Για το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου “Ο Μανάβης”
Της Ιφιγένειας Καλαντζή
Ένα φορτηγάκι ξεπροβάλλει από τους χιονισμένους ορεινούς όγκους. Η ησυχία του τοπίου διαταράσσεται, από τα κλαρίνα και τα νταούλια, που αντηχούν στη διαπασών, όποτε φτάνει σε χωριό. Πανηγυριώτικη σκηνή απ’ το ντοκιμαντέρ Ο Μανάβης, του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, που καταγράφει το δρομολόγιο του κυρ Νίκου, πλανόδιου οπωροπώλη, o οποίος από το 1980 οργώνει τα χωριά της Πίνδου. Ακούραστη δίπλα του η κυρά Σοφία, αλλά και τα δυο παλικάρια τους.
Η κάμερα συχνά στέκεται στο πίσω μέρος του φορτηγού, για να απεικονίσει την ευωδιαστή εποχική πανσπερμία χρωμάτων, που κατακλύζουν την επικράτεια.
Η ομορφιά του ορεινού ελληνικού τοπίου, στις τέσσερις εποχές του χρόνου, πλαισιώνει μια αφημένη στην τύχη της και σαββοπουλικά «ασυνάρτητη» ελληνική επαρχία. Απομονωμένα χωριουδάκια, με ηλικιωμένα ανθρώπινα «φαντάσματα», που περιμένουν καρτερικά το παιδομάνι του καλοκαιριού για να γεμίσει ξανά τα καλντερίμια. Η εγκαταλελειμμένη επαρχία έχει προβληματίσει και παλιότερα το σκηνοθέτη, στην πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία του Ο γιος του φύλακα (2006). Το νέο ντοκιμαντέρ εμφανίζει, όμως, και ένα ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Με επίκεντρο τον πλανόδιο μανάβη, πρωταγωνιστές είναι οι συχνά ανήμποροι και ταπεινοί γέροντες που τον περιμένουν να σπάσει η μοναξιά τους. Μόλις ηχήσουν τα κλαρίνα του, ξεσηκώνονται, έτοιμοι να χορέψουν κανά-δυο στροφές, πριν μαζευτούν τριγύρω του.
Ο τρόπος που μιλάνε οι ηλικιωμένοι, το γλωσσικό τους ιδίωμα, η τοπική προφορά και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν, με μια αυθεντική λαϊκότητα, είναι άγνωστα στη νέα γενιά, που γαλουχήθηκε στην πεζή ομοιομορφία της τηλεόρασης. Ακόμα και ο τρόπος που τραγουδάει ένα δημοτικό τραγούδι, κάποιος 70άρης με στεντόρεια φωνή, προξενεί συγκίνηση ανακαλώντας μια παράδοση που ισοπεδώνεται στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης.
Κάποιες στιγμές, οι κάτοικοι κινηματογραφούνται ακίνητοι, μετωπικά, σαν σε φωτογραφική πόζα, που αποτυπώνει τις φυσιογνωμίες τους, ως λαϊκά πορτρέτα. Γάτες, σκυλιά και κατσικούλες, σε νωχελικές πόζες, επισημαίνουν ότι εκεί ο χρόνος έχει τους δικούς του ρυθμούς.
Εικόνες, ήχοι και τραγούδια της ελληνικής επαρχίας σε μαρασμό. Ένας μικρόκοσμος μακριά από την κρίση, γιατί έτσι ή αλλιώς παρατημένος ήταν πάντα.
Δεν λείπει όμως και το χιούμορ. Ο ίδιος βοσκός εκφράζει στερεότυπα την ίδια απορία, σε διάφορες εποχές του χρόνου, για τη διάρκεια της μέρας, που δεν μένει σταθερή.
Η ευχάριστη αυτή αποτύπωση της όμορφης φύσης συνδιαλέγεται με την καταγραφή της στις τέσσερις εποχές, σε μια αδιάκοπη αλληλουχία του ίδιου του κύκλου της ζωής.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου