Ο Λούκα Γκουαντανίνο, στη νέα ταινία του «Queer», μεταφέρει στο σινεμά το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπάροουζ και εμπνευσμένος από την τολμηρή ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια του συγγραφέα, αποδίδει κινηματογραφικά ερωτική έλξη, αλλά και τη συντριβή της απόρριψης, σε μια σπαρακτική ταινία.

Από τους επιδραστικότερους συγγραφείς της μπητ γενιάς, στη μεταπολεμική Αμερική, ο πρωτοποριακός συγγραφέας Ουίλιαμ Μπάροουζ (1914-1997) άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στη λογοτεχνία του περιθωρίου και την ποπ κουλτούρα. Αλκοολικός και τοξικοεξαρτημένος ολοκλήρωσε ένα αυτοβιογραφικό κυρίως έργο, βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες και εμμονές. Αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για κατοχή ναρκωτικών στη Νέα Ορλεάνη, κατέφυγε το 1949 στην Πόλη του Μεξικού, γράφοντας εκεί τα δυο πρώτα του κορυφαία μυθιστορήματα «Κουήρ» (αδερφή) και «Τζάνκι» (πρεζόνι). Μετά από απορρίψεις, εξέδωσε αρχικά το «Τζάνκι» (1953), συμπληρώνοντάς το με εκτεταμένα κομμάτια του «Κουήρ», που τελικά εκδόθηκε το 1985, ένα βαθιά εξομολογητικό μυθιστόρημα, με διαλυμένο πρωταγωνιστή, άλτερ-έγκο του συγγραφέα. Σε περίοπτη θέση στην ιστορία της ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα αυτό είναι διάσημο για έναν θάνατο που δεν περιγράφει. Τον ατυχή πυροβολισμό της γυναίκας του Μπάροουζ, Τζόαν Βόλμερ, από τον ίδιο, σε κατάσταση μέθης, το 1951, μια τραυματική εμπειρία, δημιουργικό έναυσμα συγγραφής του βιβλίου.

Ξεπεσμένος συγγραφέας σε τέλμα, ο αλκοολικός και ηρωινομανής Ουίλιαμ Λι (Ντάνιελ Κρεγκ) περιφέρεται τα βράδια στα περιβόητα γκέι μπαρ και στέκια της Πόλης του Μεξικού του ’50, ανάμεσα σε περιστασιακούς εραστές και φλύαρους φίλους. Στο μεταίχμιο σωματικής και ψυχικής κατάρρευσης από τις καταχρήσεις, ο πενηντάρης Λι ερωτεύεται τον όμορφο νεαρό Γιουτζίν Άλερτον (Ντρου Στάρκι), ο οποίος απρόθυμος να στιγματιστεί, αρχικά τον σνομπάρει, ενδίδοντας τελικά στην ερωτική πολιορκία του. Παρότι παρουσιάζεται έρμαιο σαρκικών καταχρήσεων, ο Λι αναζητά μέσα από την ηδονή, απόλυτη ταύτιση με τον εραστή του. Ωστόσο, η διαβρωτική ανία ψυχραίνει το ερωτικό ενδιαφέρον του Άλερτον. Βαθιά πληγωμένος, ο Λι πιστεύει πως μπορεί να τον μεταπείσει, αν επικοινωνήσουν σε τηλεπαθητικό επίπεδο. Έτσι, ταξιδεύουν μαζί στον Ισημερινό, αναζητώντας ένα παραισθησιογόνο φυτό, το «γιαχέ».

Σαρκικός πόθος και ομοφυλοφιλικός ερωτισμός διατέμνουν την πρόσκαιρη ηδονή, καταλήγοντας σε μια βαθύτερη, μεταφυσικών προεκτάσεων, υπαρξιακή διερεύνηση για το νόημα της ζωής μέσα από τον έρωτα. Στα όρια κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής μελέτης ενός ολόκληρου περιθωριακού περίγυρου της εποχής, το βιβλίο του Μπάροουζ κάνει αναφορά σε μεγάλο αριθμό χαρακτήρων και τοποθεσιών που βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα και πραγματικούς χώρους, όπου σύχναζε ο συγγραφέας.

