του Γιάννη Σχίζα

Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β΄

Η αισθητική του «σαν»

Μια νέα αισθητική του «σαν» κάνει την εμφάνισή της: είναι η αισθητική των τοπίων των περιοχών εξοχικής κατοικίας ή των μεγαλοαστικών προαστίων, που κατά την ανάλυση του Γάλλου φιλοσόφου Γκαστόν Μπασελάρντ, πρέπει να είναι «σαν», δηλαδή να θυμίζουν, να παραπέμπουν σε κάτι… Όπως ένα αληθινό άνθος είναι ωραίο σαν ψεύτικο ή ένα ψεύτικο είναι ωραίο σαν αληθινό, έτσι και «τα σπίτια εκεί [στις περιοχές εξοχικής κατοικίας] πρέπει να μοιάζουν σαν «πηλιορείτικα», σαν «κυκλαδίτικα» ή σαν κάτι άλλο», σημειώνουν οι Ιουλία και Ιωσήφ Στεφάνου. (1) .Ο Θανάσης Μουτσόπουλος (2)«τσιτάρει» την αναφορά δύο μελετητών σχετικά με τη διαχείριση των κήπων σε μια περιοχή εξοχικής κατοικίας όπως το Πανόραμα της Θεσσαλονίκης, που κατέληξε να γίνει ένα από τα πιο ακριβά προάστια :

«Για κήπο ενός στρέμματος η σωστή υποδομή, που περιλαμβάνει πρώτης τάξεως φυτόχωμα, σύστημα αυτομάτου ποτίσματος και τα συμπαρομαρτούντα, μεταφράζεται σε 2.500.000 – 4.000.000 δρχ. Εκτός και αν ζητήσετε να σας περιβάλλουν σειρές ολόκληρες από κίκες. Ο κίκας είναι ένα είδος φοίνικα που ξεκινά από 500.000 δρχ. το μικρό δένδρο και φτάνει τα 3.000.000 το μεγάλο. Οι μανόλιες κοστίζουν 200.000 με 1.000.000 το φυτό… Εθεάθηκαν και εντοπίστηκαν: στο σπίτι δυναμικής επιχειρηματία, φωτιστικά του Boris Simek –σύνολο γύρω στα 3.000.000 από Δελούδη– ,χρυσή ψηφίδα Bisazza στο μπάνιο –1.000.000 το τρεχούμενο (προσοχή, όχι το τετραγωνικό) μέτρο–, χρυσές μπαταρίες και μπορντούρα από τον Κιουρτσόγλου. Στη βίλα επιχειρηματία, σκαμπό Philippe Starck δερμάτινα –500.000 δρχ.– καναπέδες και φωτιστικά του αρχιτέκτονα Christian Liaigre αστρονομικής τιμής» Οι νέες μορφές αρχιτεκτονικής επιτήδευσης δεν είναι και ιδιαίτερα… νέες. Κι ακόμη δεν συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τον νεοπλουτισμό. Το «θεαθήναι» σαν κάτι πολύ περισσότερο από μια διάθεση ευπρεπισμού και καλλωπισμού, ήταν ανέκαθεν στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας των εύπορων τάξεων: Τόσο των «φτασμένων» πλούσιων με κάποια «προϋπηρεσία» στο χώρο τους, όσο και των νεόπλουτων. Για τις κηφισιώτικες επαύλεις του 19ου και 20ου αιώνα σημείωνε ο Π. Ραυτόπουλος: «ξεφυτρώνουν… συχνά σαν “ξεκολλημένες ζωγραφιές από την Κεντρική Ευρώπη” μέσα στο αττικό τοπίο και ξεχωρίζουν με τις κεκλιμένες στέγες τους, τους πυργίσκους, τις ημικυκλικές σκάλες και συχνά τις εκκεντρικές αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις… Κάθε είδους ρυθμός και στυλ, άλλοτε αμιγής και άλλοτε σε παραλλαγή ή σύμμειξη, χρησιμοποιείται για να αποδοθούν τα χαρακτηριστικά της βίλλα που τα μέρη της ήταν συνήθως διαμορφωμένα σε αντίγραφα Μεσαιωνικών πύργων, μικρών Αναγεννησιακών παλατιών, Βυζαντινών εκκλησιαστικών κτισμάτων ή τέλος κλασικών Ιταλικών εξοχικών κατοικιών » (3). Γράφοντας για μια περιοχή εξοχικής κατοικίας στην Αχαΐα, γεμάτη «από βίλες των καθηγητών του πανεπιστημίου και των μεγαλογιατρών του Νοσοκομείου», ο λογοτέχνης Β. Λαδάς σημειώνει: «Βίλες όλων των ρυθμών, φερμένοι από τις χώρες που σπούδασαν και επηρεάστηκαν οι ιδιοκτήτες τους. Βίλες των ακτών της Καλιφόρνια, της Γοτθικής Αγγλίας, της Προβηγκίας. Βίλες με μυτερές στέγες για να μην πιάνουν το ανύπαρκτο στην περιοχή χιόνι και βίλες σαν ξενοδοχεία ξερονησιών του Αιγαίου»… (4)

