Χαρμάνια καπνού, χαρμάνια έμφυλης Ιστορίας

 

…Και ξαφνικά ο απολιθωμένος δράκος ξύπνησε. Ήχοι από μαστορέματα και σκόνες από γκρεμίσματα γέμισαν την ατμόσφαιρα. Κόκκινα πλαστικά και σκαλωσιές οριοθετούν το χώρο των εργασιών. Τα καγκελόφρακτα παράθυρα και οι τρίμετρες πόρτες απέκτησαν ζωή. Ο δράκος που κείτονταν στο κέντρο του Βόλου, ανάμεσα στη Μακεδονομάχων με Παύλου Μελά, γεννήθηκε στον Μεσοπόλεμο και στα σωθικά του άλεσε τα όνειρα, τις αγωνίες και τα νιάτα γενεών και γενεών Βολιωτών. Το 1972, στη δικτατορία, τερμάτισε τη ζωή του και είχε μείνει εκεί να στέκει βουβός και αμήχανος, να συμβολίζει παλιές δόξες, παλιούς καημούς. Το 1985 ο «Ματσάγγος» αγοράστηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το 2012 το έργο μετατροπής του κτιρίου σε χώρους εκπαίδευσης εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ. Έτσι το κτιριακό συγκρότημα της πρώην καπνοβιομηχανίας «Ματσάγγου, ένα χαρακτηριστικό δείγμα της Αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου και του μοντέρνου κινήματος, με τη φετινή έναρξη των εργασιών», αλλάζει μορφή, αλλάζει ζωή…

Αναμνηστική φωτογραφία στην είσοδο του εργοστασίου Ματσάγγου το 1931
Αναμνηστική φωτογραφία στην είσοδο του εργοστασίου Ματσάγγου το 1931

Πέρασα ανάμεσα στις σκαλωσιές και κοίταξα μέσα: πάγκοι παλιοί, σίδερα, φθαρμένα δοκάρια, σπασμένα τζάμια. Η φαντασία μου έπιασε την οσμή των φύλλων του καπνού, την ανάμειξε με τον παρελθόντα χρόνο, την ιδέα της φθαρτής ύλης και την αιωνιότητα της ανθρώπινης Ιστορίας και έφτιαξε ένα χαρμάνι από ρίγη που με διέτρεχαν ολόκληρη, έτσι όπως ήμουν σκυμμένη και κοίταζα τον χώρο που δεν ήταν πια έρημος, φθαρμένος και νεκρός, αλλά είχε πάρει ζωή και είχε γεμίσει με εργάτες, επί το πλείστον γυναίκες.

Ο Νίκος Ματσάγγος και μετά τα παιδιά του Ιωάννης και Κωνσταντίνος έστησαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 την τρίτη σε μέγεθος καπνοβιομηχανία της χώρας, που έμεινε στα χέρια τους μέχρι το 1956, οπότε άρχισε να μένει πίσω, μέχρι το 1972 που έκλεισε. Κληρονομιά στην πόλη ετούτο το κτίριο, χώρος εκπαίδευσης αντάμα με τον απόηχο της ανθρώπινης ύπαρξης στα ντουβάρια του: ό,τι θυμούνται οι πρωταγωνιστές και όχι αυτό που θα έπρεπε να θυμούνται ή αυτό που η Ιστορία αποδεικνύει. Ζητούμενο είναι το πώς θα αποφύγουμε τις παγίδες που στήνει η Ιστορία στο συναίσθημα και πώς θα προσλάβουμε την ιστορική μνήμη σαν προέκταση των βιωμάτων του χώρου.

Ο χώρος ακόμη και σήμερα αναδύει βιώματα συνταρακτικά, αφού παραμένει χώρος αντίθεσης και σύνθεσης, ταξικής και έμφυλης, συντεχνιακής αλλά και ιδεολογικής. 2.895 άτομα σύμφωνα με τα αρχεία έχουν εργαστεί κατά καιρούς στο εργοστάσιο. 1.800 περίπου στην ακμή του. Τα 9/10 γυναίκες. Ένας ολόκληρος κόσμος από ανθρώπους του μόχθου, που μπορεί να μην επηρέασαν την Ιστορία, εντούτοις στο σύνολό τους αποτέλεσαν μια μοναδική ιστορική μνήμη και μια αλλιώτικη έμφυλη ματιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Οι «Ματσαγγούλες», όπως χαϊδευτικά, ίσως και λίγο υποτιμητικά στην αρχή, αποκαλούνταν οι εργάτριες, κόσμησαν για πολλά χρόνια τη φυσιογνωμία και την αύρα αυτής της πόλης.

 

Οι «Ματσαγγοπούλες» σε ώρα γυμναστικής στην ταράτσα του εργοστασίου (1930)
Οι «Ματσαγγοπούλες» σε ώρα γυμναστικής στην ταράτσα του εργοστασίου (1930)

 

Η ανάπτυξη του εργοστασίου συμπίπτει χρονικά με την εγκατάσταση στην περιοχή 12.000 προσφύγων από τη Μ. Ασία. Εργατικά χέρια φθηνά και μάλιστα γυναικεία ακόμη πιο φθηνά, αφού το μεροκάματο ήταν λίγο πάνω από το μισό του αντρικού. Σαν σμάρι κάθε πρωί κατέβαιναν τα κορίτσια από τον «Συνοικισμό», την πόλη που είχε φτιαχτεί από το μηδέν στα βορειοδυτικά του Βόλου από τους πρόσφυγες, με τα πόδια ή με κάρα για να πιάσουν δουλειά. Μικρά κορίτσια, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία το 25% των εργαζόμενων στον Ματσάγγο ήταν παιδιά από 7-17 ετών. Παιδική και μαύρη εργασία, αλλά και το φαγητό που έδιναν από το εργοστάσιο ήταν το αντίδοτο στην πείνα και τη φτώχεια που έσωσε τους κατοίκους της περιοχής στην Κατοχή. Το 1948 η καπνοβιομηχανία απογειώθηκε. Όμως «οι μηχανές, οι νέες τεχνικές δεν κάνουν την αλλαγή» αν δεν υπάρχει η ψυχή της παραγωγής, οι εργάτες. Έστω και αν αυτοί οι «εργάτες» χρειάζονταν σκαμνάκι για να φτάσουν τον πάγκο με τα τσιγάρα.

 

Μαρτυρίες και ντοκουμέντα

Οι φωνές από τις «Ματσαγγούλες», ψυχή της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ιστορίας του Βόλου, έχουν διασωθεί στο Αρχείο Οπτικοακουστικών Μαρτυριών του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Σταχυολογούμε από τις μαρτυρίες τους ως φόρο τιμής σε αυτές τις γυναίκες που άφησαν την ψυχή τους στα βουβά ντουβάρια του κτιρίου.

Πακεταρίστριες, δεκαετία του 1950. Από την προσωπική συλλογή της Μαριάνθης Ναχμία
Πακεταρίστριες, δεκαετία του 1950. Από την προσωπική συλλογή της Μαριάνθης Ναχμία

«Όταν πήγα στη δουλειά, ήμουνα μικρό κοριτσάκι. Είχαμε έρθει, μάνα και πέντε αδέλφια, πρόσφυγες απ’ τη Σμύρνη. Χάσαμε τον πατέρα και με τα πολλά στεριώσαμε στα Προσφυγικά, στα Τζαμαλιώτικα, στη Ν. Ιωνία. Παράγκες με τσίγκια, φοβερή φτώχια. Έπρεπε να δουλέψουμε για να φάμε. Στο εργοστάσιο βρήκα πολλά παιδιά 7-13 χρονών, κορίτσια τα περισσότερα που δούλευαν, όμως όχι στις μηχανές. Ήταν προσφυγόπουλα και παιδιά απ’ τον Βόλο και από χωριά της Θεσσαλίας. Εύκολη η δουλειά. Όλα τα παιδιά θέλαμε να ‘μαστε γρήγοροι και καλοί για να μείνουμε πολύ καιρό. Μαζί με το φτηνό μεροκάματο της μητέρας, κι απ’ τις μεγαλύτερες αδελφές ζούσαμε. Έτσι ζούσαμε οι εργατικές οικογένειες τότε στο Μεσοπόλεμο.

…Ήταν καλό εργοστάσιο, με παράθυρα μεγάλα και έμπαινε αέρας μέσα … η δουλειά ήταν βέβαια κουραστική, γιατί πάντα όταν είσαι εργάτης, πάντα η δουλειά είναι κουραστική. Και λόγια θ’ ακούσεις, αλλά και τι να κάνουμε; Σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Απ’ τον επιστάτη όλο παρατηρήσεις στη δουλειά. Όταν ερχόταν ο επόπτης, εμάς τα παιδιά μας έκρυβαν… στις τουαλέτες… παντού… Υπήρχαν πολλά κορίτσια μικρά… Μας έκρυβαν στις κούτες… μας κυνηγούσε ο επιθεωρητής εργασίας… Πρώτη δουλειά που πήγα … ήμουν μικρή, κοντή, δεν έφτανα στο πάγκο. Γιατί, είχαμε πάγκους … που δουλεύαμε και καθόμασταν και μου βάζαν ένα κουτί και πατούσα πάνω για να φτάνω. Ήμουν σ’ ένα τμήμα που γεμίζαμε τα κουτιά με τσιγάρα. Πακεταρίστρα. Καλή δουλειά, καθαρή. Οι γυναίκες παίρναμε μικρότερο μεροκάματο απ’ τους άντρες. Ανειδίκευτες όλες, δεν υπήρχε τρόπος να μάθουμε τη δουλειά ή μια τέχνη. Βαριά δουλειά μέσα στη σκόνη και την υγρασία. Θέριζε η φυματίωση και πολλά κορίτσια αρρώσταιναν.

Βέβαια από το 1927 οι Ματσαγγαίοι είχαν κάνει κάτι πρωτοποριακό για την Ελλάδα: ένα ταμείο αλληλοβοήθειας, για το οποίο μας κρατούσαν λίγα από το μισθό και έτσι όταν αρρωσταίναμε είχαμε μια βοήθεια. Δέκα σχεδόν χρόνια πριν γίνει το ΙΚΑ. Βαριά δουλειά, έστω και αν μετά τον Μεταξά το δεκάωρο έγινε οχτάωρο, έστω και αν οι εργάτες αυτό το είχανε πληρώσει με αίμα μετά από τις απεργίες του ’36 και τα ντου των χωροφυλάκων. Είχε κατέβει όλο το ιππικό κάτω… ο κόσμος με κόκκινες σημαίες! Εγώ είμαι κλεισμένη στη Πλατεία Ελευθερίας και να μη μπορώ ούτε να φύγω ούτε να… μείνω. Πού να πας; Κι ήτανε μία Κουτσίνη και σκοτώθηκε ένα παιδί, ραφτάκι, απ’ το συνοικισμό και λέει: ‘‘Δε μάθατε, μωρέ παιδιά, ποιος είναι σκοτωμένος, ο ράφτης ο Νικόλαος είναι θανατωμένος’’. Και πήγε αυτή και βούτηξε τη σημαία στο αίμα…

Μεγαλώνοντας οι κοπέλες πληρωνόμασταν και με το κομμάτι. Βγάζαμε καλά λεφτά. Δουλεύαμε εργολαβία, έτσι τη θέλαμε πολύ τη δουλειά στο εργοστάσιο. Στα δικά μας τα τμήματα όση ώρα δούλευες, δούλευες «κατ’ αποκοπή» και παραπάνω από το οχτάωρο. Εκτός απ’ τα χαρμάνια, βαριά δουλειά, εκεί δούλεψε η μάνα μου μεροκάματο… δεν μας σύμφερνε, σκεπτόμασταν ακόμη και στην τραπεζαρία να πάμε, γιατί είχε πολλά σκαλοπάτια και χασομέρι. Κοιτούσαμε πώς θα φάμε έστω και ’κει στην πόρτα κάτω… ν’ ανεβούμε πάνω να… βγάλουμε δουλειά. Μας έδιναν μάρκες και τις φυλάγαμε. Οι ‘‘σφραγγιστούδες’’ μας φέρναν μάρκες και παίρναν τα κουτιά. Οι μάρκες ήταν χαρτόνια σκληρά. Άλλα για τα ‘‘Άριστα’’, άλλα για τα ‘‘Έξτρα’’. Τις κλειδώναμε τις μάρκες, γιατί ορισμένες δεν έβγαζαν παραγωγή και έκλεβαν από τις άλλες. Όταν ήταν να τις δηλώσουμε, ερχόταν ένας λογιστής από τα γραφεία, απλώναμε τις μάρκες και αυτός έγραφε… τόσες μάρκες, τόσα κουτιά.

Δουλεύαμε στη δεματοποίηση, την κυτιοποιία, τη συσκευασία, στο τόγκα και τα χαρμάνια. Η ζωή στο εργοστάσιο ήταν δύσκολη… Οι επιστάτες ήταν οι ‘‘χωροφύλακες’’. Κατέγραφαν τις παρουσίες, έκαναν έλεγχο στα πακέτα και στην καθημερινή παραγωγή… Όσες δεν έβγαζαν δουλειά και παραπάνω παραγωγή τις διώχνανε πρώτες… Μας πήγαιναν όπου υπήρχε δουλειά… Κάθε φορά που βγαίναμε από το κτίριο μας έψαχναν μήπως κλέβαμε τσιγάρα… Οι άνδρες μπορούσαν να καπνίζουν όσο ήθελαν, αλλά οι γυναίκες απαγορευόταν… Όλοι οι επιστάτες ήταν τσιράκια των αφεντικών. Ακόμη και το σωματείο που πρωτοδημιουργήθηκε τον Μάιο του 1936, από πίσω τα έκανε πλακάκια με τα αφεντικά, αλλά πού και πού κάτι κάνανε. Οι επιστάτες μας μάλωναν και μας έβριζαν… σχεδόν όλοι άνδρες ήταν, αλλά και κάποιες γυναίκες, που τις είχανε φιλενάδες τα μεγάλα κεφάλια ή τα αφεντικά…

 

Ένας ολόκληρος κόσμος από γυναίκες του μόχθου, που μπορεί να μην επηρέασαν την Ιστορία, εντούτοις στο σύνολό τους αποτέλεσαν μια μοναδική ιστορική μνήμη και μια αλλιώτικη έμφυλη ματιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι
Ένας ολόκληρος κόσμος από γυναίκες του μόχθου, που μπορεί να μην επηρέασαν την Ιστορία, εντούτοις στο σύνολό τους αποτέλεσαν μια μοναδική ιστορική μνήμη και μια αλλιώτικη έμφυλη ματιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι

 

Ματσαγγούλες…

Στη χούντα ένας στρατηγός που τον είχαν φέρει φώναζε και με μάλωνε να μη βάφομαι, επειδή ήταν κόκκινα τα μάγουλά μου. Μας έβγαζαν την πίστη ανάποδα… Άμα κάναμε λάθος, μας έβαζαν πρόστιμα… τα κρατούσαν από το μεροκάματο … μας έλεγε να μη σιδερώνουμε τα ρούχα μας γιατί είμαστε εργάτες. ‘‘Μη φοράτε λούσα’’. Μερικές που είχαν σειρά καλή, φορούσαν… έβλεπες τις Ματσαγγούλες βγαίναν κούκλες έξω, πολύ περιποιημένες και τότε, εκείνα τα χρόνια ήταν όλες μία και μία. Με την κάλτσα τους, ντυμένες… Μπορεί να μας έλεγαν ‘‘ελαφριές’’ ή ‘‘πουτάνες’’ μερικοί, γιατί είχαμε βγει στη βιοπάλη, επειδή κάναμε παρέα με άνδρες στη δουλειά, επειδή είχαμε τρία φράγκα στην τσέπη και ξεδίναμε και καμία φορά παρέες, παρέες. Αντιδρούσαμε με τον τρόπο μας, περνούσαμε καλά με τα κορίτσια… Λέγαμε αστεία… σιγοτραγουδούσαμε… κοροϊδεύαμε τους επιστάτες… Όταν λείπαν για λίγο, πήγαινα και συναντούσα τις φίλες μου που δούλευαν σε άλλα πόστα… μιλούσαμε και η ώρα περνούσε πιο ευχάριστα… Μερικές πήγαιναν κρυφά στην τουαλέτα και κάπνιζαν… Υπήρχε αυστηρός έλεγχος… Στον πόλεμο και την Κατοχή ευτυχώς που ήταν ο Ματσάγγος… Πενταροδεκάρες έδινε, αλλά μας βοήθησε να επιζήσουμε εμάς και πολλούς άλλους… άσε που με τις κούτες τα τσιγάρα τα δίναμε ανταλλαγή και παίρναμε άλλα είδη… Μετά τον Εμφύλιο τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο άγρια, με πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και τέτοια, αλλά σιγά-σιγά καλυτέρεψαν. Ο Ματσάγγος ήταν ένας κόσμος ολόκληρος και μεις, οι Ματσαγγούλες μείναμε ενωμένες για πολλά χρόνια μέχρι να αρχίσουμε να φεύγουμε από τη ζωή ετούτη…».

 

* Η Νένα Ζήση είναι συγγραφέας και μέλος της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Βόλου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!