Στο «Κουήρ», ένα επεισοδιακά «πετσοκομμένο» κείμενο, πριν την τελική έκδοσή του, ο Μπάροουζ στοιχειωμένος από τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του, περιγράφει πως ο Λι δεν βρήκε το γιαχέ και χάνει τον εραστή του, αναζητώντας τα ίχνη του δυο χρόνια μετά. Στον αντίποδα, ο Γκουαντανίνο με τη σκέψη πως μια ταινία παραμένει θεαματικότερη από ένα κείμενο, ανακατασκευάζει το σεναριακό υλικό, περιορίζοντας τον κυνισμό του συγγραφέα, σύμφωνα με τον δικό του αθεράπευτο ρομαντισμό. Βασισμένος στις «Επιστολές του Γιαχέ» (1963), μια λογοτεχνική ανασύνθεση ημερολογίων και επιστολών του Μπάροουζ προς τον Γκίνσμπεργκ, ο Γκουντανίνο αποτολμά δραστική αλλαγή. Λι και Άλερτον βρίσκουν το γιαχέ και ζουν μαζί την ψυχεδελική εμπειρία, ενωμένοι σε σάρκα μία. Ωστόσο, παραμένει η εγκατάλειψη του Λι από τον Άλερτον, κάνοντας αβάσταχτη την απόγνωση του πρωταγωνιστή. Με εργαλεία την καταιγιστική μπίτνικ αφήγηση και τους σουρεαλιστικούς συμβολισμούς, ο Γκουντανίνο δημιουργεί μετά το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» (2017), άλλη μια σπαραξικάρδια ιστορία, για έναν ανέφικτό έρωτα.

Ο σκηνοθέτης περιορίζει αντίστοιχα και την παρουσία των γραπτών παραληρηματικών μονολόγων του Λι, μεταφέροντάς τους στα όνειρα, με σουρεαλιστική αισθητική, μαζί με πλήθος διάσπαρτων λεπτομερειών του βιβλίου και βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Σκηνές ιδιαίτερης προοπτικής και υποβλητικών φωτισμών, στο μπαρ «Σιπ Αχόι», ανακαλούν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, σε παράλληλη αναφορά και στον Ντέιβιντ Λιντς. Η τελική σεκάνς με τον ηλικιωμένο, που ξεψυχάει αναπολώντας ακόμα το ερωτικό άγγιγμα του αγαπημένου, αποτελεί αναφορά του σκηνοθέτη στον Μπάροουζ, ανακαλώντας το μεταφυσικό υπαρξισμό στο «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» (1968/Στάνλεϊ Κιούμπρικ).

Με αναφορές στα εφηβικά του αναγνώσματα των Ζαν Ζενέ, Αντρέ Ζιντ και Όσκαρ Ουάιλντ, ο Μπάροουζ γράφει το «Κουήρ» εν μέσω ψυχρού πολέμου, την εποχή που οι ψυχίατροι χαρακτήριζαν την ομοφυλοφιλία ως πνευματική ασθένεια. Την ίδια περίοδο με τον πόλεμο στην Κορέα και τις μακαρθικές διώξεις, η ομοφυλοφιλία δαιμονοποιήθηκε ως απειλή του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Ο Γκουαντανίνο σε μια ανεκτικότερη εποχή, ενστερνίζεται τη ρήση του Γκίνσμπεργκ πως το «Κουήρ» ήταν «η καρδιά του Μπάροουζ ξεγυμνωμένη», επαναφέροντας τη φράση του Λι στο όνειρο, πως «δεν είναι αδερφή, αλλά ασώματος», προδίδοντας φόβο και ενοχή του συγγραφέα, που στην ταινία μεταφέρεται και στον Άλερτον.

