«Μεγάλωσα Μαρξιστής», γράφει ο Τόνι Τζουντ, ο Βρετανός ιστορικός «πολλαπλών ταυτοτήτων» που απεβίωσε στις 6 Αυγούστου, στο Μανχάταν, μετά από μία σκληρή αλλά πολύ θαρραλέα μάχη δύο ετών με την αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση που τον παρέλυε σταδιακά μέχρι τέλους. Ήταν μόλις 62 ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, εβραϊκής καταγωγής, μεγαλωμένος στη Μεγάλη Βρετανία και σπουδαγμένος στο Κέιμπριτζ και στο Ecole Normale Superieure, στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, διαφοροποιήθηκε από τη σχολή των Γάλλων φιλοσόφων που κυριαρχούσαν στην ευρωπαϊκή σκέψη και άσκησε οξεία κριτική στον Σαρτρ, τον Αλτουσέρ και τους άλλους σημαντικούς Γάλλους διανοητές, παίρνοντας σαφή θέση υπέρ μιας εξελιγμένης σοσιαλδημοκρατίας που φαινόταν αναγκαία μετά τη σοβιετική εμπειρία και εφικτή στα πλαίσια μιας ομοιογενούς Ευρώπης. Στο βιβλίο του «Μεταπολεμικά: Μια ιστορία της Ευρώπης από το 1945» προσεγγίζει την Ευρώπη, από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 2005. «Ήταν η πρώτη σημαντική ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης που αναλύει τις ιστορίες τής Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης σε ισότιμα αυστηρή λεπτομέρεια, αλλά και ως μέρος μιας ενιαίας, μεγαλύτερης ολότητας», γράφει ο Timothy Garton Ash.
Ταυτόχρονα επεσήμαινε την ύπαρξη και καλλιέργεια των διαφορών από εντόπιους εθνικιστές, στο Βέλγιο, την Ουγγαρία κι αλλού, τις οικονομικές ανισότητες κατά περιοχές, τη συμφωνία Σένγκεν, αλλά και άλλους παράγοντες που αντιστρατεύονται την ουσιαστική ενοποίηση όλων των Ευρωπαίων σε μια δημοκρατική βάση. Η απογοήτευση του Τζουντ δεν περιορίστηκε στους ευρωπαίους μαρξιστές. Ζητούσε, χωρίς να εισακούεται, από τα εθνικά κράτη να αναλάβουν την αναδιανομή τού πλούτου και να διαχειριστούν την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, που ήταν φανερό ότι βάθαινε, αναζωογονώντας τη σοσιαλδημοκρατία.
Μέχρι τον πόλεμο του 1967, ήταν Σιωνιστής και πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του στα κιμπούτζ, αλλά και στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. «Πήγα με την ιδεαλιστική φαντασία ότι θα δημιουργούσαμε μια σοσιαλιστική, κοινοβιακή χώρα με την εργασία μας, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε ένας λαός που είχε εκδιωχτεί από τη χώρα του και υπέφερε σε προσφυγικούς καταυλισμούς, προκειμένου εμείς να κάνουμε τη φαντασίωσή μας πιθανή», λέει ο Τζουντ.
Το κείμενο «Ισραήλ: η εναλλακτική λύση» από το οποίο πάρθηκαν τα παρακάτω αποσπάσματα, δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books, το 2003, προκαλώντας τη λυσσασμένη αντίδραση των σιωνιστικών κύκλων, που έκτοτε έβαλαν στη μαύρη λίστα τον ανυποχώρητο από την αλήθεια Τόνι Τζουντ, ο οποίος πρόσφατα κατήγγειλε την ισραηλινή επίθεση στο στολίσκο για τη Γάζα και σε κατάσταση σχεδόν πλήρους παραλυσίας (μόνο μιλούσε και ανέπνεε με φιάλη οξυγόνου) έγραψε στους New York Times ότι ο Σιωνισμός έχει αποτύχει και η ειδική σχέση των Αμερικανών με το Ισραήλ πρέπει να τελειώσει γιατί αυτό βλάπτει σοβαρά και τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ισραήλ: Η εναλλακτική λύση
Του Tony Judt
Η ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή έλαβε τέλος. Δεν πέθανε – δολοφονήθηκε.
