Αν και έχουν περάσει δύο χρόνια από την παράσταση που ανέβασε ο Ρέιφ Φάινς στο Λονδίνο, στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, ακόμα δεν έχω ξεχάσει τον πανύψηλο, γοητευτικό, κράμα βρετανικού φλέγματος και σαιξπηρικής ειρωνείας, Οιδίποδά του. Η αίσθηση ήταν τόσο συγκλονιστική, που αρνήθηκα πέρσι να δω τον -όπως μαθαίνω- καταπληκτικό Μαρμαρινό, για να την κρατήσω ανόθευτη στο μυαλό μου. Όμως τον Μαρκουλάκη, το νεότερο Οιδίποδα της Επιδαύρου, ήθελα να τον δω.
Και η σύγκριση δεν ήταν απογοητευτική. Αλαζόνας, υβριστής, αμήχανος, καταβαραθρωμένος, τραγικός. Με μία όμως, πιστή στην παράδοση, παραπάνω δόση εξωστρέφειας. Ειδικά τη στιγμή που αρχίζει να υποψιάζεται ποιος είναι και τι έχει κάνει.
Η Ιοκάστη της Καραμπέτη, πιο επίπεδη και μονοδιάστατη, πολύ μακριά από την υπέροχη Τσούγκα του προηγούμενου χειμώνα, δεν πείθει για τις τύψεις της και το δικό της μερίδιο ευθύνης.
Την παράσταση, πάντως, κλέβει ο χορός που ο Ευαγγελάτος του δίνει ισόποση αξία, ανεβάζοντάς τον πάνω στο κατάλευκο αδιάφορο σκηνικό-πίστα του Πάτσα, αφήνοντάς τον να κατακυριεύσει το χώρο με την αέναη κίνηση και τις υπέροχες τριφωνίες και τετραφωνίες του Αναστασόπουλου. Κρίμα, γιατί μια τέτοια εκπληκτική μουσική θα αναδεικνυόταν απείρως καλύτερα σε ένα πρώτο ανέβασμα ενός θεατρικού κειμένου, όπως αυτές του Χατζιδάκη. Καλός, τέλος, ήταν και ο Κρέων του Αρβανίτη όχι όμως και ο Τειρεσίας.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο Ευαγγελάτος δεν παρουσίασε κάτι διαφορετικό ή καινούργιο, κάποια άλλη ανάγνωση. Η δε απόδοση του Μοίρη κινήθηκε σε σίγουρα και καθαρά μονοπάτια, χωρίς να αποφύγει κάποια (αμελητέα, είναι η αλήθεια) παραστρατήματα.
Δημήτρης Οικονόμου
Η Ιοκάστη της Καραμπέτη, πιο επίπεδη και μονοδιάστατη, πολύ μακριά από την υπέροχη Τσούγκα του προηγούμενου χειμώνα, δεν πείθει για τις τύψεις της και το δικό της μερίδιο ευθύνης.
Την παράσταση, πάντως, κλέβει ο χορός που ο Ευαγγελάτος του δίνει ισόποση αξία, ανεβάζοντάς τον πάνω στο κατάλευκο αδιάφορο σκηνικό-πίστα του Πάτσα, αφήνοντάς τον να κατακυριεύσει το χώρο με την αέναη κίνηση και τις υπέροχες τριφωνίες και τετραφωνίες του Αναστασόπουλου. Κρίμα, γιατί μια τέτοια εκπληκτική μουσική θα αναδεικνυόταν απείρως καλύτερα σε ένα πρώτο ανέβασμα ενός θεατρικού κειμένου, όπως αυτές του Χατζιδάκη. Καλός, τέλος, ήταν και ο Κρέων του Αρβανίτη όχι όμως και ο Τειρεσίας.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο Ευαγγελάτος δεν παρουσίασε κάτι διαφορετικό ή καινούργιο, κάποια άλλη ανάγνωση. Η δε απόδοση του Μοίρη κινήθηκε σε σίγουρα και καθαρά μονοπάτια, χωρίς να αποφύγει κάποια (αμελητέα, είναι η αλήθεια) παραστρατήματα.
Δημήτρης Οικονόμου
Σχόλια