«Λευκός καπνός» από το Eurogroup της Σόφιας δεν βγήκε, όσον αφορά το ελληνικό ζήτημα, ούτε αναμενόταν άλλωστε. Η συνεδρίαση είχε περισσότερη σημασία για την καταγραφή του κλίματος και για την αποσαφήνιση της δυνατότητας συμβιβασμών, κυρίως ανάμεσα στη γερμανική ηγεσία και το ΔΝΤ στο θέμα του χρέους και της μεταμνημονιακής εποπτείας. Άλλωστε, η ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι όλες οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη φιλτράρονται μέσα από την «αποκάλυψη» των γερμανικών προθέσεων: εκτός από το θέμα της Ελλάδας, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης εξέτασαν το θέμα της τραπεζικής ένωσης, τη «δυναμική των μισθών στην Ευρωζώνη» (!) και τις προτεραιότητες της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, που παρουσίασε ο Όλαφ Σολτς. Σ’ αυτές τις προτεραιότητες περιλαμβάνονται κι όλα τα γερμανικά «βέτο» σε κάθε μια από τις μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες της Ευρωζώνης.

Το Eurogroup παρέπεμψε όλες τις αποφάσεις για την ολοκλήρωση του Μνημονίου στη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου, ενώ για το χρέος ο επικεφαλής του Μάριο Σεντένο τόνισε – προς ικανοποίηση της γερμανικής πλευράς – «η τελική απόφαση θα ληφθεί αν χρειάζεται στο τέλος του προγράμματος, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί πλήρως το πρόγραμμα». Στις 14 Μαΐου θα έρθουν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα, για να ελεγχθεί η υλοποίηση των 88 προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολόγησης και να συνταχθεί «τεχνική συμφωνία».

ΕΚΤ υπέρ ΔΝΤ για το χρέος

Από τις δημόσιες δηλώσεις στη Σόφια, από αυτές του Γιούνκερ στην Αθήνα, αλλά και από άλλα στοιχεία, προκύπτουν τα εξής:

  • Οι δανειστές δεν εκφράζουν αντίρρηση να υιοθετηθεί η κυβερνητική επιλογή της «καθαρής εξόδου», με την έννοια του αποκλεισμού της «προληπτικής πιστωτικής γραμμής», στην οποία επιμένει η ηγεσία της ΤτΕ, πιθανότατα με τις πλάτες της ΕΚΤ. Δημοσίως πάντως, ο Μπενουά Κερέ εκ μέρους της ΕΚΤ, δήλωσε ότι μετά την έξοδο από το Μνημόνιο «η Ελλάδα θα μιλά με τις διεθνείς αγορές, και όχι με τους θεσμούς». Αυτό ηχεί και ως προειδοποίηση…
  • Εξαίρουν το αιματηρά διαμορφωμένο πλεόνασμα 4% του 2017 και τη «μεταρρυθμιστική προσήλωση» της ελληνικής κυβέρνησης, θεωρώντας ότι αυτό προεξοφλεί επίτευξη των συμφωνημένων υψηλών πλεονασμάτων μέχρι το 2023. Το ίδιο κάνουν και οι αγορές, αν λάβει υπόψη κανείς όχι μόνο την εγκωμιαστική αξιολόγηση του Fitch, αλλά και την πτώση του επιτοκίου του δεκαετούς ομολόγου κάτω από το 4%, σε αντίθεση με την άνοδο που σημείωσαν τα ομόλογα της λοιπής Ευρωζώνης.
  • Δεν συζήτησαν για το χρέος, ωστόσο είναι αξιοσημείωτη η σαφής τοποθέτηση της ΕΚΤ υπέρ της γραμμής ΔΝΤ. Τα μέτρα για το χρέος, είπε ο Μ. Κερέ, «όσο πιο εμπροσθοβαρή είναι, όσο πιο αυτόματα είναι, με όσο λιγότερους όρους είναι, τόσο θα βοηθήσουν να χτιστεί η εμπιστοσύνη των αγορών».
  • Κράτησαν υποσημειώσεις στο «εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο» που τους παρουσίασε ο Ε. Τσακαλώτος, εξαίροντας ωστόσο την ισχυρή «ιδιοκτησία» που αυτό αποπνέει. Οι υποσημειώσεις αφορούν αυτό που ο επίτροπος Μοσκοβισί αποκάλεσε «μηχανισμό στήριξης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων… Μηχανισμός που δεν πρέπει και δεν θα μοιάζει με πρόγραμμα ή επέκταση του προγράμματος».
  • Επομένως, το αναπτυξιακό σχέδιο και ο «μηχανισμός που δεν θα μοιάζει με πρόγραμμα», αποτελούν το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Αυτή αντιστοιχεί στην ενισχυμένη εποπτεία που προβλέπουν ήδη οι κοινοτικοί κανονισμοί (ΕΕ 472/2013) για τις χώρες που βγαίνουν από Μνημόνιο, «συν κάτι ακόμη», κατά την αφοπλιστικά ειλικρινή δήλωση του υπουργού Οικονομικών στους Financial Times, που προκάλεσε μικροταραχή κι ένα γαϊτανάκι δειλών διαψεύσεων.

