που επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 1901 να επεμβαίνουν στην Κούβα, οπότε το έκριναν σκόπιμο.

Η περιοχή που καταβροχθίστηκε ήταν σαράντα φορές μεγαλύτερη από το Γιβραλτάρ, και όταν υπογράφτηκαν οι τελικές Συνθήκες για την ίδρυση του νέου κράτους και το Σύνταγμα του, περισσότερες σελίδες αφιερώθηκαν στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο από ό,τι σε όλα τα άλλα άρθρα μαζί – πραγματικό νομικό unicum.

Έμενε μόνο για τους Βρετανούς, που είχαν κρατηθεί μακριά από τη Ζυρίχη, να προσδιορίσουν τα ανταλλάγματα που ήθελαν για να βάλουν ως ιδιοκτήτες την υπογραφή τους σε μια συναλλαγή τόσο ικανοποιητική για τους ίδιους. Αυτό που το Λονδίνο απαίτησε ήταν η διατήρηση κυρίαρχων στρατιωτικών θυλάκων στην Κύπρο – μικρών «Γιβραλτάρ», όπως το έθεσε ο Μακμίλλαν. Λιγότεροι ευφημισμοί χρησιμοποιήθηκαν επί τόπου. «Πρέπει να ανοίξουμε το στόμα μας διάπλατα» έγραφε ο κυριότερος Βρετανός αξιωματούχος στη Λευκωσία. Η περιοχή που καταβροχθίστηκε ήταν σαράντα φορές μεγαλύτερη από το Γιβραλτάρ, και όταν υπογράφτηκαν οι τελικές Συνθήκες για την ίδρυση του νέου κράτους και το Σύνταγμα του, περισσότερες σελίδες αφιερώθηκαν στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο από ό,τι σε όλα τα άλλα άρθρα μαζί – πραγματικό νομικό unicum.

Ο Μακάριος, στον όποιο παρουσιάστηκε ένα τελεσίγραφο που, όπως του είπε ο Καραμανλής, ήταν αδιαπραγμάτευτο, όφειλε να υποχωρήσει, και ανέλαβε το 1960 το αξίωμα του Προέδρου της νέας Δημοκρατίας.

Η ανεξαρτησία είχε δοθεί, αλλά όπως γράφει ο Χόλλαντ : «Στην Κύπρο η “ελευθερία” όπως την εννοούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχε κερδηθεί, η αυτοδιάθεση, όσο περιοριστικά και αν οριζόταν, δεν εφαρμόστηκε». Η Συνθήκη όχι μόνο δεν έβαζε τέλος στα δεινά της Κύπρου υπό τον αποικιακό ζυγό, αλλά εγγυούνταν ακόμη χειρότερες δοκιμασίες στο μέλλον. Το Σύνταγμα της Ζυρίχης, σχεδιασμένο να εξυπηρετήσει περισσότερο διπλωματικές μέριμνες παρά πρακτικές ανάγκες, πόσο μάλλον το περί δίκαιου αίσθημα, αποδείχτηκε γρήγορα ανεφάρμοστο. Με την ίδρυση χωριστών δήμων ανέκυψαν εκρηκτικά ζητήματα για το πώς έπρεπε να οριοθετηθούν, ζητήματα τα όποια ούτε οι Βρετανοί δεν είχαν θελήσει να αγγίξουν. Η έλλειψη προόδου στο σχεδιασμό των δημοτικών ορίων τους ώθησε τους Τουρκοκύπριους να ασκήσουν βέτο στον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να απειλείται γενικότερη παράλυση. Καμία συμφωνία δεν μπορούσε να επιτευχθεί για τη διαμόρφωση ενός διακοινοτικού στρατού, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για το σχηματισμό παραστρατιωτικών δυνάμεων και από τις δύο πλευρές.

i.  Πόλη της Ινδονησίας, όπου το 1955, στο φόντο της αποαποικιοποίησης του Τρίτου Κόσμου, πραγματοποιήθηκε η ιστορική Σύνοδος 29 ηγετών, κυρίως της Ασίας και της Αφρικής, η οποία έθεσε τα θεμέλια για τη μετέπειτα ίδρυση του Κινήματος των Αδεσμεύτων. (Σ.τ.μ.)
ii. Ο Éamon de Valera (1882-1975), αγωνιστής της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας, ηγέτης του κόμματος Sinn Fein και κατόπιν ιδρυτής του Fianna Fail. Πρώτος πρωθυπουργός και κατόπιν Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση του Συντάγματος του 1937, το όποιο αναγνώριζε ιδιαίτερα προνόμια στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. (Σ.τ.μ.)
iii.  Britain and the Revolt in Cyprus, 1954-59 ( 1998) [στα ελληνικά: Η Βρετανία και ο Κυπριακός Αγώνας 1954-1959, μτφρ. Βίλλυ Φωτοπούλου, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2001]. Αυτο το εξαίρετο έργο αποτελεί ίσως την καλύτερη μελέτη στην ιστοριογραφία της αποαποικιοποίησης.
iv.  Sudetenland : Περιοχή της Τσεχοσλοβακίας κατοικούμενη προπολεμικά κυρίως από γερμανόφωνους πληθυσμούς. Κατόπιν επιμονής του Χίτλερ, προσαρτήθηκε στο Τρίτο Ράιχ μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, τον Σεπτέμβριο του 1938, με τη συναίνεση της Βρετανίας και της Γαλλίας. (Σ.τ.μ. )
v.  Για μια ζωηρή περιγραφή των μηχανισμών καταστολής (για να μη μιλήσουμε για την εκλογική βία και νοθεία), των οποίων προέστη ο Καραμανλής, βλ. Constantine Tsoucalas, The Greek Tragedy (1969) [στα ελληνικά: Η ελληνική τραγωδία: Από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες, μτφρ. Κ. Ιορδανίδης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1981].
vi.  Βρετανός πολιτικός (1919-1996), ηγετική φυσιογνωμία του Συντηρητικού Κόμματος και γαμπρός του Harold Macmillan. (Σ.τ.μ.)
vii.  Τροπολογία την οποία εισηγήθηκε ο Αμερικανός γερουσιαστής Orville Platt και υπέγραψε o πρόεδρος William McKinley το 1901. Έθετε ως όρο για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Κούβα την παραχώρηση βάσεων (ανάμεσα τους και αυτή στο Γκουαντάναμο) και την κατοχύρωση στις ΗΠΑ του δικαιώματος να επεμβαίνουν στρατιωτικά, όποτε το έκριναν απαραίτητο, για «τη διαφύλαξη της Κουβανικής Ανεξαρτησίας». Μέχρι το 1934 είχε ισχύ παραρτήματος του Κουβανικού Συντάγματος. (Σ.τ.μ. )

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!