Το πρόβλημα του Ισραήλ, με λίγα λόγια, δεν είναι ότι –όπως λέγεται μερικές φορές– αποτελεί ένα ευρωπαϊκό «θύλακα» στον Αραβικό κόσμο, αλλά μάλλον ότι έφτασε πολύ αργά. Το Ισραήλ εισήγαγε ένα διαχωριστικό πρότζεκτ, χαρακτηριστικό για τον όψιμο 19ο αιώνα, σ’ έναν κόσμο που είχε προχωρήσει παραπέρα, τον κόσμο των ατομικών δικαιωμάτων, των ανοικτών συνόρων και του διεθνούς δικαίου. Η ίδια η ιδέα για «εβραϊκό κράτος» -ένα κράτος όπου οι Εβραίοι και η εβραϊκή θρησκεία έχουν αποκλειστικά προνόμια από τα οποία εξαιρούνται δια παντός όλοι οι μη Εβραίοι πολίτες- έχει τις ρίζες της σε άλλους χρόνους και τόπους. Το Ισραήλ, εν συντομία, αποτελεί έναν αναχρονισμό.
Ως προς ένα κρίσιμης σημασίας χαρακτηριστικό, όμως, το Ισραήλ διαφέρει αρκετά από τα προηγούμενα ανασφαλή, αμυντικά μικροκράτη που γεννήθηκαν από την κατάρρευση των αυτοκρατοριών: είναι δημοκρατία. Απ’ αυτό προκύπτει το σημερινό του δίλημμα. Χάρη στην κατοχή των εδαφών που κατακτήθηκαν το 1967, το Ισραήλ σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπο με τρεις μη ελκυστικές επιλογές. Μπορεί να διαλύσει τους εβραϊκούς οικισμούς στα κατεχόμενα εδάφη, να επιστρέψει στα κρατικά σύνορα του 1967, μέσα στα οποία οι Εβραίοι αποτελούν την καθαρή πλειοψηφία και έτσι να παραμείνει τόσο εβραϊκό κράτος, όσο και δημοκρατία, αν και με μια αραβική κοινότητα, αν και με μία συνταγματικά ανώμαλη κοινότητα Αράβων πολιτών δεύτερης κατηγορίας.
Εναλλακτικά, το Ισραήλ μπορεί να συνεχίσει να κατέχει τη «Σαμάρεια», την «Ιουδαία» και τη Γάζα, των οποίων ο αραβικός πληθυσμός –εάν προστεθεί σ’ αυτόν του σημερινού Ισραήλ– θα γίνει δημογραφικά η πλειοψηφία μέσα σε πέντε έως οκτώ χρόνια: σ’ αυτή την περίπτωση το Ισραήλ είτε θα είναι εβραϊκό κράτος (με μία πάντα μεγαλύτερη πλειοψηφία μη ενσωματωμένων μη Εβραίων), είτε θα είναι δημοκρατία. Λογικά, όμως, δεν μπορεί να είναι και τα δύο.
Ή αλλιώς, το Ισραήλ μπορεί να κρατήσει τον έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών, αλλά να απαλλαγεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του αραβικού πληθυσμού: είτε εκτοπίζοντάς τους με βία, είτε στερώντας τους τη γη και το βιος, αφήνοντάς τους καμία άλλη επιλογή από το να πάνε στην εξορία. Μ’ αυτό τον τρόπο το Ισραήλ θα μπορούσε πράγματι να παραμείνει ταυτόχρονα εβραϊκό και τουλάχιστον τυπικά δημοκρατικό: αλλά με τίμημα να γίνει η πρώτη σύγχρονη δημοκρατία που θα έχει πραγματοποιήσει ολοκληρωτική εθνοκάθαρση ως κρατικό σχέδιο, κάτι που θα καταδίκαζε το Ισραήλ για πάντα στην κατηγορία των εκτός νόμου κρατών, ένα διεθνή παρία.