Η ταινία βασίζεται στη συνταρακτική ερμηνεία του 56χρονου Ντάνιελ Κρέγκ, που μετά τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ σε πέντε ταινίες, επιστρέφει στο σινεμά που τον ανέδειξε, σε παρόμοιο ρόλο με την ταινία «Αγάπη είναι ο διάβολος» (1998/Τζον Μέιμπουρι). Συνδυάζοντας στιβαρή σωματοδομή, αρρενωπότητα και ευαισθησία, απεικονίζεται ιδρωμένος, να παραληρεί μεθυσμένος ή να τρέμει από στερητικό σύνδρομο, εκφράζοντας τον «αφόρητο πόνο του Λι, σαν να αιμορραγούσαν τα σωθικά του», κατά Μπάροουζ, ενώ στο υγρό βλέμμα του απεικονίζεται βουβός πόνος. 

Στην ταινία περιγράφονται διαρκώς κινήσεις αποδοχής/απώθησης, αποδίδοντας την αγωνία του Λι στην ανταπόδοση του ερωτικού αγγίγματος. Τα περίφημα «εκτοπλασματικά δάχτυλα» στον Μπάροουζ, όταν ο Λι φαντασιώνεται να αγγίζει τον εραστή του, μετασχηματίζονται στον Γκουαντανίνο μέσα από πειραματικές διπλοτυπίες σε «φασματικά» χέρια, όπως στις τεχνικές των θρίλερ με φαντάσματα. Με επιρροές στις σκηνές ψυχεδελικής παραίσθησης και από το «Ανεξέλεγκτες καταστάσεις» (1980/Κεν Ράσελ), αποδίδεται με χρήση αναμορφικών εφέ η εμπειρία ψυχικής και σαρκικής μετουσίωσης των εραστών, καθώς αγκαλιάζονται σαν να φορούν το ίδιο σώμα.

Η ταύτιση είχε συντελεστεί μέσα από συγχρονισμένες χορευτικές κινήσεις και βουβές κραυγές, υπό την πρωτότυπη ηλεκτρονική μουσική των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος. Το άκουσμα συμφωνικής ορχήστρας, όπου ξεχωρίζει φλάουτο ή όμποε για να αποδοθεί τρυφερότητα ή βιολί για τη θλίψη, μεταφέρει το συναισθηματικό στίγμα του πρωταγωνιστή. Στις ερωτικές συνευρέσεις η ηδονή κορυφώνεται παράλληλα με την ηχητικά επαυξημένη ένταση των ντραμς, ενώ επεξεργασμένοι ήχοι και ηλεκτρονικά ηχοτοπία αποδίδουν μυστήριο στις ονειρικές σκηνές, απογειώνοντας την ψυχεδελική εμπειρία.

Ωστόσο, ο Γκουντανίνο πρωτοτυπεί επιλέγοντας ανεξάρτητες ετεροχρονισμένες μουσικές της εναλλακτικής ροκ σκηνής του ’90, σε μια ταινία που τοποθετείται αρχές του ’50. Η περιγραφή του Μπάροουζ για το περπάτημα του «σαστισμένου» Λι, αποδίδεται με χρήση αργής κίνησης και το άκουσμα του «Come as you are» (1992/Nirvana) στο τράβελινγκ όπου ο Λι μπροστά από μια κοκορομαχία, βλέπει πρώτη φορά τον Άλερτον, ενώ η ανταλλαγή βλεμμάτων προδίδει ερωτική έλξη, που το τραγούδι πλαισιώνει με τραχιά αυθάδεια. Το «Marigold» των Nirvana, ακούγεται στο εστιατόριο, όπου γευματίζουν στο πρώτο τους ραντεβού. Εμπνευσμένη είναι και η χρήση του τζαζέ πιανιστικού «17 Days» (1986/Prince), που δίνει ρυθμό στην ερωτική τους έξαψη, καθώς περπατούν στο δρόμο, ενώ το χαρούμενο φάνκι «Musicology» (2004/Prince) δίνει ελπίδες για την επανένωσή τους, στον Ισημερινό.

Στους τίτλους αρχής δεσπόζει το ρυθμικό κιθαριστικό «All apologies» (1994/Sinead O Connor), ενώ το «Leave me alone» (1983/New Order), αποδίδει θλίψη, μοναξιά και εθισμό, στη σκηνή που ο Λι κάνει χρήση ηρωίνης, μεταφέροντας σε συνεχές μονοπλάνο τον σπαραγμό της πρώτης απόρριψης.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!