Το Βερολίνο ανέβαλλε το διαζύγιο με το ΔΝΤ, έκανε κίνηση καλής θέλησης προς το Παρίσι, άφησε πολιτικό χώρο και χρόνο στην κυβέρνηση κι έβαλε τις βάσεις για τη μόνιμη, μεταμνημονιακή επιτροπεία
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Είναι θετικό ή αρνητικό το ισοζύγιο της συμφωνίας του Eurogroup στο Λουξεμβούργο; Εξαρτάται από ποιου τη σκοπιά θα τη δει κανείς.
Από τη σκοπιά της κυβέρνησης, που προώθησε ένα βουνό πρόσθετων μέτρων λιτότητας, πέραν και αυτών που προέβλεπε το τρίτο Μνημόνιο, το ισοζύγιο είναι θετικό, γιατί κερδίζει κάποιο πολιτικό χώρο και χρόνο, ώστε να επιχειρήσει ανάκτηση δυνάμεων μέχρι το εκλογικό 2019. Από τη σκοπιά της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα της αξιωματικής, το ισοζύγιο είναι αρνητικό, γιατί στενεύουν τα περιθώρια ν’ αντλήσει οφέλη από μια περίοδο σχετικής σταθεροποίησης, που λογικά θα ακολουθήσει.
Με την οπτική των δανειστών, και ιδιαίτερα της γερμανικής ηγεσίας, το ισοζύγιο της απόφασης του Eurogroup είναι ισοσκελισμένο: χωρίς να επωμιστούν ούτε ευρώ κόστους, επενδύουν στην εντύπωση ότι «κάτι έδωσαν» και αποκαθιστούν τις μεταξύ τους ισορροπίες, ιδιαίτερα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.
Από τη σκοπιά της ελληνικής κοινωνίας, το ισοζύγιο είναι ξεκάθαρα ελλειμματικό: η λιτότητα εγκαθίσταται ως άξονας κίνησης της οικονομίας, όχι μόνο μέσω των πρόσφατα ψηφισμένων μέτρων για φορολογία και συντάξεις, αλλά κυρίως μέσω της «συνταγματοποίησης» των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων – 3,5% μέχρι το 2022, 2% για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες.
Η ταχυδακτυλουργία του ΔΝΤ
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της απόφασης του Eurogroup είναι η ταχυδακτυλουργική διευθέτηση της αντίθεσης Βερολίνου – ΔΝΤ. Η Λαγκάρντ φέρνει στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου προς έγκριση μέχρι τις 27 Ιουλίου εισήγηση για Συμφωνία Stand By (Κατ’ Αρχήν Έγκριση), 14μηνης διάρκειας και για δανεισμό το πολύ 2 δισ. δολ. Η ενδεχόμενη – αλλά μάλλον απίθανη- εκταμίευση θα γίνει εφόσον εφαρμόζονται οι συμφωνημένες πολιτικές και όταν δοθούν από τους πιστωτές οι κατάλληλες εξασφαλίσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Δηλαδή, εφόσον το Eurogroup και ο ESM, μέχρι το φθινόπωρο του 2018, αποφασίσει και υλοποιήσει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Επί της ουσίας, Βερολίνο και ΔΝΤ ανέβαλαν για τότε ένα παζάρι που πιθανά θα οδηγήσει στο οριστικό «διαζύγιο». Χαρακτηριστικό της σκηνοθεσίας είναι ότι, πριν καν δημοσιοποιηθεί η απόφαση του Eurogroup, το ΔΝΤ είχε αναρτήσει στην ιστοσελίδα του κείμενο με εννιά ερωταπαντήσεις για τη μυστηριώδη διαδικασία της «Κατ’ αρχήν έγκρισης», που έχει μείνει σε αχρησία από τη δεκαετία του ’80 (για χώρες όπως το Σουδάν, η Ζάμπια ή η Κένυα) και αναβίωσε τώρα για την Ελλάδα, στην πραγματικότητα για να εξυπηρετηθεί ο σχεδιασμός του Β. Σόιμπλε, ο οποίος ήθελε πάση θυσία να περάσει ανώδυνα η συμφωνία από τη γερμανική Βουλή.
Η γαλλική «σφραγίδα»
Η συμφωνία του Λουξεμβούργου, πάντως, σηματοδοτεί και κάτι άλλο για τις εσωτερικές σχέσεις στην Ευρωζώνη. Έναν ακόμη συμβιβασμό κυρίως ανάμεσα στη γερμανική ηγεμονία και τη νέα γαλλική ηγεσία, η οποία αύριο αναμένεται να ολοκληρώσει έναν εκλογικό θρίαμβο. Η κυβέρνηση Μακρόν, που έχει τη δική της αντίληψη για την αναμόρφωση της Ευρωζώνης, όχι αντίθετη αλλά ούτε ταυτόσημη μ’ αυτή του Βερολίνου, έκανε σαφέστατη την πρόθεσή της να βάλει τη σφραγίδα της στην απόφαση του Eurogroup.
Αν και η αναφορά σε μηχανισμό που θα συνδέει αντιστρόφως ανάλογα τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι προς το παρόν συμβολική, και ο μηχανισμός δεν πρόκειται να σχεδιαστεί πριν από το τέλος του Μνημονίου, είναι ενδεικτική της αλλαγής στο μίγμα οικονομικής πολιτικής που προωθεί η γαλλική κυβέρνηση στην Ευρωζώνη: μια μικρή δόση νεοκεϋνσιανισμού σε μια κατά τα λοιπά νεοφιλελεύθερη συνταγή. Σε συνδυασμό με άλλα «αναπτυξιακά» στοιχεία της απόφασης του Eurogroup (Αναπτυξιακή Τράπεζα, διευκολύνσεις πρόσβασης σε κοινοτικούς και άλλους πόρους), η σύνδεση χρέους – ανάπτυξης προβάλλει τις ευρύτερες γαλλικές βλέψεις για αλλαγές στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο -το πανευρωπαϊκό «Μνημόνιο».