Όποιος νομίζει ότι αυτό το τρίτο σενάριο είναι πάνω απ’ όλα αδιανόητο για ένα εβραϊκό κράτος, δεν έχει παρακολουθήσει τον σταθερό ρυθμό αύξησης των οικισμών και την αρπαγή εκτάσεων στη Δυτική Όχθη κατά τα τελευταία 25 χρόνια ή δεν έχει ακούσει τους στρατηγούς και πολιτικούς της Ισραηλινής Δεξιάς, μερικοί εκ των οποίων είναι τώρα στην κυβέρνηση. Ο μεσαίος χώρος της πολιτικής στο Ισραήλ κατέχεται σήμερα από το κόμμα Likud. Σημαντική συνιστώσα του είναι το κόμμα Herut, του εκλιπόντος Menachem Begin. Το Herut είναι ο διάδοχος των Αναθεωρητών Σιωνιστών του Vladimir Jabotinsky, η αδιάλλακτη αδιαφορία του οποίου για νομικές και εδαφικές λεπτολογίες του χάρισε το επίθετο «φασίστας» από τους αριστερίζοντες Σιωνιστές. Όταν ακούει κανείς τον αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ να επιμένει με υπερηφάνεια ότι η χώρα του δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο δολοφονίας του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, είναι ξεκάθαρο ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει περισσότερο παρά ποτέ. Πολιτικές δολοφονίες διαπράττουν οι φασίστες.
Όπως έγραψε πρόσφατα ο διακεκριμένος πολιτικός του Εργατικού Κόμματος Avraham Burg, «μετά από δύο χιλιάδες χρόνια αγώνα για επιβίωση, το Ισραήλ στην πραγματικότητα είναι ένα αποικιακό κράτος που διακυβερνάται από μία διεφθαρμένη κλίκα, η οποία περιφρονεί και χλευάζει τους νόμους και την πολιτική ηθική». Αν δεν αλλάξει κάτι, σε πέντε χρόνια το Ισραήλ δεν θα είναι ούτε εβραϊκό ούτε δημοκρατικό.
Και στο σημείο αυτό οι ΗΠΑ μπαίνουν στο σκηνικό. Η συμπεριφορά του Ισραήλ είναι καταστροφή για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Με αμερικανική υποστήριξη, η Ιερουσαλήμ μόνιμα και με αυθάδεια αψήφησε τις αποφάσεις του ΟΗΕ που ζητούσαν να αποσυρθεί από τα εδάφη που άρπαξε και κατέχει από τον πόλεμο. Το Ισραήλ είναι το μοναδικό κράτος της Μέσης Ανατολής το οποίο είναι γνωστό ότι κατέχει πραγματικά και θανατηφόρα όπλα μαζικής καταστροφής.
Οι Ισραηλινοί πολιτικοί συμβάλλουν ενεργά στην επιδείνωση των ίδιων των προβλημάτων τους για πολλά χρόνια. Γιατί εμείς συνεχίζουμε να τους συντρέχουμε και να τους ενθαρρύνουμε στα λάθη τους; Οι ΗΠΑ είχαν προσπαθήσει δειλά στο παρελθόν να πιέσουν το Ισραήλ με την απειλή να παρακρατήσουν από το πακέτο ετήσιας βοήθειας μερικά ποσά που πηγαίνουν για χρηματοδότηση των εποίκων στη Δυτική Όχθη. Την τελευταία φορά όμως που έγινε αυτή η απόπειρα, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Κλίντον, η Ιερουσαλήμ βρήκε «παραθυράκι», παίρνοντας τα χρήματα υπό τη μορφή «δαπανών ασφαλείας». Η Ουάσιγκτον συμμορφώθηκε με το τέχνασμα και από τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια της αμερικάνικης βοηθείας για τέσσερα χρόνια, από το 1993 έως το 1997, παρακρατήθηκαν λιγότερο από 775 εκατομμύρια. Το σχέδιο εποικισμού προχώρησε απρόσκοπτα. Τώρα ούτε καν προσπαθούμε να το σταματήσουμε.
Αυτή η απροθυμία να μιλήσουμε ή να δράσουμε δεν ωφελεί κανέναν. Έχει διαβρώσει και τον εγχώριο διάλογο στην Αμερική. Αντί να μιλήσουν ευθέως για τη Μέση Ανατολή, οι Αμερικάνοι πολιτικοί και εμπειρογνώμονες συκοφαντούν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους όταν διαφωνούν, κάνουν επιπόλαιες και ανεύθυνες δηλώσεις περί αναδυόμενου αντισημιτισμού, κάθε φορά που το Ισραήλ δέχεται κριτικές, και επιπλήττουν λογοκρίνοντας κάθε δημόσιο πρόσωπο στις ΗΠΑ το οποίο προσπαθεί να διαχωρίσει τη θέση του από τη συναίνεση.
Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος Αμερικανός κρατικός λειτουργός θα πει την αλήθεια σε κάποιον Ισραηλινό πρωθυπουργό και θα βρει τρόπο να τον κάνει να την ακούσει. Οι Ισραηλινοί φιλελεύθεροι και οι μετριοπαθείς Παλαιστίνιοι επί δύο δεκαετίες μάταια επιμένουν ότι η μόνη ελπίδα είναι το Ισραήλ να διαλύσει όλους σχεδόν τους εποικισμούς και να επιστρέψει στα σύνορα του 1967, εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα πραγματική αραβική αναγνώριση των συνόρων αυτών και ένα σταθερό, χωρίς τρομοκράτες παλαιστινιακό κράτος με την υποστήριξη (και συγκράτηση) από δυτικούς και διεθνείς οργανισμούς. Αυτή παραμένει η συμβατική συναίνεση, η οποία κάποτε ήταν μια δίκαιη και δυνατή λύση.
Έχω όμως την υποψία ότι έχουμε ήδη αργήσει πολύ γι’ αυτό. Υπάρχουν πάρα πολλοί οικισμοί, πάρα πολύ Εβραίοι έποικοι και πάρα πολλοί Παλαιστίνιοι, και όλοι ζουν μαζί, αν και χωρισμένοι από συρματοπλέγματα και περιορισμούς μετακινήσεων. Ό,τι και να λέει ο «Οδικός χάρτης», ο πραγματικός χάρτης είναι αυτός που ισχύει επί τόπου και, όπως λένε οι Ισραηλινοί, δείχνει την αληθινή κατάσταση. Ίσως μπορεί πάνω από 250.000 βαριά οπλισμένοι και επιδοτούμενοι Εβραίοι έποικοι να εγκαταλείψουν εκούσια την Αραβική Παλαιστίνη, αλλά κανένας απ’ όσους γνωρίζω δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Πολλοί από αυτούς τους εποίκους θα πεθάνουν –και θα σκοτώσουν– παρά θα μετακινηθούν.
Ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε το αδιανόητο. Η λύση να υπάρξουν δύο κράτη –ο πυρήνας της διαδικασίας του Όσλο και του τωρινού «Οδικού Χάρτη»- είναι πιθανόν ήδη καταδικασμένη. Κάθε χρόνος που περνά αναβάλλουμε μία αναπόφευκτη, σκληρότερη λύση, την οποία έχουν παραδεχτεί μόνο η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά, καθεμία για δικούς της λόγους. Οι δύο εναλλακτικές επιλογές που θα αντιμετωπίζει η Μέση Ανατολή τα επόμενα χρόνια θα είναι ανάμεσα σε ένα εθνικά εκκαθαρισμένο Μεγάλο Ισραήλ και ένα ενιαίο κράτος με δύο ενσωματωμένες εθνότητες, Εβραίων και Αράβων, Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Τι θα γινόταν όμως, αν δεν υπήρχε σήμερα θέση στον κόσμο για ένα «εβραϊκό κράτος»; Τι θα γινόταν αν η λύση για κράτος με δύο έθνη, δεν ήταν μονάχα ολοένα και πιο πιθανή, αλλά μια πράγματι επιθυμητή έκβαση; Αυτή δεν είναι και τόσο παράξενη σκέψη. Οι περισσότεροι από τους αναγνώστες του παρόντος δοκιμίου ζουν σε πλουραλιστικά κράτη που εδώ και πολλά χρόνια έχουν γίνει πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά.
Το ίδιο το Ισραήλ είναι πολυπολιτισμική κοινωνία σε όλα του εκτός από το όνομά του. Εντούτοις, συνεχίζει να ξεχωρίζει ανάμεσα στα δημοκρατικά κράτη με το να καταφεύγει σε εθνοθρησκευτικά κριτήρια με τα οποία χαρακτηρίζει και ιεραρχεί τους πολίτες του. Αποτελεί φαινόμενο ανάμεσα στα σύγχρονα έθνη όχι επειδή –όπως ισχυρίζονται οι πιο παρανοϊκοί υποστηρικτές του– είναι ένα εβραϊκό κράτος και κανένας δεν θέλει οι Εβραίοι να έχουν κράτος, αλλά επειδή είναι εβραϊκό κράτος μέσα στο οποίο μια κοινότητα –οι Εβραίοι– έχει τοποθετηθεί πάνω από τις άλλες, σε μια εποχή που αυτού του είδους τα κράτη δεν έχουν καμία θέση.
