«Διέσχισαν πενήντα χιλιόμετρα μέσα σε τέσσερις ώρες. Οι πράκτορες των προηγούμενων τριών οδοφραγμάτων ήταν επιεικείς μαζί τους όταν είδαν το τουμπανιασμένο πτώμα. Στο τελευταίο οδόφραγμα μάλιστα τους επέτρεψαν να περάσουν από τη στρατιωτική λωρίδα και η ελπίδα ότι θα έφταναν στην Αναμπίγια πριν νυχτώσει, ξαναζωντάνεψε. Στο δρόμο, τα ίχνη της μάχης ήταν ολοφάνερα: κατεστραμμένα τανκς, καμένα αυτοκίνητα, απομεινάρια ξεραμένου αίματος. Τα σπίτια δίπλα στο δρόμο ήταν γκρεμισμένα και εγκαταλειμμένα, και από μακριά διακρίνονταν άλλα σπίτια, καμένα. Στους μικρούς δρόμους των χωριών κυκλοφορούσαν ελάχιστοι άνθρωποι και ζώα. Τα πάντα έμοιαζαν εγκαταλειμμένα κι η αραιή, πρωινή κίνηση στους δρόμους μύριζε θάνατο κι εξορία. Οι πάνοπλοι στρατιώτες ενός αγροτικού αυτοκινήτου τους ζήτησαν, όπως και στα υπόλοιπα οχήματα, να κάνουν στην άκρη και να σταματήσουν για να περάσει ένα κομβόι φορτηγών που μετέφεραν τανκς. Όλοι απέφυγαν να κοιτάξουν το κομβόι. Ο Χουσέιν σταμάτησε δίπλα σ’ ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας εξηντάρης. Είχε μαζί του τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη, που δεν ήταν πάνω από δεκατριών ετών.  Πίσω τους είχε σταματήσει ένα πούλμαν με λίγους επιβάτες που πήγαινε στο Χαλέπι. Κάποιοι είχαν κατέβει για να καπνίσουν. Ο Χουσέιν έπιασε κουβέντα μαζί τους. Έδειχνε με το χέρι του προς τον Μπούλμπουλ και τη Φάτιμα, γνέφοντας καταφατικά σε όσα του έλεγαν. Χαρακτηριστική εικόνα ανθρώπων που μια κοινή, τραγική μοίρα τους έφερνε κοντά στη μέση του πουθενά και πάσχιζαν να διώξουν το φόβο τους μιλώντας περί ανέμων και υδάτων.»

Βία και ερείπια

Αν είσαι καλός συγγραφέας από την Κίνα, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, το Βιετνάμ, την Κούβα, τη Γεωργία και την Ουκρανία ή από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Παλαιστίνη, το Λίβανο και τη Συρία, έχεις πιθανότητες να δεις το βιβλίο σου να εκδοθεί από ένα μεγάλο εκδοτικό οίκο στη Δύση μόνο εφ’ όσον είσαι «εντός γραμμής». Που σημαίνει να είσαι αρνητικός στα καθεστώτα που οι δυτικοί αντιμάχονται και να μην αναφέρεσαι καθόλου στην ανάμειξη και το ρόλο του δυτικού παράγοντα στα διαδραματιζόμενα. Ακόμα κι αν είσαι μέτριος συγγραφέας, ακόμα κι αν το έργο σου περιλαμβάνει έντεχνα ανακρίβειες και στρεβλώσεις, εάν υπηρετεί την άποψη που η Δύση θέλει να περάσει στους πολίτες της, έχεις πιθανότητες να μεταφραστεί το βιβλίο σου στα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα γερμανικά. Αν είναι και καλό συγγραφικά, οι πιθανότητες αυξάνονται. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τα πολιτικά και ιστορικά βιβλία. Ισχύει και για τα μυθιστορήματα.

Αυτή, όμως, η διαπίστωση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, μπορεί να αδικήσει κάποια βιβλία που ενώ εμπίπτουν στην κατηγορία των «εντός δυτικής γραμμής», έχουν μια αυτοτελή αξία επειδή είναι καλογραμμένα και ρίχνουν φως -έστω υπό μία οπτική γωνία- στην πραγματικότητα την οποία περιγράφουν ή αναπλάθουν δημιουργικά. Ένα τέτοιο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί είναι το βιβλίο του Χαλίντ Χαλίφα «Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά» (μυθιστόρημα), μετ. Αγγελική Σιγούρου, εκδ. Καστανιώτη, 2020.

Ο Χαλίφα δεν προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Η προτίμησή του για τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό που αντιμάχεται το μπααθικό καθεστώς του Άσαντ στη Συρία είναι εμφανής. Ήρωες είναι αυτοί που αγωνίζονται με τον ΕΣΣ. Όσοι υποστηρίζουν την κυβέρνηση ανήκουν στους κακούς. Ο ρόλος των ξένων στη συριακή τραγωδία δεν αναφέρεται πουθενά. Ούτε οι Αμερικάνοι πεζοναύτες ούτε οι Ισραηλινοί που βομβαρδίζουν στόχους επί συριακού εδάφους, ούτε οι Ρώσοι που στηρίζουν το καθεστώς, ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Σαουδάραβες που εξοπλίζουν τις φράξιες και τους στρατούς που αλωνίζουν στην πολύπαθη χώρα.

