Η περίοδος της πολιτικής αταξίας. Του Wolfang Streeck.

Είναι φανερό πως τα τελευταία χρόνια τα περιθώρια άσκησης πολιτικής στο πλαίσιο του δημοκρατικού καπιταλισμού περιορίστηκαν πολύ· σ’ άλλες χώρες περισσότερο, σ’ άλλες λιγότερο, αλλά και συνολικά στο σύγχρονο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Κατά συνέπεια, αυξήθηκαν οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία και την οικονομία. Οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν μια πολύ αβέβαιη κατάσταση, ίσως τη χειρότερη από την εποχή της μεγάλης ύφεσης.
Οι αγορές, για παράδειγμα, απαιτούν δημοσιονομική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη ταυτόχρονα. Δεν είναι όμως καθόλου προφανές πως μπορούν να συνδυαστούν και τα δύο. Όταν η κυβέρνηση της Ιρλανδίας εφάρμοσε το επιθετικό πρόγραμμα περιορισμού του ελλείμματος, το επασφάλιστρο κινδύνου του ιρλανδικού χρέους έπεσε, αλλά ξανανέβηκε σε λίγες βδομάδες, όταν φάνηκε πως το πρόγραμμα ήταν πολύ αυστηρό και δεν άφηνε περιθώρια για ανάπτυξη¹. Και σ’ ένα κόσμο πλημμυρισμένο από φτηνό χρήμα, όλοι περιμένουν να σκάσει η επόμενη φούσκα. Τα παράγωγα των στεγαστικών δανείων δεν προσφέρονται για επενδύσεις, τουλάχιστον προς το παρόν. Υπάρχει όμως η αγορά πρώτων υλών και η νέα οικονομία του Διαδικτύου. Τίποτα δεν εμποδίζει τις χρηματιστικές εταιρίες να χρησιμοποιήσουν τη διαθέσιμη περίσσεια τραπεζικού χρήματος και να εισβάλουν σ’ ό,τι δουν σαν νέο τομέα ανάπτυξης, για λογαριασμό των προνομιούχων πελατών τους και, φυσικά, για τις ίδιες.
Εξάλλου, η ρυθμιστική μεταρρύθμιση του χρηματιστηριακού τομέα απέτυχε πλήρως, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ελάχιστα ξεπερνούν τις προηγούμενες και επομένως οι τράπεζες που το 2008 θεωρήθηκαν πολύ σημαντικές και που για αυτό το λόγο έπρεπε να σωθούν από τη χρεοκοπία, θα συνεχίσουν να λογαριάζονται σημαντικές το 2012 και το 2013. Πράγμα που τους δίνει τη δύναμη να εκβιάζουν το Δημόσιο, με τον ίδιο επιδέξιο τρόπο, όπως και πριν από 3 χρόνια. Τώρα όμως δεν μπορεί να επαναληφθεί το μοντέλο της διάσωσης του 2008, γιατί τα δημόσια οικονομικά έχουν σχεδόν εξαντληθεί.
Ίσως όμως ο κίνδυνος που διατρέχει η δημοκρατία μέσα στην τρέχουσα κρίση να είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο που διατρέχει η οικονομία. Δεν κλονίζεται μόνο η «συστημική συνοχή» των σύγχρονων κοινωνιών -δηλαδή η αποτελεσματική λειτουργία των καπιταλιστικών οικονομιών τους- κλονίζεται και η «κοινωνική συνοχή» τους². Η δυνατότητα διαμεσολάβησης των εθνικών κρατών στα δικαιώματα των πολιτών από τη μια και στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης από την άλλη, περιορίστηκε σημαντικά στη νέα εποχή της λιτότητας. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν μεγάλες αντιδράσεις στις αυξήσεις των φόρων, ειδικά στις υπερχρεωμένες χώρες, εκεί όπου το φρέσκο χρήμα πάει για πληρωμές αγαθών που ήδη καταναλώθηκαν.
Επιπλέον, λόγω της στενής παγκόσμιας αλληλεξάρτησης, είναι πλέον αδύνατο να διανοηθούμε ότι οι εντάσεις ανάμεσα στην οικονομία και την κοινωνία, ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία, μπορούν να διευθετηθούν στο πλαίσιο των εθνικών πολιτικών κοινοτήτων. Καμιά κυβέρνηση σήμερα δεν μπορεί να κυβερνήσει αν δεν πάρει σοβαρά υπ’ όψιν διεθνείς περιορισμούς και υποχρεώσεις. Και σ’ αυτές περιλαμβάνονται και οι θυσίες που οι αγορές υποχρεώνουν τα κράτη να επιβάλουν στους πολίτες τους. Οι κρίσεις και οι αντιθέσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού έχουν πια διεθνοποιηθεί, μπλέκουν με τα κράτη και μπλέκονται μεταξύ τους, με πρωτόγνωρους συνδυασμούς και εναλλαγές.
Καθημερινά βλέπουμε στις εφημερίδες, τις «αγορές» να υπαγορεύουν με πρωτοφανή τρόπο, σε φαινομενικά δημοκρατικά και κυρίαρχα κράτη, τι επιτρέπεται ακόμη να κάνουν για τους πολίτες τους και τι πρέπει να τους αρνηθούν. Οι οίκοι αξιολόγησης του Μανχάταν, οι ίδιοι που οδήγησαν σχεδόν στην καταστροφή την παγκόσμια χρηματιστική βιομηχανία, απειλούν με υποβιβασμό τα κρατικά ομόλογα των κρατών, που φορτώθηκαν ήδη νέα τεράστια χρέη για να σώσουν αυτή τη βιομηχανία και συνολικά τον καπιταλισμό. Η πολιτική συνεχίζει να επεμβαίνει και να συγκρατεί τις αγορές, έξω όμως από τη σφαίρα της καθημερινής ζωής και την επιρροή του απλού ανθρώπου.
Οι ΗΠΑ, οπλισμένες μέχρι τα δόντια, όχι μόνο με αεροπλανοφόρα, αλλά και με απεριόριστο απόθεμα πιστωτικών καρτών, συνεχίζουν να πουλάνε στην Κίνα το διογκούμενο χρέος τους. Οι υπόλοιποι οφείλουν να υπακούουν στις προσταγές των «αγορών». Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες δεν θεωρούν τις κυβερνήσεις δικούς τους εντολοδόχους, αλλά εντολοδόχους άλλων κρατών, διεθνών οργανισμών, του ΔΝΤ ή της Ε.Ε., προστατευμένους σε ασύγκριτο βαθμό από την εκλογική πίεση που ασκούσε πριν πάνω τους το παραδοσιακό εθνικό κράτος. Σε χώρες σαν την Ελλάδα και την Ιρλανδία, η δημοκρατία θα ανασταλεί στην πράξη για πολλά χρόνια. Η «υπεύθυνη» συμπεριφορά, όπως την ορίζουν οι διεθνείς θεσμοί και οι αγορές, επιβάλλει στις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν αυστηρή λιτότητα και να μένουν απαθείς απέναντι στους πολίτες τους³.
