του Σπύρου Κουζινόπουλου
Ιδιαίτερα δεμένος με την περιοχή του σημερινού Δήμου Θερμαϊκού ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το τραγούδι του Μπαξέ Τσιφλίκι το εμπνεύσθηκε τις πολλές φορές που επισκέπτονταν τους Νέους Επιβάτες, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ενώ αρκετό διάστημα διέμεινε και στην Επανομή, όπου έγραψε και δύο άγνωστους στο ευρύ κοινό ύμνους για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ!
Τα χρόνια 1938-1945 που ο μεγάλος συνθέτης και τραγουδιστής έζησε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). Κι εκεί, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι:
Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι,
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη…
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του ελληνικού ρεπερτορίου. Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα. Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες, που δεν έχει πει το Μπαξέ Τσιφλίκι. Ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη.
Στο Τάγμα Τηλεγραφητών, που ήταν στην περιοχή του Ντεπό, ο καλλιτέχνης συνέθεσε πολλά τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες, κάποια μάλιστα από αυτά, στο πειθαρχείο της μονάδας, δεδομένου ότι συχνά παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε.
Στη μονάδα αυτή, θα υπηρετήσουν μαζί και θα δεθούν με φιλία ο Τσιτσάνης με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Οι δύο στρατιώτες θα ξανασυναντηθούν το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.
Μιλώντας αργότερα για εκείνη τη γνωριμία, ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, θα πει: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά, όμως, ο επιλοχίας του έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: «Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;». Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: «Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει».
Όπως θα πει ο ίδιος ο βάρδος της ρεμπέτικης μουσικής, «η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή, όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, “σημάδεψε” και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής».
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944, στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, που θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το Χατζή Μπαξές, η Αθηναίισα, οι Αραπίνες, η Αχάριστη, ο Ζητιάνος, η Συννεφιασμένη Κυριακή κ.ά.
Ο Τσιτσάνης στην Επανομή
Το ένα αντιστασιακό τραγούδι του Τσιτσάνη έλεγε στο τέλος:
…
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,
Στραγγαλιστές του λαού,
Καταφρόνια και σκλαβιά,
Μαστιγώματα, κελιά,
Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά.
Σίδερα σπάστε κι αφήστε
Το αίμα να ξεχυθεί.
Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη
Κι όλους μας ας οδηγεί.
Και ο δεύτερος αντάρτικος ύμνος του Τσιτσάνη κατέληγε ως εξής:
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά.
Δυστυχώς, εκείνα τα δύο τραγούδια οι Τσιτσάνης δεν πρόλαβε να τα μελοποιήσει. Γρήγορα ήρθε η απελευθέρωση από τους κατακτητές, ο συνθέτης κατεβαίνει πλέον οριστικά στην Αθήνα κι ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου. Παρ’ όλα αυτά, τα δύο αντιστασιακά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, με τους φλογερούς στίχους τους, αποτελούν κόσμημα για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.