Στο οποίο έχουν περιληφθεί οι εξουθενωτικοί γερμανικοί κανόνες που υποχρεώνουν τα κράτη της Ευρωζώνης με υπερβολικό χρέος – άρα και τη Γαλλία – σε συγκεκριμένα ετήσια ποσοστά μείωσης του χρέους και αντίστοιχα πλεονάσματα, ανεξάρτητα από την κατάσταση που βρίσκεται η πραγματική τους οικονομίας. Σ’ αυτό τον στόχο, για τον οποίο επιχειρείται πειραματισμός στην Ελλάδα, η γαλλική ηγεσία έχει συμμάχους αρκετά κράτη αλλά και την Κομισιόν. Ωστόσο, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο η γερμανική ηγεσία να αποδεχθεί μια γενίκευση του «πειράματος», ενώ ακόμη και η συγκεκριμένη εφαρμογή του στην Ελλάδα θα παραμείνει ασαφής μέχρι τα τέλη του 2018.
Κυβερνητική αμφιθυμία
Η κυβέρνηση αποτιμά τη συμφωνία με μεγάλες διαβαθμίσεις: από «πάρα πολύ θετική» (Δ. Τζανακόπουλος) έως «απόφαση που απέχει απ’ αυτό που επιθυμούσαμε, αλλά με θετικά στοιχεία» (Γ. Δραγασάκης). Μεταξύ ασυγκράτητου ενθουσιασμού και εύλογης επιφυλακτικότητας παρεμβάλλεται ο ρεαλισμός που επιβάλλουν οι εμπειρίες των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Και το 2012 είχε ληφθεί μια «πολύ θετική απόφαση» που κράτησε το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Το πρόβλημα αυτή τη φορά είναι πως ο χρόνος πραγματικής υλοποίησης της απόφασης στο σκέλος του χρέους είναι το δεύτερο εξάμηνο του 2018. Μια ματαίωση ή συρρίκνωση των προσδοκιών τότε μπορεί να δηλητηριάσει τον κυβερνητικό βηματισμό προς το διπλά εκλογικό 2019 (Μάιος Ευρωεκλογές, Σεπτέμβριος – αν δεν μεσολαβήσει κάτι άλλο – βουλευτικές εκλογές).
Για να διατηρηθεί για τα επόμενα δυο χρόνια η εικόνα ενός success story, του τελευταίου της μνημονιακής περιόδου της Ευρωζώνης, οι δανειστές πρέπει να φροντίσουν να γίνουν τα ενδιάμεσα βήματα στον «οδικό χάρτη εξόδου από τα Μνημόνια». Τα δυο πιο άμεσα βήματα είναι η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η έξοδος στις αγορές. Για το πρώτο η εικόνα είναι θολή, μιας και η ΕΚΤ χαιρέτισε μεν την απόφαση ως θετικό βήμα ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά ταυτόχρονα διεμήνυσε ότι χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια για να χαρακτηρίσει επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα. Επομένως, η ένταξη στο QE παραμένει σε γκρίζα ζώνη, εκτός αν ο ESM αναλάβει να «ενημερώσει» την ΕΚΤ μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Οι αγορές και η μόνιμη επιτροπεία
Για την έξοδο στις αγορές, όμως, το Eurogroup αναλαμβάνει μια μάλλον πρωτότυπη δέσμευση να διευκολύνει την ελληνική κυβέρνηση ώστε «μελλοντικές εκταμιεύσεις δόσεων να συνδέονται όχι μόνο με την ανάγκη να εκκαθαριστούν οι οφειλές προς ιδιώτες, αλλά επίσης με την περαιτέρω δόμηση αποθέματος διαθέσιμων ούτως ώστε να στηρίξει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές». Τι σημαίνει αυτό; Από το αρχικό δάνειο των 86 δισ., με την τελευταία δόση των 8,5 δισ., απομένει αδιάθετο το ποσό των περίπου 46 δισ. Μια δοκιμαστική έξοδος της Ελλάδας στις αγορές για βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο δανεισμό (μέχρι 5ετή ομόλογα) μπορεί να καλυφθεί με τη δέσμευση αντίστοιχων ποσών του δανείου ως εξασφαλίσεις στους αγοραστές ελληνικών ομολόγων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη μείωση των επιτοκίων.
Ποιο είναι το πιο σκοτεινό στοιχείο της απόφασης του Eurogroup, αυτό που πραγματικά αποκρύπτεται; Ότι την «έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία» τη διαδέχεται η μόνιμη επιτροπεία του Δημοσιονομικού Συμφώνου μέσω του ESM. Η μακρόχρονη δέσμευση σε πλεονάσματα 2%, αλλά και ο μηχανισμός συνάρτησης χρέους και ΑΕΠ που θα σχεδιαστεί το 2018, εφόσον τον αποδεχτεί το Βερολίνο, μπορεί να αποδειχθεί μοντέλο για τη μελλοντική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης από τον ESM ως «ανεξάρτητο» Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, με το γερμανικό πλάνο. Για πολλοστή φορά η ελληνική κρίση θα έχει χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο διαμόρφωσης της Ευρωζώνης.