Αρχική αρχείο στηλών χωρίς αλπούτζα Παππού δε βλέπεις; Είναι η θέση μου, το 3…

Παππού δε βλέπεις; Είναι η θέση μου, το 3…

Γράφει ο Σωκράτης Μαντζουράνης

 

Πριν μέρες πήγα με τα εγγόνια σ’ ένα παιδικό θέατρο.
Άρχισε η παράσταση και βλέπω το Δημήτρη να μαζεύει μπουφάν και σακάκια και να τα βάζει στο κάθισμα για να ψηλώσει.
Έκατσε με τα πόδια στο κάθισμα, αλλά και πάλι δεν έβλεπε και με ρώταγε συνέχεια:

– Πού είναι ο Ηρακλής, τι κάνει η Ήρα, το σκότωσε το λιοντάρι;
– Έλα να αλλάξουμε θέση.
– Όχι.
– Μα αφού δεν βλέπεις παιδί μου.
– Όχι
– Μα γιατί;

Βγάζει από τη τσέπη το εισιτήριο του.

– Διάβασε τι λέει.
– Τι λέει; Σειρά 15, αριθμός καθίσματος 3.
– Αυτή, λοιπόν, είναι η θέση μου, παππού.

Συνέχισε να μη βλέπει καλά και να με ρωτά για τα τεκταινόμενα επί σκηνής, αλλά εγώ ήδη είχα εγκαταλείψει τους «Άθλους του Ηρακλή» και ταξίδευα σε άλλους «άθλους», άλλων «Ηρακλειδών».
Που και που έλεγα κανένα «ναι», κανένα «βεβαίως» και άλλα τέτοια αόριστα ανόητα, για να μην καταλάβει ο εγγονός, πως εγώ παρακολουθούσα άλλο έργο.
Στη σκηνή, ο Ηρακλής σκότωνε εχθρούς και πάλευε, πάλευα κι’ εγώ με όνειρα ανυπότακτα και χιλιοαγαπημένες επαναστατικές ψευδαισθήσεις.
Έκανε ένα πήδο το μυαλό και με πήγε κάποια χρόνια πίσω.

Τότε που σύντροφοι και συναγωνιστές και λαϊκοί αγωνιστές μιας ποικιλόμορφης Αριστεράς, είχαμε κατακτήσει τη «θέση» μας στους λαϊκούς αγώνες και δεν την αφήναμε με τίποτα.
Σαν τον Δημήτρη.
Και τις «ευκαιρίες» βλέπαμε και τις «σειρήνες» ακούγαμε και τις «προτάσεις» είχαμε, όμως εμείς εκεί.
Σαν τον Δημήτρη.
Με μια αίσθηση ενός αδιαπραγμάτευτου καθήκοντος.
Ήταν η θέση μας!
Και τραβήξαμε πολλά περισσότερα από τον Δημητράκη, για να ψηλώσουμε και να «δούμε την παράσταση».
Κι απ’ ό,τι αποδείχτηκε, δε μπορέσαμε να ψηλώσουμε αρκετά και κάποιοι δεν κατάφεραν να παρακολουθήσουν το «έργο» μέχρι το τέλος.
Παρ’ όλο που, σε αντίθεση με τον Δημήτρη, άλλαξαν «θέση», ακόμα και «παράσταση».
Αρκετές φορές.

Ένοιωσα μια απέραντη θλίψη, που ως φαίνεται και ο εγγονός την είδε:
– Παππού, μη φοβάσαι. Δεν είναι αληθινά αυτά. Θέατρο είναι…
Και μ’ έστειλε.
Μ’ έστειλε αρκετά χρόνια πίσω και σ’ άλλα μέρη.
Βρέθηκα έξω από μάντρες εργοστασίων, μαζί με συντρόφους και συναγωνιστές, που αρκετοί απ’ αυτούς είναι σήμερα υπουργοί, βουλευτές, κυβερνητικά και κομματικά στελέχη.

Να παλεύουμε, να μας βαράνε οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι, να κρατάμε τα πανό, να μοιράζουμε τα «χαρτιά» μας, να απαιτούμε:
– Συλλογικές συμβάσεις.
– Ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς.
– Αυξήσεις στο μεροκάματο.
– Αξιοπρεπείς συντάξεις.

Και να βλέπω σήμερα τους αλλοτινούς μου συντρόφους να τα τσαλαπατούν όλα τούτα, κάποιοι με βαριά καρδιά είναι αλήθεια.
Να γίνονται ίδιοι με τα αφεντικά που αντιμαχόμασταν.
Στο όνομα της Αριστεράς και πάλι, στο όνομα της κοινωνικής σωτηρίας πάλι, πάλι στο όνομα της «ταξικής πάλης».
Βρέθηκα μαζί με σημερινούς υπουργούς και βουλευτές και πρώτα «στελέχη», έξω από δημόσιες επιχειρήσεις που τις πήγαιναν για ξεπούλημα στους «ιδιώτες», να μας «περιποιείται» το κράτος της Δεξιάς.
Και τους βλέπω σήμερα, να είναι τώρα το «κράτος της Αριστεράς» και να σηκώνουν τα χεράκια και να ξεπουλάνε, πάλι κάποιοι με βαριά καρδιά, ό,τι για χρόνια υπερασπιστήκαμε σκληρά.
Πάλι με τη «βούλα της Αριστεράς», στο όνομα πάλι της κοινωνίας, πάλι για μια ανάπτυξη με ταξικό πρόσημο.
Πολύ μεγάλη η θλίψη και πιο μεγάλο, ένα αφελές ερωτηματικό:

Για σας σύντροφοι, για σας που μου έρχεσθε στο μυαλό, όταν ανατρέχω σε όμορφους λαϊκούς αγώνες
– Γιατί;
– Για ποιο λόγο;
Ούτε η άγνοια, ούτε η απειρία, ούτε οι ψευδαισθήσεις, ούτε ακόμα και η «αντιμισθία», δεν δίνουν μια πειστική απάντηση.
Τόσο φειδωλή ήταν η ζωή μαζί σας και δε σας άφησε τίποτα;
Η Εξουσία;
Η παραχωρημένη από τον αντίπαλο ψευδαίσθηση «εξουσίας»;
Τόσο μικροί και λίγοι;
Τι να πω…

Τέλειωσε κι η παράσταση.
– Παππού, τι σ’ άρεσε πιο πολύ;
Εσύ Δημήτρη, ήθελα να του πω…
– Ο Ηρακλής, αγόρι μου.

Σχόλια

Exit mobile version