Του Χρήστου Γιοβανόπουλου

 

Το γεγονός ότι τα πεντάχρονα από το κίνημα των πλατειών, όπως και οι ετήσιες επέτειοι του, δεν γιορτάζονται όπως άλλες στιγμές λαϊκών ξεσηκωμών, είναι χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας αυτού του κινήματος. Η αδυναμία να εγγραφεί ένα γεγονός τέτοιας έντασης και έκτασης – όσο κανένα άλλο στη μεταπολιτευτική ιστορία – σε επετειακού τύπου τελετουργικά με σαφή ιδεολογικά πλαίσια, υποδηλώνει ακριβώς την ετερογένεια, την υβριδικότητα, την ανοιχτότητα, την αμφισημία, την πολυσυλλεκτικότητα και την καινοτομία που το χαρακτήρισαν. Στοιχεία που καθιστούν ακόμα την εμπειρία των πλατειών ένα ανοιχτό ερώτημα, άρα ενεργό παράδειγμα, στην ιστορία της Ελλάδας αλλά και διεθνώς. Γιατί δε θα πρέπει να ξεχνάμε τη διεθνή υπόσταση των κινημάτων του 2011, που εγκαινίασαν ένα μεγαλύτερο ιστορικό κύκλο λαϊκής ενεργοποίησης, που όπως το Nuit Debut – μεταξύ άλλων – δείχνει, δεν έχει κλείσει ακόμα και συνεχίζει να διαμορφώνει τον σύγχρονο κόσμο.

Παρά τη μοναδικότητα των αφορμών εμφάνισης τους, των στόχων και της πορείας των κινημάτων αυτών, όπως καθορίζονται από τις ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες και συσχετισμούς, δε μπορεί κανείς να παραβλέψει τα κοινά εκείνα στοιχεία που τα ανέδειξαν σε γεγονότα διεθνούς σημασίας. Η θεματολογία και οι αντιθέσεις που έθεσαν τα κινήματα αυτού του κύκλου, συνέθεσαν τη σύγχρονη ατζέντα και τη μορφή της κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης σε μια πιο διεθνοποιημένη αρένα, και μάλιστα όπως διαμορφώνεται «από τα κάτω», με λαϊκή πρωτοβουλία. Το χτίσιμο ενός κοινού λεξιλογίου θέσεων και αιτημάτων, ενός ρεπερτορίου δράσεων, οργανωτικών πρακτικών και τεχνολογιών, συνιστούν διαδικασίες συγκρότησης δικτύων επικοινωνίας, σχέσεων αλληλεγγύης και κοινών (οραματικών) αναφορών ενός μεγάλου δυναμικού σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως επίσης και τη μαγιά για διαδικασίες νέων συνθέσεων του εθνικού και διεθνικού στην πάλη για αλλαγή των συσχετισμών και στα δύο επίπεδα.

Πώς λοιπόν μπορεί να μιλήσει κανείς για ένα καινοτόμο στη μορφή κίνημα που σηματοδοτεί την είσοδο σε μία νέα και υπό διαμόρφωση ακόμα περίοδο; Μία ιστορική φάση που αν στο οικονομικό επίπεδο σηματοδοτήθηκε από την κρίση του 2008, το 2011 είναι η χρονιά μετασχηματισμού της τελευταίας, μέσω της λαϊκής δυναμικής και παρέμβασης, σε «οργανική κρίση» (κατά Γκράμσι) του συστήματος. Δηλαδή σε μία κρίση που «συνίσταται ακριβώς από το στοιχείο ότι το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δε μπορεί ακόμα να γεννηθεί» και, όπως συνεχίζει, «σε αυτό το μεσοδιάστημα μία μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων εμφανίζονται» (1), αλλά και δυνατοτήτων, όπως φάνηκε.