Η καταθλιπτική αλήθεια είναι ότι η σημερινή συμπεριφορά του Ισραήλ δεν βλάπτει μόνο την Αμερική, αν και αυτό σίγουρα ισχύει. Ούτε εξίσου το ίδιο το Ισραήλ, όπως πολλοί Ισραηλινοί παραδέχονται σιωπηλά. Η πικρή αλήθεια είναι ότι το Ισραήλ σήμερα βλάπτει τους Εβραίους.
Σε έναν κόσμο όπου τα έθνη και οι λαοί όλο και περισσότερο αναμειγνύονται και παντρεύονται μεταξύ τους αυτοβούλως· όπου τα πολιτισμικά και εθνικά εμπόδια στην επικοινωνία έχουν καταρρεύσει εντελώς· όπου όλο και περισσότεροι από μας επιλέγουμε πολλαπλές ταυτότητες και θα νιώθαμε αδίκως περιορισμένοι αν αναγκαζόμασταν να αρκεστούμε σε μία μόνο απ’ αυτές· σε ένα τέτοιο κόσμο το Ισραήλ πραγματικά αποτελεί αναχρονισμό. Και μάλιστα δυσλειτουργικό αναχρονισμό. Στη σύγχρονη «σύγκρουση πολιτισμών» ανάμεσα στις ανοιχτές, πλουραλιστικές δημοκρατίες και τα εχθρικά μισαλλόδοξα κράτη που άγονται από τη θρησκεία, το Ισραήλ πράγματι κινδυνεύει να καταπέσει στο λάθος στρατόπεδο.
Το να μετατραπεί το Ισραήλ από εβραϊκό κράτος σε κράτος δύο εθνοτήτων δεν θα είναι εύκολο, αν και όχι τόσο αδύνατο όσο φαίνεται: η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει εκ των πραγμάτων. Θα προκαλούσε όμως πολύ λιγότερη αναστάτωση στους περισσότερους Εβραίους και Άραβες από ό,τι θα ισχυρίζονταν οι θρησκευτικοί και εθνικιστικοί πολέμιοι αυτής της λύσης. Σε κάθε περίπτωση, κανένας απ’ όσους γνωρίζω δεν έχει κάποια καλύτερη ιδέα: κάθε ένας που ειλικρινά πιστεύει ότι ο αμφιλεγόμενος ηλεκτρονικός φράχτης που κατασκευάζεται τώρα θα δώσει κάποια λύση, έχει χάσει τα τελευταία 50 χρόνια της ιστορίας. Ο «φράχτης» -στην πραγματικότητα μια θωρακισμένη ζώνη με χαντάκια, φράχτες, αισθητήρες, χωματόδρομους (για την παρακολούθηση χναριών) και έναν τοίχο ύψους 8,5 μέτρων- καταλαμβάνει, διαχωρίζει και κλέβει την αραβική καλλιεργήσιμη γη. Θα καταστρέψει χωριά, περιουσίες και ό,τι άλλο απομένει από την αραβο-εβραϊκή κοινότητα. Κοστίζει περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια το μίλι (1,6 χλμ.) και θα προκαλέσει μόνο ταπείνωση και στενοχώριες και στις δύο πλευρές. Όπως το Τείχος του Βερολίνου, επιβεβαιώνει την ηθική και θεσμική χρεοκοπία του καθεστώτος το οποίο προορίζεται να προστατεύσει.
Ένα κράτος δύο εθνοτήτων στη Μέση Ανατολή θα απαιτήσει την τολμηρή και επίμονη δέσμευση της αμερικανικής ηγεσίας.
Ένα κράτος δύο εθνοτήτων στη Μέση Ανατολή θα απαιτήσει την εμφάνιση, ανάμεσα τόσο στους Εβραίους, όσο και στους Άραβες, μιας νέας πολιτικής τάξης. Η ιδέα αυτή καθαυτή αποτελεί ένα αβέβαιο μείγμα ρεαλισμού και ουτοπίας, μετά βίας ένα πρόσφορο σημείο εκκίνησης. Όμως, οι άλλες εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ, πολύ χειρότερες.