Στις 7 Δεκεμβρίου αναρτήθηκε από μεριάς της αμερικανικής εταιρείας Palantir Technologies δελτίο τύπου σχετικά με την τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε τέσσερις μέρες νωρίτερα και στην οποία η συγκεκριμένη εταιρεία και η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησαν την περαιτέρω συνεργασία τους, στα πλαίσια της αντιμετώπισης της πανδημίας. Στην τηλεδιάσκεψη μάλιστα συμμετείχαν από μεριάς της κυβέρνησης ο Κ. Μητσοτάκης και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Κ. Πιερρακάκης.
Μπορεί μέχρι σήμερα, το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης να φρόντιζε να μας ενημερώσει για την παραμικρή –χρήσιμη ή μη– τηλεδιάσκεψη του Κ. Μητσοτάκη ώστε να χτίσει το προφίλ ενός πρωθυπουργού που νοιάζεται για το λαό και τις δυσκολίες που περνάει και που εργάζεσαι αδιάκοπα για την αναχαίτηση του δευτέρου –και δριμύτερου– κύματος της πανδημίας. Παρόλα αυτά δε βρήκε να δημοσιεύσει ούτε δυο γραμμές για τη νέα συνεργασία με την εταιρεία που ανέλαβε να συλλέγει προσωπικά και ευαίσθητα δεδομένα.
Τί μάθαμε από το δελτίο τύπου της Palantir; Ότι από την αρχή της πανδημίας, δηλαδή από την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου παραχωρήθηκαν στην εν λόγω εταιρεία δεδομένα, μέσω της χρήσης της πλατφόρμας Foundry. Επίσης, «ενημερωθήκαμε» πως η συνεργασία με την Palantir διευρύνεται. Μάλιστα, ο Αμερικανός πρέσβης Τζ. Πάιατ στις 25 Νοεμβρίου δήλωνε, μέσω twitter, χαρούμενος που συζήτησε με τον υπουργό Υγείας Β. Κικίλια για την εξέλιξη της συνεργασίας ΗΠΑ-Ελλάδας απέναντι στην πανδημία μέσω αμερικανικών εταιρειών μεταξύ των οποίων και η Palantir Technologies.
Τι γνωρίζουμε για την Palantir; Ότι πρόκειται για έναν παγκόσμιο κολοσσό στην συλλογή και επεξεργασία δεδομένων, η οποία μάλιστα πρωτοχρηματοδοτήθηκε από την CIA για να παρέχει υπηρεσίες παρακολούθησης, ότι έχει κατηγορηθεί για παραβίαση προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικής ζωής και πως στις ΗΠΑ τα λογισμικά της έχουν χρησιμοποιηθεί για προληπτική αστυνόμευση και αναγνώριση πιθανών μελλοντικών υπόπτων. Μια τέτοια υπηρεσία χρησιμοποιήθηκε και από την ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης και τελωνείων των ΗΠΑ για τον εντοπισμό μεταναστών.
Επίσης γνωρίζουμε πως κατά συνεργασία που είχε η εταιρεία με το NHS (Βρετανικό ΕΣΥ), σύλλεξε δεδομένα που αφορούσαν το ονοματεπώνυμο, την ηλικία, την κατοικία, τους τηλεφωνικούς αριθμούς, τα επαγγέλματα, την καταγωγή, τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, τα ποινικά μητρώα και την κατάσταση ψυχικής και πνευματικής υγείας ασθενών. Μάλιστα μετά από πιέσεις η βρετανική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα τη σχετική σύμβαση που υπέγραψε με την Palantir, όπου φαινόταν πως το αντίτιμό της ήταν μόλις μια λίρα!
Από ότι φαίνεται μπροστά σε μια αντίστοιχη κατάσταση θα βρεθούν και εκατομμύρια πολίτες και ασθενείς και στη χώρα μας. Καμία επίσημη ανακοίνωση ακόμη και μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές– από μεριάς της ελληνικής κυβέρνησης, που να δίνει έστω κάποιες στοιχειώδης εξηγήσεις.
Δεν αναρτήθηκε καμία σύμβαση για τις «υπηρεσίες» που παρέχει η Palantir εδώ και 8-9 μήνες στην κυβέρνηση. Ομοίως στο σκοτάδι παραμένει η συμφωνία επέκτασης της συνεργασίας. Δεν μπαίνουμε καν στη διαδικασία να θέσουμε το θέμα προκήρυξης διαγωνισμού για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες.
Η κυβέρνηση αρκέστηκε μέχρι στιγμής σε «διαρροές» και δηλώσεις «κύκλων» που κάνουν λόγο για μη επιδημιολογικά στοιχεία, επ’ ουδενί προσωπικά που αφορούν στην κίνηση στους δρόμους, τα λιμάνια και τα διόδια. Ταυτόχρονα, έχουν το θράσος να δηλώνουν πως δεν ήταν αναγκαία η δημοσιοποίηση της σύμβασης, καθώς οι υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν και πως κάποια στιγμή θα ενημερωθεί η Βουλή σχετικώς.
Με βάση το παρελθόν της εταιρείας αλλά και τη διαρκή αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού είναι εξαιρετικά βάσιμοι οι φόβοι πως η κυβέρνηση παραχωρεί σε μια εταιρεία-έμπορο και διακινητή προσωπικών δεδομένων, τα στοιχεία εκατομμυρίων πολιτών και ασθενών προκειμένου να φανεί για άλλη μια φορά πιστός «σύμμαχος» των ΗΠΑ. Το ειρωνικό και τραγικό συνάμα είναι πως με το περιβόητο εργαλείο Foundry πάλι φάνηκε απροετοίμαστη και αδιάφορη απέναντι στις επιπτώσεις της πανδημίας με τους νεκρούς να έχουν φτάσει τους 3.700, με τον μέσο όρο θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκων να είναι πλέον κατά πολύ πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.