Μέσα σε μια τέτοια μεταβατική και ανοιχτή στα ενδεχόμενα ιστορικά στιγμή, τα κινήματα του 2011 εκφράσαν μία αλλαγή παραδείγματος. Ενός παραδείγματος που παραμένει ανολοκλήρωτο, υπό διαμόρφωση, κι εκδηλώνεται μέσα από απρόβλεπτα, ασύμμετρα και μη κανονιστικά φαινόμενα. Μέσα από γεγονότα που αμφισβητούν και υπερβαίνουν αντιληπτικά σχήματα, ιδεολογικές αναφορές και τρόπους οργάνωσης και δράσης του λαϊκού παράγοντα όπως αποκρυσταλλώθηκαν μία παρελθούσα ιστορική συγκυρία, καθιστώντας τα πλέον ακατάλληλα για την κατανόηση των αναδυόμενων «αλφάβητων της πολιτικής». Τι όμως, από αυτό το αλφάβητο (έχουμε μάθει να) ψελλίζουμε σήμερα; Σε τι συνίστανται τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου παραδείγματος και πόσο είναι ακόμα σε ισχύ; Μήπως ήταν απλά άναρθρες κραυγές αγανάκτησης, εξ’ ου και η αδυναμία τους τελικά να συγκροτήσουν λόγο, που άλλοι οικειοποιήθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν;

 

Η εξέγερση του πάρκου Γκεζί ήρθε με… χρονοκαθυστέρηση, δύο χρόνια μετά το κύμα των αραβικών ξεσηκωμών. Πολλοί όμως θεωρούν ότι αποτέλεσε συνέχειά τους, έχοντας επηρεαστεί από τις «πλατείες» και στις δυο πλευρές της Μεσογείου. Η απρόσμενη σπίθα ήταν ένα «σύνηθες μικροεπεισόδιο»: Μέσα σε λίγες μέρες η διαμαρτυρία εξαπλώθηκε σε όλη την Τουρκία. Οι «ελάχιστοι ταραξίες», κατά Ερντογάν, μετρούνταν πλέον σε εκατομμύρια. Η «τάξη» τελικά αποκαταστάθηκε η εξέγερση όμως άλλαξε οριστικά τους συσχετισμούς. Ένωσε το κουρδικό κίνημα και την τουρκική Αριστερά στο Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) και ανάγκασε το καθεστώς να πετάξει τη «δημοκρατική» μάσκα του.
Η εξέγερση του πάρκου Γκεζί ήρθε με… χρονοκαθυστέρηση, δύο χρόνια μετά το κύμα των αραβικών ξεσηκωμών. Πολλοί όμως θεωρούν ότι αποτέλεσε συνέχειά τους, έχοντας επηρεαστεί από τις «πλατείες» και στις δυο πλευρές της Μεσογείου. Η απρόσμενη σπίθα ήταν ένα «σύνηθες μικροεπεισόδιο»: Μέσα σε λίγες μέρες η διαμαρτυρία εξαπλώθηκε σε όλη την Τουρκία. Οι «ελάχιστοι ταραξίες», κατά Ερντογάν, μετρούνταν πλέον σε εκατομμύρια. Η «τάξη» τελικά αποκαταστάθηκε η εξέγερση όμως άλλαξε οριστικά τους συσχετισμούς. Ένωσε το κουρδικό κίνημα και την τουρκική Αριστερά στο Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) και ανάγκασε το καθεστώς να πετάξει τη «δημοκρατική» μάσκα του.

 

Λαϊκή πρωταγωνιστικότητα

Αντλώντας από την εμπειρία της χώρας μας αν θέλει κανείς να μιλήσει για τις πλατείες στην ουσία θα πρέπει να μιλήσει για το λαϊκό ριζοσπαστισμό. Κορυφαία στιγμή του οποίου στάθηκαν το κίνημα των πλατειών και το δημοψήφισμα του ΟΧΙ, τέσσερα χρόνια μετά. Το πρώτο χαρακτηριστικό των πλατειών δεν είναι άλλο από την επιστροφή, με βροντερό τρόπο, των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας. Αυτό συνετέλεσε μία ρήξη με την κουλτούρα της ιδιώτευσης και του ατομισμού του νεοφιλελεύθερου δόγματος, και με την αντίληψη του περί ματαιότητας της πολιτικής και της συλλογικής αντίστασης. Επιπλέον όμως, επέβαλε και την επιστροφή του πολιτικού αγώνα στο επίκεντρο του λόγου και της πράξης αυτών των κινημάτων, σε αντιδιαστολή με τον διεκδικητισμό των μέχρι τότε κοινωνικών και πολιτικών συλλογικών υποκειμένων.

Αυτό δηλώθηκε με τις καταλήψεις των κεντρικών – έξω συνήθως από κτίρια της εξουσίας – πλατειών, τις στοχοποιήσεις της ανά τόπους εξουσίας (από δικτάτορες μέχρι Τρόϊκα και από Wall Street μέχρι κοινοβούλια), τα συνθήματα («φύγετε», «δεν μας αντιπροσωπεύεται», ΟΥΣΤ!), κλπ. Έτσι, ο πολιτικός λόγος των πλατειών χαρακτηρίστηκε από μία καθολικότητα που εξασφάλιζε την ευρυχωρία των κινημάτων αυτών και λειτούργησε σαν ενοποιητική δύναμη για πλειοψηφικά κοινωνικά κομμάτια, που στοχοποιούνταν πλέον από το σύστημα και βγήκαν για πρώτη φορά στο δρόμο. Ταυτόχρονα το κίνημα αυτό έδωσε ζωή και σε μία βιωματική εμπειρία συμμετοχικής, ισότιμης και συλλογικής διαδικασίας, όπως ήταν οι λαϊκές συνελεύσεις και η αυτο-οργάνωση των πλατειών, που όρισε νέα πρότυπα, φαντασιακά και πρακτικές οργάνωσης με τα οποία εξοικοιώθηκαν μεγάλα πλήθη κόσμου.

Με τον τρόπο αυτό, ο δήμος των πλατειών συνέβαλε σε μία πρώτη διπλή υπέρβαση. Από τη μία, παρακάμφθηκαν οι «ειδικοί της αντίστασης» (σαν εκφραστές αντιπροσώπευσης και αυτοί) και οι «μονοθεματικές» ατζέντες (εργατοκεντρικά και δικαιωματικά αιτήματα, επικέντρωση στην αντι-λιτότητα κλπ.) που τους συγκροτούσαν σαν υποκείμενα. Από την άλλη, ανέτρεψε τα επικρατούντα σχήματα πολιτικών «αντιθέσεων» και «αντιπαλοτήτων» (δικομματισμός, δεξιά – σοσιαλδημοκρατία ή Αριστερά, ή αλλού, κοσμικές δικτατορίες – ριζοσπαστικό Ισλάμ), που μέχρι τότε ορίζαν πολιτικές συστοιχίσεις, διλήμματα και επιλογές. Έτσι τα κινήματα των πλατειών, επανακαθόρισαν τη βασική πολιτική αντίθεση σήμερα, ανάμεσα στο δικό τους Εμείς, το λαό ή το 99%, και Αυτούς, την πολιτική εξουσία και το κατεστημένο στο σύνολο του. Με λίγα λόγια καθόρισαν σαν πρωταγωνιστικά μέρη αυτής της αντίθεσης έναν αναδυόμενο, και άρα ανεπαρκή και ανολοκλήρωτο, λαϊκό ριζοσπαστισμό κόντρα στο πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του.

 

Οι κανόνες, το γήπεδο και οι παίκτες, άλλαξαν

Ο λαϊκός ριζοσπαστισμός, που εκφράστηκε στις πλατείες, δημιούργησε νέα δεδομένα τόσο στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο των μορφών οργάνωσης και αντίστασης του λαού. Παραφράζοντας τον αδόκιμο διαχωρισμό της πλατείας Συντάγματος σε πάνω και κάτω, θα λέγαμε ότι όντως οι πλατείες κατάφεραν να αλλάξουν το πολιτικό τοπίο και των «από πάνω» αλλά και την πολιτική κουλτούρα των «από κάτω».

Στο «πάνω» επίπεδο, παγίωσαν τις διαδικασίες αποδόμησης του πολιτικού συστήματος και των κυρίαρχων εκπροσώπων του, και άνοιξαν ρωγμές για άλλες δυνατότητες και ενδεχόμενα. Αυτό επιβεβαιώνει η ανάδειξη (κάθε είδους) «αντι-συστημικών» δυνάμεων στο μετά-2011 πολιτικό τοπίο. Θα ήταν λάθος, όμως, να εξαντλήσουμε την επιρροή του κινήματος αυτού στην ανάδειξη νέων πολιτικών εκπροσωπήσεων (από ΣΥΡΙΖΑ και Podemos, μέχρι Γκόρμπιν και Σάντερς). Η (πρόσκαιρη) συστράτευση του με κάποια εναλλακτική πολιτική δύναμη, δεν ακυρώνει τη λαϊκή δυσπιστία απέναντι στις πολιτικές αντιπροσωπεύσεις και την διεκδικούμενη ανεξαρτησία από θεσμούς και πολιτικό σύστημα. Η επιστροφή του κανένα, που στην Ελλάδα εκφράστηκε με την αύξηση της αποχής, κατά 750.000 ψήφους, ανάμεσα σε Γενάρη και Σεπτέμβρη 2015, αποτελούν αδιάσειστο πειστήριο.

Στο επίπεδο των “από κάτω” οι πρακτικές που βιώθηκαν στις πλατείες, διαδόθηκαν προς κάθε κατεύθυνση και δώσανε ζωή σε μία τεράστια γκάμα νέων λαϊκών συλλογικοτήτων, διαδικασιών αυτο-οργάνωσης, πρακτικών και χώρων συμμετοχής και αντίστασης. Οι εκατοντάδες δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, το νέο κύμα αυτοδιαχειριζόμενων συνεταιρισμών, οι συλλογικότητες εναλλακτικής και αλληλέγγυας οικονομίας, τα αυτο-οργανωμένα κοινωνικά κέντρα,  η ανάπτυξη της λογικής των commons, τοπικά κινήματα αντίστασης (που βρήκαν έκφραση και στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης), αλλά και άλλες “λιγότερο πολιτικές” προσπάθειες – από συλλόγους γονέων και κηδεμόνων και πολιτιστικά σωματεία, που ενεργοποιήθηκαν με νέα περιεχόμενα την εποχή της (ανθρωπιστικής) κρίσης, μέχρι καλλιτεχνικές συλλογικότητες – γνώρισαν μια τεράστια ώθηση τα χρόνια μετά τις πλατείες, αντλώντας από το παράδειγμα τους.

Πέρα από εκδηλώσεις, απλά, της κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους, ο πολύμορφος αυτός γαλαξίας προσπαθειών, αποτέλεσε τέκνο του κεντρικού πολιτικού αγώνα ενάντια στο Τροϊκανό καθεστώς και βασική διαδικασία κοινωνικού του ριζώματος. Ταυτόχρονα συνιστούν πεδίο καινοτομίας και πειραματισμού. Τόσο για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής κουλτούρας (και θεσμών) συμμετοχής “από τα κάτω”, όσο και δημιουργίας πρακτικών, δικτύων και υποδομών. Η εμπειρία τους θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για χάραξη άλλων πολιτικών και οικονομικών προτύπων – από την κοινωνική υγεία μέχρι την διατροφική αυτάρκεια και από εναλλακτικά δίκτυα διακίνησης αγαθών μέχρι αξιοποίηση ανενεργών παραγωγικών μονάδων – βασισμένων στην ενεργοποίηση και στήριξη του λαϊκού παράγοντα από μία φιλική (και πρόθυμη για κάτι τέτοιο) κεντρική εξουσία.

