Αρχική πολιτική οικονομία Ποσοτική χαλάρωση

Ποσοτική χαλάρωση

Στις 9 Μαρτίου 2015, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άρχισε να αγοράζει ομόλογα, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που θα διαρκέσει μέχρι τουλάχιστον τον Σεπτέμβρη του 2016 και αποσκοπεί στην ανατροπή της στασιμότητας και του αποπληθωρισμού που κυριαρχούν στην ευρωζώνη. Ο Μάριο Ντράγκι έσπευσε να προκαταλάβει τα θετικά αποτελέσματα του προγράμματος, ανακοινώνοντας ότι ήδη από τον Ιανουάριο που ανακοινώθηκε το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη έχει βελτιωθεί. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης αποδίδουν μόνο όταν μεταβάλλονται ανάλογα και οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Όταν οι αποπληθωριστικές προσδοκίες ενισχύονται, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά αναστέλλουν τις δαπάνες τους προκειμένου να επωφεληθούν από χαμηλότερες τιμές και κόστη στο μέλλον. Αυτές οι προσδοκίες είναι αυτοεκπληρούμενες, διότι η μείωση των δαπανών και η συνεπαγόμενη πτώση της κατανάλωσης και της επένδυσης τροφοδοτούν την πτώση του δείκτη τιμών.

Για την αναστροφή αυτών των προσδοκιών απαιτείται η διατύπωση ενός συνολικού προγράμματος ενίσχυσης των εισοδημάτων στην Ευρωζώνη που θα ενίσχυε τη ζήτηση και θα μετέτρεπε την προσδοκία για χαμηλότερες τιμές σε βεβαιότητα για την άνοδό τους στο άμεσο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οικονομίες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου ανέκαμψαν από την πρόσφατη κρίση στηριγμένες στην ενίσχυση της κατανάλωσης και των εισοδημάτων των νοικοκυριών και με σαφώς καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτώχειας. Η ανάκαμψη των επενδύσεων ακολούθησε την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης και όχι το αντίστροφο που πρεσβεύουν οι νεοφιλελεύθεροι Ευρωπαίοι πολιτικοί.

Αλλά η ΕΚΤ είναι απρόθυμη να υιοθετήσει μία παρόμοια στρατηγική με δεδομένη την αντίθεση της Γερμανίας και των ετερόκλητων συμμάχων της που επιθυμούν τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής, είτε γιατί εξυπηρετεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα των οικονομιών τους είτε γιατί φοβούνται το πολιτικό κόστος από την υιοθέτηση μιας διαφορετικής πολιτικής από αυτήν της λιτότητας.

Το πιο «ισχυρό» επιχείρημα, όσων αντιτίθενται στην ποσοτική χαλάρωση, είναι ότι θα ανακουφίσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από τις πιέσεις που δέχονται να προβούν σε δημοσιονομικές περικοπές και σε επώδυνες μεταρρυθμίσεις των αγορών προϊόντων και εργασίας Στις σημερινές συνθήκες, με το δείκτη πληθωρισμού να τείνει προς το μηδέν (το 2014 ήταν -0,2%), το ΑΕΠ να είναι στάσιμο (+0,3% το Δ΄ τρίμηνο 2014) και την ανεργία να είναι σταθερά σε διψήφια ποσοστά (περίπου 11%), οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης είναι απρόθυμες να πάρουν μέτρα που ενισχύουν τον αποπληθωρισμό. Διότι η απορρύθμιση των αγορών και η δημοσιονομική προσαρμογή στα κριτήρια του Maastricht ενισχύουν τις αποπληθωριστικές προσδοκίες, τουλάχιστον βραχυχρόνια:

1. Η δημοσιονομική προσαρμογή σημαίνει μείωση των δημοσίων δαπανών. Αυτή η μείωση επηρεάζει αρνητικά την άνοδο των τιμών καθώς μειώνει τη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών και είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται μία οικονομία που βρίσκεται ήδη σε συνθήκες αποπληθωρισμού.

2. Η απορρύθμιση των αγορών αυξάνει την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας, ενθαρρύνει την περικοπή των μισθών και τη μείωση του συνολικού εργατικού κόστους και διευκολύνει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι αποπληθωριστικές τάσεις.

Η αποτελεσματικότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης αμφισβητείται και για έναν επιπλέον λόγο: Σύμφωνα με μελέτη του Bruegel (European Central Bank Quantitative Easing: The Detailed Manual) το 80% περίπου των προβλεπόμενων πόρων του προγράμματος θα κατευθυνθεί στην αγορά ομολόγων των τεσσάρων μεγαλύτερων κρατών-μελών της Eυρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία). Αυτή η κατανομή ίσως εξηγεί και τη στάση των τριών χωρών απέναντι στο ελληνικό ζήτημα.

Όσον αφορά την Ελλάδα, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί πριν από τον Αύγουστο του 2015, διότι η ΕΚΤ κατέχει ήδη ποσοστό μεγαλύτερο του 33% των επιλέξιμων ομολόγων δημοσίου χρέους της χώρας. Επίσης, ισχύει πάντα η προϋπόθεση η χώρα να βρίσκεται σε πρόγραμμα ώστε να επιτρέπεται στην ΕΚΤ να αγοράζει τα συγκεκριμένα ομόλογα, παρά τη μη αποδεκτή αξιολόγησή τους.

Τα προγράμματα που υλοποιούνται στην Ευρωζώνη ενισχύουν τη γερμανική κυριαρχία και κατά συνέπεια ελάχιστα συμβάλλουν τόσο στην έξοδο από την κρίση όσο και στην ευημερία των λαών.

 

Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης

gtozidis.wordpress.com

Σχόλια

Exit mobile version