Οπωσδήποτε το εξοχικό σπίτι της δεκαετίας του ’80 και 90’ υπερτερεί σε σχέση με τις κατασκευές των προηγούμενων δεκαετιών. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, μέσα σε μια διαδικασία σώρευσης πλούτου, αυξανόμενης χρησιμοποίησης των αρχιτεκτονικών υπηρεσιών, προσφυγής στην αρχιτεκτονική των κήπων, μεγαλύτερης πρόσληψης εμπειριών από χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Εξ άλλου το οικιστικό και εξοχικό «κιτς» –ως ακραία απόκλιση από την κοινωνική αισθητική και ως ασυναρτησία στον συνδυασμό οικημάτων, χρωμάτων, επεμβάσεων– περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό. Όμως η βελτίωση της «μέσης αισθητικής» των μικρο-χώρων δεν επαρκεί στο να επουλώσει τις πληγές του ολικού χώρου και να αποκαταστήσει την αρτιότητα του τοπίου.

Τα εξοχικά της νέας εποχής γίνονται ακόμη στοιχεία μιας «επιδεικτικής κατανάλωσης», ( Thornstein Veblen, «Τhe theory of the Leisure class») καλύπτοντας μόνο ως ένα βαθμό ανάγκες και από κει και πέρα τεκμηριώνοντας το μέγεθος της κοινωνικής επιτυχίας του ιδιοκτήτη…

Τα εξοχικά της νέας εποχής γίνονται ακόμη στοιχεία μιας «επιδεικτικής κατανάλωσης», ( Thornstein Veblen, «Τhe theory of the Leisure class») καλύπτοντας μόνο ως ένα βαθμό ανάγκες και από κει και πέρα τεκμηριώνοντας το μέγεθος της κοινωνικής επιτυχίας του ιδιοκτήτη… Σε αντίθεση με τον πληθυσμό του λεκανοπεδίου της δεκαετίας του 1950 που αναζητούσε την αναψυχή στο λόφο του Φιλοπάππου, στο Φάληρο, στην Κηφισιά ή στο Καβούρι, οι νέοι χρήστες χώρου και κυκλοφοριακών μέσων κινούνται σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις, εκφράζοντας την προϊούσα απομάκρυνση [«αποστασιοποίηση»] της αναψυχής από την κύρια κατοικία.

Η διεκδίκηση εξοχικής κατοικίας αποβαίνει κατά κανόνα άσχετη με τον (επαν)εποικισμό του χωριού, προτιμώντας κυρίως τους συνεταιρισμούς σε εκτάσεις ουδέτερες. Κατ’ αυτό τον τρόπο διαψεύδεται και η θέληση του Αντώνη Τρίτση, υπουργού ΥΧΟΠ, που ήθελε την εξοχική δόμηση να υπεισέρχεται στο χωριό ή να το περιβάλλει .

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Οι μεγάλες έξοδοι προς τις εξοχές αλλά και η προσφυγή στις εξοχικές κατοικίες, πιστοποιούν μια σημαντική και με πολλαπλές συνέπειες ήττα : Την ήττα της πόλης ως πεδίου ψυχαγωγίας και χαράς, ως χώρου διέγερσης της κοινωνικότητας και δημιουργικότητας. Μια ήττα που θα ανιχνευτεί από τους ριζοσπάστες αναλυτές του αστικού χώρου και θα δηλωθεί, παρά τον αναπτυσσόμενο «κατασκευαστικό μεγαλοϊδεατισμό» των μεγαλομεσαίων στρωμάτων. Που θα επιβεβαιώσει την αξία των πιο πρώιμων ριζοσπαστικών αντιλήψεων, όπως αυτών που ενέπνεαν την «Καταστασιακή Διεθνή» στη «Συνταγή για μια νέα πολεοδομία» και την οδηγούσαν στην δήλωση: «Πλήττουμε στην πόλη, δεν υπάρχει πια βωμός του ήλιου»… (5).

Οι αμφίδρομες σχέσεις πόλης και υπαίθρου έχουν ανάλογα χαρακτηριστικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, με τον συσχετισμό αστικοποίησης και αγροτικής κατάστασης να είναι οπωσδήποτε προς όφελος της πρώτης, με την αγροτική παραγωγή να διεκπεραιώνεται με λιγότερα χέρια. Δεύτερον, η προτίμηση εξοχικής κατοικίας έναντι της ευκαιριακής εξόδου για εκδρομικούς ή τουριστικούς σκοπούς είναι δεδομένη. Τρίτον, η μορφολογία των εξοχικών κλείνει προς όφελος της διακοσμητικής βλάστησης και λιγοστεύει προς όφελος της ωφέλιμης. Τέταρτον, το εξοχικό διαμέρισμα είναι η προτιμότερη μορφή, ενώ το time sharing εμφανίζεται. Τέλος ο αστικός τουρισμός, οι δομές τύπου κατασκευής θέρετρου για καλοκαιρινές διακοπές (!) στα περίχωρα του Βερολίνου ή παιχνιδοχώρων τύπου Ντίσνεϋ στα περίχωρα του Παρισιού, σαν υποκατάστατο της κίνησης προς την (ανασφαλή) περιφέρεια του κόσμου, γνωρίζει και αυτός δόξες…

Είναι φανερό ότι η αναστροφή αυτής της κατάστασης μπορεί να γίνει με μια πολιτιστική ενίσχυση των οικισμών της περιφέρειας, με χρήση μεθόδων πληροφορικής στην παραγωγή, με αντιμετώπιση του βάναυσου χαρακτήρα της παραγωγής, με ενίσχυση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους. Με απόψεις δηλαδή που δεν βρίσκουν σύμφωνες τον νεοφιλελευθερισμό!

Παραπομπές

1) Ιουλία και Ιωσήφ Στεφάνου, «Περιγραφή της εικόνας της πόλης», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1999
2) Θανάσης Μουτσόπουλος, «Η άνοδος και η πτώση των νέων αποικιών. Οι πολιτισμοί των προαστίων», από το συλλογικό έργο «Χωρίς όρια», εκδόσεις Future
3) Π. Ραυτόπουλου, «Οι βίλες της Κηφισιάς», Καθημερινή, 18/4/1999
4) Βασίλη Λαδά, «Ρίον Αντιρριον», εκδόσεις Δόντι, Πάτρα, 2003
5) Καταστασιακή Διεθνής, «Το ξεπέρασμα της τέχνης», εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, Αθήνα, 1999, μετάφραση Γιάννης Ιωαννίδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!