 

Όταν ο νεαρός πλανόδιος πωλητής Μοχάμεντ Μπουαζίζι αυτοπυρπολήθηκε, τον Δεκέμβριο του 2010, πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που λίγοι φαντάζονταν. Έβαλε κυριολεκτικά φωτιά στον αραβικό κάμπο, με το βασανισμένο λαό του να μπαίνει πρώτος στο χορό των εξεγέρσεων του 2011, που ανέτρεψαν δικτατορίες δεκαετιών. Μέσα σ’ ένα μήνα, η νικηφόρα Τυνησιακή Επανάσταση έτρεψε σε φυγή τον δικτάτορα Μπεν Άλι. Η παραδοσιακή εξάρτηση από τη Δύση και τις «αγορές» δεν εξαλείφθηκε, αλλά ο λαός, βαφτισμένος στο πνεύμα του ξεσηκωμού, έχει πλέον μάθει να διεκδικεί το δίκιο του στους δρόμους. Και, μοναδικό φαινόμενο στον αραβικό κόσμο, έχει αναδείξει την τυνησιακή Αριστερά σε βασική δύναμη της αντιπολίτευσης.
Όταν ο νεαρός πλανόδιος πωλητής Μοχάμεντ Μπουαζίζι αυτοπυρπολήθηκε, τον Δεκέμβριο του 2010, πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που λίγοι φαντάζονταν. Έβαλε κυριολεκτικά φωτιά στον αραβικό κάμπο, με το βασανισμένο λαό του να μπαίνει πρώτος στο χορό των εξεγέρσεων του 2011, που ανέτρεψαν δικτατορίες δεκαετιών. Μέσα σ’ ένα μήνα, η νικηφόρα Τυνησιακή Επανάσταση έτρεψε σε φυγή τον δικτάτορα Μπεν Άλι. Η παραδοσιακή εξάρτηση από τη Δύση και τις «αγορές» δεν εξαλείφθηκε, αλλά ο λαός, βαφτισμένος στο πνεύμα του ξεσηκωμού, έχει πλέον μάθει να διεκδικεί το δίκιο του στους δρόμους. Και, μοναδικό φαινόμενο στον αραβικό κόσμο, έχει αναδείξει την τυνησιακή Αριστερά σε βασική δύναμη της αντιπολίτευσης.

 

Δύο κουλτούρες: Υπερβάσεις, συνθέσεις και εκκρεμείς δυνατότητες

Με αυτή την έννοια οι πλατείες σαν κορυφαίες στιγμές πολιτικού αγώνα, σαν δήμος λαϊκής συμμετοχής και εμπειρία χειραφέτησης και αυτοδιάθεσης, απελευθέρωσαν μία κοινωνική δυναμική που δημιούργησε (πιο μόνιμα) παραδείγματα διαδικασιών και συγκρότησης της λαϊκής πρωταγωνιστικότητας, όπως την αποκαλεί η Μάρτα Χάρνεκερ (2). Παρεμβαίνοντας ταυτόχρονα στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας όσο και σε αυτό των άμεσων κοινωνικών αναγκών, ο λαϊκός ριζοσπαστισμός δεν περιορίστηκε στην αμυντική στάση ενός διεκδικητικού πλαισίου αιτημάτων. Κινήθηκε εναλλακτικά ανάμεσα στην εφόρμηση και δημιουργία γεγονότων στην κεντρική πολιτική σκηνή (συμπεριλαμβανομένων εκλογικών μαχών και δημοψηφισμάτων) και στη δημιουργική γείωση του πολιτικού αγώνα στο προσωπικό, καθημερινό και τοπικό πεδίο. Κατάφερε έτσι να ανατρέψει δεδομένα, αλλάζοντας τον πολιτικό χάρτη από τη μια, και δημιουργώντας τις δικές του δομές και (χαλαρά όντως) δίκτυα, από την άλλη, σαν τους υλικούς όρους ύπαρξης και βιωσιμότητας του αγώνα του, σαν πεδίο δοκιμασίας των ιδεών και των αρχών του, αλλά σαν διαδικασία ανάπτυξης άλλου τύπου κοινωνικών σχέσεων και οραματισμών.