Αυτό το «συν κάτι ακόμη» στο οποίο αναφέρθηκε ο Ε. Τσακαλώτος και αναφέρεται εμμέσως, αλλά συστηματικά και ο Μοσκοβισί, κακώς ταυτίζεται μόνο με τη συχνότητα των ελέγχων από τους δανειστές, που κατά τον ισχύοντα κοινοτικό μηχανισμό είναι εξαμηνιαία. Το κρίσιμο, τουλάχιστον για τον «σκληρό» πυρήνα των δανειστών και τους Γερμανούς, δεν είναι αν θα γίνονται 2 ή 4 έλεγχοι «μεταρρυθμιστικής πειθαρχίας» τον χρόνο, δηλαδή κατά μνημονιακή ή την «κανονική» τελετουργία της Ευρωζώνης, με «αξιολογήσεις» ή με απλή «παρακολούθηση», αλλά το περιεχόμενο και το εύρος της εξουσίας των δανειστών στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής μετά την «καθαρή έξοδο».

Ο «αυτόματος κόφτης» της ελάφρυνσης του χρέους, που θυμίζει έντονα τον αυτόματο δημοσιονομικό κόφτη ο οποίος έχει θεσπιστεί από το 2016 ως μνημονιακή δέσμευση (έμπνευσης Σόιμπλε, φυσικά), ίσως αποδειχθεί το ρεαλιστικό πλαίσιο συμβιβασμού Γερμανίας-ΔΝΤ, αν το τελευταίο επιμείνει τελικά στην επιλογή του να μείνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη

Ο «ημι- αυτόματος» μηχανισμός

Σ’ αυτό το ζήτημα φαίνεται ότι τον καθοριστικό λόγο θα έχει η γερμανική ηγεσία. Η τελευταία της «εισφορά» έγινε γνωστή μέσω διαρροών του γερμανικού Τύπου, μέρος του οποίου ασκεί «τρομοκρατία» στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς εταίρους της κυβέρνησης για «κόστος 100 δισ. ευρώ αν εφαρμοστεί η γαλλική πρόταση για αυτόματο μηχανισμό ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους», ενώ άλλο μέρος του, το πιο ψύχραιμο (Handelsblatt), προβάλλει τη γερμανική αντιπρόταση που έχει ήδη υποβληθεί προς τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης: να υπάρξει ένας ημι-αυτόματος μηχανισμός ελάφρυνσης του χρέους. Δηλαδή, τα μέτρα παρέμβασης σε συνάρτηση με τον ρυθμό ανάπτυξης- κατά τη γαλλική πρόταση- να υλοποιούνται υπό τον όρο συγκεκριμένων «μεταρρυθμίσεων» που θα ελέγχονται στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Δηλαδή, αντί της «εμπροσθοβαρούς, αυτόματης και άνευ όρων» ελάφρυνσης που ζητούν ΔΝΤ και ΕΚΤ, υποστηρίζει η Κομισιόν και ένα σημαντικό μέρος του Eurogroup, η γερμανική πρόταση θέλει έναν «αυτόματο κόφτη» των ελαφρύνσεων σε περίπτωση μεταρρυθμιστικής «δυστροπίας».

Ο «αυτόματος κόφτης» της ελάφρυνσης του χρέους, που θυμίζει έντονα τον αυτόματο δημοσιονομικό κόφτη ο οποίος έχει θεσπιστεί από το 2016 ως μνημονιακή δέσμευση και αποτέλεσε τη φόρμουλα συμβιβασμού του ΔΝΤ για να ενταχθεί στο τρίτο Μνημόνιο (έμπνευσης Σόιμπλε, φυσικά), ίσως αποδειχθεί το ρεαλιστικό πλαίσιο συμβιβασμού Γερμανίας-ΔΝΤ , αν το τελευταίο επιμείνει τελικά στην επιλογή του να μείνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη.

Οι παρενέργειες και η ΝΔ

Φυσικά, ένας τέτοιος συμβιβασμός έχει και τις παρενέργειές του:

Πρώτον, θολώνει το μήνυμα της «καθαρής εξόδου» προς τις αγορές, οι οποίες θα πρέπει να παρακολουθούν τα συγκεκριμένα ορόσημα που θα ελέγχουν οι δανειστές πριν αξιολογήσουν πιστοληπτικά την Ελλάδα.

Δεύτερον, προϋποθέτει ένα κείμενο νομικά δεσμευτικό στο οποίο θα καθορίζονται ποια «μεταρρυθμιστικά» ορόσημα θα συνδέονται με το χρέος και κάθε πότε θα ελέγχονται. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, μόνο το «εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο», εν είδει μεσοπρόθεσμου προγράμματος μπορεί να περιέχει τέτοιες δεσμεύσεις και να παίξει τον ρόλο αυτό.

Τρίτον, ποια δεσμευτική ισχύ μπορεί να έχει αυτό το σχέδιο όχι μόνο γι’ αυτή την κυβέρνηση μετά τον Αύγουστο της «καθαρής εξόδου», αλλά για οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει από τις επόμενες εκλογές; Ο αρχηγός της ΝΔ, ίσως φοβούμενος μιαν επανάληψη του 2012, όταν οι Μέρκελ – Σόιμπλε απαιτούσαν «πολιτική δέσμευση και της αντιπολίτευσης», ή του 2015, οπότε η υπερψήφιση του τρίτου Μνημονίου από τη μνημονιακή αντιπολίτευση έγινε εκ των πραγμάτων απαραίτητη, φρόντισε να δηλώσει στον πρόεδρο της Κομισιόν Γιούνκερ ότι «το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν δεσμεύει τη ΝΔ». Ωστόσο, η έμφαση με την οποία οι δανειστές μιλούν για την ανάγκη ισχυρής «εθνικής ιδιοκτησίας» του σχεδίου αυτού είναι πιθανό να τον υποχρεώσει να το ξανασκεφτεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!