Αλλά η αναστολή της δημοκρατίας δεν περιορίζεται μόνο στα κράτη που υφίστανται σήμερα την επίθεση των «αγορών». Η Γερμανία, που προς το παρόν τα πάει καλά οικονομικά, έχει επιβάλλει περικοπές στις δημόσιες δαπάνες εδώ και δεκαετίες. Επιπρόσθετα, η γερμανική κυβέρνηση υποχρεώνεται να ζητήσει από τους πολίτες της ρευστό για τις χώρες που κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν, όχι μόνο για να σώσει τις γερμανικές τράπεζες, αλλά και για να σταθεροποιήσει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και να αποφύγει τη γενική αύξηση επιτοκίου του δημόσιου χρέους, κάτι το αναμενόμενο μόλις η πρώτη χώρα χρεοκοπήσει. Πόσο ψηλό είναι το πολιτικό κόστος, φαίνεται από τη συνεχή συρρίκνωση της εκλογικής βάσης της κυβέρνησης Μέρκελ και τις διαδοχικές ήττες της στις τοπικές εκλογές την περασμένη χρονιά. Οι λαϊκίστικες ρητορικές εξαγγελίες της καγκελάριου στις αρχές του 2010, πως ίσως και οι πιστωτές πρέπει να υποχρεωθούν να πληρώσουν ένα μέρος του κόστους, γρήγορα αποσύρθηκαν, μόλις οι «αγορές» εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους ανεβάζοντας λίγο το επιτόκιο δημόσιου δανεισμού. Η συζήτηση γίνεται τώρα γύρω από την ανάγκη για μετατόπιση, όπως λέει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, από μια «κυβέρνηση» παλιού τύπου, που δεν μπορεί πια να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, σε μια «διακυβέρνηση», και ειδικά σε μια διαρκή περιστολή της εξουσίας της γερμανικής βουλής στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού.4
Δεν μπορούν δημοκρατικά κράτη να επαληθεύσουν τις πολιτικές προσδοκίες των νέων αρχόντων. Οι διεθνείς θεσμοί και οι αγορές απαιτούν δέσμευση στη δημοσιονομική σταθερότητα, όχι μόνο από τις κυβερνήσεις, αλλά και από τους πολίτες. Τα πολιτικά κόμματα που αντιτάσσονται στη λιτότητα πρέπει να ηττηθούν συντριπτικά στις εθνικές εκλογές, κυβέρνηση και αντιπολίτευση πρέπει από κοινού να δώσουν δημόσιο όρκο στη «δημοσιονομική εξυγίανση», ειδάλλως θ’ ανεβεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Πάντως, οι ψηφοφόροι δεν θα θεωρήσουν γνήσιες τις εκλογές χωρίς ουσιαστική επιλογή, κι αυτό θα προκαλέσει πολιτική αναταραχή, αποχή, άνοδο των λαϊκίστικων κομμάτων, εξεγέρσεις και ταραχές στους δρόμους.
Ένας λόγος γι’ αυτό είναι πως τα πεδία της μάχης για τη διανομή γίνονται όλο και πιο απλησίαστα για τη λαϊκή πολιτική δράση. Οι εθνικές αγορές εργασίας της δεκαετίας του ‘70 που έδιναν δυνατότητες συντεχνιακής πολιτικής κινητοποίησης, όπως και η πολιτική των δημόσιων δαπανών της δεκαετίας του ‘80, δεν ήταν απόμακρες για τον «άνθρωπο του δρόμου». Τώρα, όμως, τα πεδία που διεξάγεται η μάχη των αντιθέσεων του δημοκρατικού καπιταλισμού έγιναν εξαιρετικά πολύπλοκα, τόσο που όποιος είναι έξω από τις πολιτικές και χρηματιστικές ελίτ είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει τι συμφέροντα κρύβονται πίσω τους και να αντιληφθεί και τα δικά του.5 Το γεγονός αυτό μπορεί να γεννήσει απάθεια στις μάζες και επομένως να κάνει τη ζωή των ελίτ πιο εύκολη. Τίποτα, όμως, δεν είναι εγγυημένο σ’ έναν κόσμο που προτάσσει την τυφλή υποταγή στους χρηματιστικούς επενδυτές, σαν τη μόνη λογική και υπεύθυνη συμπεριφορά. Γι’ αυτούς που δεν θα πειστούν να απαρνηθούν την ιδέα άλλης κοινωνικής λογικής με διαφορετικό καταμερισμό ρόλων, ο κόσμος αυτός θα είναι απλά παράλογος – τόσο που η μόνη λογική και υπεύθυνη συμπεριφορά θα ‘ναι ίσως να πετάνε γαλλικά κλειδιά στα γρανάζια της υψηλής χρηματιστικής. Σε χώρες σαν την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, όπου η δημοκρατία έχει ήδη πρακτικά καταργηθεί, ο μόνος τρόπος πολιτικής έκφρασης που θ’ απομείνει για τους απόκληρους της εξουσίας των αγορών θα ’ναι οι ταραχές στους δρόμους και ο λαϊκή εξέγερση. Να ελπίσουμε, στο όνομα της δημοκρατίας, πως σύντομα θα δούμε κι αλλού τέτοια παραδείγματα;
Ελάχιστα πράγματα, για να μην πούμε τίποτα, μπορεί να κάνει η κοινωνική επιστήμη για την επίλυση των δομικών εντάσεων και αντιθέσεων που κρύβονται πίσω από την τωρινή οικονομική και κοινωνική αναταραχή. Αυτό όμως που μπορεί να κάνει, είναι να τις φωτίσει και να αναδείξει την ιστορική συνέχεια, που μέσα στο πλαίσιό της μπορούμε να κατανοήσουμε τις παρούσες κρίσεις. Μπορεί ακόμη -και πρέπει- να δείξει το δράμα των δημοκρατικών κρατών που μετατράπηκαν σε εισπρακτικά πρακτορεία χρέους για λογαριασμό της παγκόσμιας ολιγαρχίας των επενδυτών, μιας ολιγαρχίας που μπροστά της η «ελίτ της εξουσίας» που περιέγραψε ο Τσαρλς Ράιτ Μιλς, μοιάζει με φωτεινό φιλελεύθερο πλουραλιστικό παράδειγμα.6 Ποτέ άλλοτε η οικονομική εξουσία δεν έγινε σε τόσο μεγάλο βαθμό πολιτική εξουσία, με τους πολίτες σχεδόν απογυμνωμένους από κάθε δημοκρατική άμυνα, χωρίς τη δυνατότητα να επιδράσουν στα οικονομικά πολιτικά πράγματα και στις ανάγκες τους, απέναντι στις διαμετρικά αντίθετες απαιτήσεις των κεφαλαιοκρατών. Πράγματι, ανατρέχοντας στις διαδοχικές κρίσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού από την εποχή του 1970 μέχρι σήμερα, φαίνεται πως είναι δυνατή μια νέα, προσωρινή έστω, διευθέτηση της κοινωνικής σύγκρουσης στον εξελιγμένο καπιταλισμό, τούτη τη φορά σε πλήρες όφελος των ιδιοκτητριών τάξεων, που τώρα είναι καλά ταμπουρωμένες στο πολιτικά απόρθητο οχυρό τους, τη διεθνή χρηματιστική βιομηχανία.

(1) Μ’ άλλα λόγια, ακόμα κι ίδιες οι «αγορές» δεν είναι πρόθυμες να βάλουν τα λεφτά τους στο ναό της «οικονομίας της προσφοράς», που προβάλλει σαν κίνητρο της ανάπτυξης την περικοπή των δημόσιων δαπανών. Από την άλλη πλευρά, ποιος μπορεί να πει πόσο νέο χρέος είναι αρκετό και, αντίθετα, πόσο είναι υπερβολικό και θα διογκώσει το παλιό χρέος μια χώρας.
(2) Το θέμα τέθηκε από τον Ντέιβιντ Λόκγουντ στο Κοινωνική και συστημική ενσωμάτωση, στις Διερευνήσεις της κοινωνικής αλλαγής των Τζορτζ Ζόλσχαν και Γουόλτερ Χιρς (David Lockwood Ιn Social Integration and System Integration, George Zollschan and Walter Hirsch, eds, Explorations in Social Change, London 1964.).
(3) Πίτερ Μέιρ Αντιπροσωπευτική έναντι υπευθύνης κυβέρνησης (Peter Mair, Representative versus Responsible Government, Max Planck Institute for the Study of Societies Working Paper 09/8, Cologne 2009).