Κατάφερε έτσι να υπερβεί τους κυρίαρχους διαχωρισμούς ανάμεσα στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο του ανταγωνισμού, ανάμεσα στο δίλημμα θεσμική ή εξω-θεσμική αλλαγή. Όπως κάθε σημαντικό κίνημα αλλαγής που άλλαξε το ρου της ιστορίας, κατανόησε, έστω και ενστικτώδικα, πως η παρέμβαση στο ένα μόνο επίπεδο δεν αρκεί και κανένα από τα δύο δε μπορεί επίσης να υποκαταστήσει το άλλο. Ότι προκειμένου να γενικεύσει και συνολικοποιήσει τις δικές του προσπάθειες, εναλλακτικές και ιδέες, θα πρέπει να καταλάβει την πολιτική εξουσία – ή τουλάχιστον να διώξει από αυτήν όσους καταστρέφουν τα δικαιώματα και την ίδια την υπόσταση του. Κι επίσης ότι καμία πολιτική εξουσία, δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί, να αλλάξει τα πράγματα (ούτε να ασκήσει ηγεμονία), αν δεν είναι γειωμένη γερά στο κοινωνικό πεδίο, αν δεν στηρίζεται στη λαϊκή πρωταγωνιστικότητα σαν την κύρια δύναμη οικοδόμησης πολιτικής ισχύος. Πρότεινε έτσι μία άλλη σύνθεση πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης, που έδειξε, και θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει, τις ενυπάρχουσες δυνατότητες για άλλες επιλογές και πορείες, και για ριζική τροποποίηση του ορίζοντα του εφικτού.

Είναι φανερό, ότι η εμπειρία των πλατειών και των νέων συλλογικοτήτων των «από κάτω» που προέκυψαν από αυτές, διαμόρφωσαν ένα διακριτό (όχι όμως αυτοαναφορικό) λόγο και σώμα πρακτικών από αυτόν της πολιτικής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων της προηγούμενης εποχής. Πρόκειται, με μια έννοια, για δύο διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες (και υποκείμενα), που συναντήθηκαν και πάλεψαν μαζί από τις πλατείες μέχρι το δημοψήφισμα του 2015. Δεν ήταν όμως ταυτόσημες. Κινηθήκαν παράλληλα, συγκλίναν και διασταυρώθηκαν σε κρίσιμες στιγμές (ενάντια σε κοινούς εχθρούς) μέσα από μια ανήσυχη σχέση και διακριτές πορείες. Η στροφή και αλλαγή στρατοπέδου του ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως μετά την κορύφωση του φλερτ των δύο κουλτούρων στο δημοψήφισμα, όχι μόνο τις έχει κάνει πλέον πιο διακριτές αλλά και τις έθεσε σε οριστικά διαφορετικές (και αντιθετικές) ράγες.

Τα υλικά ίχνη λοιπόν των πλατειών και του λαϊκού ριζοσπαστισμού, διαχέονται πολύ πέρα από αυτά της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ και του αντι-μνημονιακού αγώνα. Αποτελούν ένα σώμα εμπειρίας, ενεργής και δρώσας, με στοιχεία εμβάθυνσης τόσο της έννοιας και πράξης της Πραγματικής Δημοκρατίας, όσο και δημιουργίας υλικών όρων για την συγκρότηση πολιτικής δύναμης και εναλλακτικών. Με αυτή την έννοια αποτελούν συστατικά διαμόρφωσης μιας δημόσιας σφαίρας των «από κάτω». Ενός οικοσυστήματος κοινών πρακτικών και οραματικών αναφορών, σαν διαδικασίας σύστασης ταυτόχρονα υποδομών, υποκειμένων και αυτοδύναμης πολιτικής και υλικής δύναμης.