Αν δεν ήταν μυθιστόρημα, η μονομέρεια αυτή θα καθιστούσε το έργο αναξιόπιστο. Ο Χαλίφα, όμως, υπερβαίνει αυτό το μειονέκτημα, του μονόπλευρου φόντου, χτίζοντας την αφήγησή του πάνω σε μια οικογενειακή τραγωδία που ενώ δεν είναι ασύνδετη με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη Συρία, διατηρεί μια αυτοτέλεια που διαπλέκεται με χαρακτήρες, κουλτούρες, ήθη και έθιμα που αποκτούν μια μεγεθυμένη διάσταση και γι’ αυτό είναι πιο ανάγλυφα εξ αιτίας του ανώμαλου πλαισίου μέσα στο οποίο εκδηλώνονται. Όλο το μέγεθος της καταστροφής μιας χώρας που ήταν ακέραιη, όλη η βία και αγριότητα που τη μαστίζουν, όλο το δράμα που ζουν οι κάτοικοί της  ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, ωμά και γυμνά περιγράφονται γύρω από μια πολύ ανθρώπινη ιστορία που δείχνει την προσπάθεια να κρατηθούν κάποιες παραδοσιακές αξίες, μερικά σημεία κοινής αναφοράς ζωντανά και ταυτόχρονα επισημαίνει την ανθεκτικότητα μερικών βαθιά εμπεδωμένων στερεοτύπων και αναχρονισμών που ούτε το χάος, η αποδόμηση και τα ερείπια δεν μπορούν να ξεριζώσουν.

Διαβάζεται με μια ανάσα, σε πολλά σημεία κομμένη.

Χαιρετιστήριο μήνυμα από τον τετράχρονο Συμεών, από τη Σόφια (Βουλγαρία)…

 Η Λέιλα

«Η Λέιλα ήθελε να φύγει μακριά από εκείνον τον ολέθριο τόπο και να συνεχίσει τις σπουδές της. Ήταν η μοναδική από τα κορίτσια του χωριού  που είχε πάρει απολυτήριο γυμνασίου, με την ενθάρρυνση του αδερφού της, που τώρα κειτόταν νεκρός μέσα σ’ ένα παγωμένο αυτοκίνητο, σε κάποιο δρόμο μακρινό. Ήθελε να ζήσει μια ζωή διαφορετική και θεωρούσε ότι το άξιζε. Κανείς δεν πίστεψε τις απειλές της, ότι μια μέρα θα τους έκανε να μετανιώσουν. Είχε πει στη μητέρα του Μπούλμπουλ: «Θα γίνω φλόγα να τους κάψω και να φωτίσω το δρόμο των άλλων γυναικών».

Της άρεσαν κι εκείνης τα μεγάλα λόγια όπως στον αδερφό της τον Αμπντελατίφ. Μιλούσε με παράξενες κι ασυνήθιστες λέξεις και μπορούσε να απαγγέλει για ώρες περίτεχνους στίχους της ατάμπα (σημ. μετ.: είδος παραδοσιακής, λυρικής αραβικής ποίησης που εκφράζει ένα παράπονο ή μια κατηγορία) που επινοούσε η ίδια. Η ευαισθησία της ήταν ανεξάντλητη. Κανείς δεν πίστευε αυτό που είδε τη νύχτα του γάμου της. Της έφτανε που ήτανε ανάμεσα στις φίλες της, μεταξύ αυτών και η μητέρα του Μπούλμπουλ, και δεν επέτρεψε σε καμία γυναίκα από την οικογένεια του γαμπρού ή από τους συγγενείς του να τη βοηθήσει. Απέδωσε φόρο τιμής στο σώμα της. Έκανε αποτρίχωση, όπως έκαναν οι κοπέλες των πόλεων, και η μητέρα του Μπούλμπουλ της άλειψε το σώμα με κρέμες. Φόρεσε το λευκό της φουστάνι, ανέβηκε στη στέγη του σπιτιού και τράβηξε πάνω τη σκάλα που οδηγούσε προς τη στέγη. Τα είχε όλα προετοιμάσει από την προηγούμενη, το μπουκάλι με την κηροζίνη και τα σπίρτα. Κοίταξε από ψηλά τους καλεσμένους στην αυλή του σπιτιού και την ώρα που η γιορτή βρισκόταν στο ζενίθ της, έβαλε φωτιά στο σώμα της κι άρχισε να γελάει δυνατά. Κι έσβησε, ανάμεσα στους σαστισμένους άντρες και τα κλάματα των νεαρών κοριτσιών, που δεν πίστευαν πως έχαναν την επιστήθια φίλη τους για πάντα.

Τίποτα ωστόσο δεν άλλαξε μετά την αυτοκτονία της Λέιλα: τα κορίτσια συνέχιζαν να εγκαταλείπουν το σχολείο μετά το δημοτικό κι η οικογένεια συνέχισε ν’ αποφασίζει για το πεπρωμένο του γάμου τους. Κι όποια ξεστράτιζε απ’ το κοπάδι, σφαζόταν.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!