(4) Στις 5 Δεκεμβρίου 2010, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είπε στους Financial Times: «Χρειαζόμαστε νέες μορφές διεθνούς διακυβέρνησης, μια παγκόσμια διακυβέρνηση και μια ευρωπαϊκή διακυβέρνηση». Παραδέχτηκε πως αν ζητούσαν από τη γερμανική Βουλή να παραιτηθεί τώρα από τη δικαιοδοσία της να ψηφίζει τον προϋπολογισμό, «η ψήφος θα ήταν αρνητική» – (αλλά) αν μας δώσετε μερικούς μήνες να το δουλέψουμε, κι αν μας δώσετε και την ελπίδα πως κι άλλα κράτη μέλη θα κάνουν το ίδιο, τότε υπάρχει μια πιθανότητα». Ο Σόιμπλε μίλαγε με τον αέρα του νικητή του διαγωνισμού για τον καλύτερο Ευρωπαίο υπουργό της χρονιάς.
(5) Για παράδειγμα, οι πολιτικές εκκλήσεις αναδιανεμητικής «αλληλεγγύης» απευθύνονται τώρα στα έθνη, από τα οποία οι διεθνείς οργανισμοί ζητούν να στηρίξουν άλλα έθνη, σαν τη Σλοβενία που πιέζεται να βοηθήσει την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Κρύβουν το γεγονός πως εκείνους που βοηθάει με αυτό το είδος «αναδιανεμητικής αλληλεγγύης» δεν είναι τους λαούς αλλά τις τράπεζες, ντόπιες και ξένες, που σε αντίθετη περίπτωση θα ’πρεπε να γράψουν ζημιές ή λιγότερα κέρδη. Κι ενώ οι Γερμανοί είναι κατά μέσο όρο πλουσιότεροι από τους Έλληνες (αν και μερικοί Έλληνες είναι πλουσιότεροι από όλους σχεδόν τους Γερμανούς), οι Σλοβένοι είναι φτωχότεροι κατά μέσο όρο από τους Ιρλανδούς, που έχουν το ψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα απ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Γερμανίας. Στην ουσία, με τη νέα διάταξη μάχης, οι ταξικές συγκρούσεις μετατρέπονται σε διεθνείς, με το κάθε έθνος να σκάβει τον λάκκο του άλλου, ενώ ταυτόχρονα όλα ζουν κάτω από την ίδια πίεση των οικονομικών αγορών για δημόσια λιτότητα. Βάζουν απλούς ανθρώπους να απαιτήσουν «θυσίες» από άλλους κάτοικους άλλων κρατών, παρά απ’ όσους καιρό τώρα εισπράττουνε συστηματικά τα μπόνους τους.
(6) C. Wright Mills, The Power Elite, Oxford 1956.

* Ο Wolfgang Streeck γεννήθηκε το 1946, είναι Γερμανός, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολονίας και διευθυντής Κοινωνιολογικών Μελετών του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ.

(ΣτΜ.) Το 1956 κυκλοφόρησε στην Αμερική το βιβλίο του Μιλς Η ελίτ της εξουσίας. Τα κεφάλαια του ήταν: Οι ανώτεροι κύκλοι, Οι ανώτατοι εκτελεστικοί (διευθυντές), Οι πολέμαρχοι, Η άνοδος των στρατιωτικών, Η κοινωνία της μάζας και, Η μεγάλη ανηθικότητα. Ο Μιλς διερεύνησε τα διαπλεκόμενα συμφέροντα των στρατοκρατών, των επιχειρήσεων (corporations) και των πολιτικών και υποστήριξε πως απέναντί τους ο απλός πολίτης είναι σχεδόν αδύναμος, ένα πιόνι στα χέρια τους (σημ. παράθεση από τη Wikipedia).

Μετάφραση: Γιάννης Φούντας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!