Το μέγεθος της διαθέσιμης κοινωνικής προσφοράς που εκδηλώθηκε στη χώρα μας προς τους πρόσφυγες (58% του πληθυσμού) (3), μετά το παραλυτικό σοκ της στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τις ομοιότητες (ετερογένεια, λαϊκή πρωτοβουλία κλπ.) που έχει με τα χαρακτηριστικά των πλατειών, δείχνει και τα αποθέματα δυναμικής και εκκρεμών δυνατοτήτων που ενυπάρχουν ακόμα στην ελληνική κοινωνία. Ακόμα περισσότερο δείχνει το μέγεθος των υλικών ιχνών που έχουν αφήσει οι προηγούμενες εμπειρίες και αγώνες, από τις πλατείες και τον αντι-Τροϊκανό, μέχρι το κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης και το δημοψήφισμα, όπως και την έκταση της αλλαγής (πολιτικής) κουλτούρας και συμπεριφοράς πλειοψηφικών κομματιών της ελληνικής κοινωνίας, που δεν εκφράζονται μέσα από κανέναν πολιτικό σχηματισμό. Η σύνθεση αυτών σε κοινή αφήγηση, επιθυμία και φαντασιακό, είναι η πρόκληση για τους επόμενους μετασχηματισμούς και εκδηλώσεις μιας κοινωνίας σε κίνηση (κατά τον Ζιμπέκι) (4), και τη συγκρότηση ταυτόχρονα ενός νέου (συνθετικού) ορίζοντα των αγώνων του.

 

Καταστατική στιγμή και διαδικασίες

Η συνεισφορά των πλατειών την προηγούμενη πενταετία, ήταν ακριβώς αυτό το πολυεπίπεδα ενοποιητικό πεδίο αναφορών και πρακτικών. Οι πλατείες στάθηκαν η πρώτη – και με λαϊκή πρωτοβουλία – καταστατική στιγμή του λαϊκού ριζοσπαστισμού (που εκδηλώνονταν ήδη από το Μάη του 2010) στο πλαίσιο τού αγώνα ενάντια στο καθεστώς χρέους της Τρόικα και των επιβαλλόμενων μνημονίων. Ο λαός δημιούργησε το δικό του δήμο αντίστασης αντιτιθέμενος στην ενδοτικότητα των ελληνικών ελίτ, και οικοδομώντας ένα αυτεξούσιο κίνημα, που επεκτάθηκε πέρα από το σώμα και τις πρακτικές της Αριστεράς, ανοίγοντας δυνατότητες για μία άλλη διέξοδο.

Με αυτή την έννοια οι πλατείες συνιστούν μια ουτοπική στιγμή της (Πραγματικής) Δημοκρατίας. Και σαν κάθε ουτοπική στιγμή δε μπορούν να βρουν τη δικαιολόγηση της σε αυτά που ακολούθησαν σαν (η υποτιθέμενη, ή, μάλλον μη) πραγμάτωση τους, αλλά στα ανεξίτηλα ίχνη (που αφήνουν) σαν «εκκρεμείς ανατροπές ή δυνατότητες». Ο κεντρικός ρόλος του λαϊκού παράγοντα στην παραγωγή κοινών και γενικευμένων μετασχηματιστικών εμπειριών, όχι μόνο άνοιξε χώρο για ενδεχόμενα αδιανόητα στο παρελθόν, αλλά όρισε και τον (ιστορικό) ορίζοντα έναντι του οποίου κάθε μελλοντική δράση και πολιτικά υποκείμενα θα έχουν να αναμετρηθούν και να λογοδοτήσουν. Τα κινήματα των πλατειών σηματοδότησαν έτσι ένα συμβάν, με την έννοια του Μπαντιού. Μία καταστατική στιγμή διαδικασιών και φαντασιακών, με ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία. Τόσο σαν διαδικασιών διαμόρφωσης των οραμάτων και κριτηριών κάθε νέας προσπάθειας, αλλά ταυτόχρονα και υποστασιοποίησης των νέων υποκειμένων, της βασικής διαχωριστικής γραμμής και πολιτικής αντίθεσης (λαός – εξουσία), της εποχής που τα ακολούθησε και στην οποία ζούμε ήδη.

 

(1) Antonio Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, New York: Progress Publishers, 1971, p 276.
(2)Marta Harnecker, 2015, A World to Build: New Paths Towards Twenty-First Century Socialism, NY: Monthly Review Press
(3) Έρευνα της Public Issue για λογαριασμό του Μη-Κερδοσκοπικού Ερευνητικού Κέντρου “διαΝΕΟσις”, που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο 2016.
(4) Ραούλ Ζιμπέκι, 2010, Αυτονομίες και Χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε Κίνηση, Αθήνα: Αλάνα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!