Οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά δείχνουν όλο και περισσότερο ότι έχει υπάρξει ήδη συμφωνημένο πλαίσιο. Ότι εκτελούνται αμερικάνικες παραγγελίες ώστε να «φορεθούν» οι αναδασμοί, η «αρχιτεκτονική» που θα προκρίνουν οι ΗΠΑ σε όλο το κρίσιμο τόξο που εκτείνεται από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ανάγκες που συνδέονται άμεσα με τα όσα φέρνουν οι αβεβαιότητες που συνοδεύουν την εξέλιξη της σύγκρουσης με επίκεντρο την Ουκρανία. Αν και επισήμως φιλοτεχνείται η εικόνα μιας «νέας φάσης» ελληνοτουρκικής προσέγγισης και «ευκαιρίας που δεν πρέπει να χαθεί» προκειμένου να επιχειρηθεί ένας δρόμος πολιτικού διαλόγου (ξεπερνώντας την καρκινοβατούσα φάση των επί πολλά έτη γύρων διερευνητικών συνομιλιών) η λογική των πραγμάτων άλλα μαρτυρεί.

Πρώτα απ’ όλα τα ίδια τα χρονοδιαγράμματα, ακόμα και τα επίσημα αναγγελλόμενα, είναι εντυπωσιακά ασφυκτικά. Δείχνουν μεγάλη σπουδή για επίσπευση (και αφόρητες πιέσεις) για σύντομη κατάληξη σε συμφωνία πριν από το τέλος του έτους. Το κλίμα –οι κινήσεις του ευρωατλαντισμού και οι επιχειρούμενες «εκλογικεύσεις» επιλογών από πλευράς του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που δέχονται να παζαρέψουν και να «παίξουν» με την ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας– έχουν αναλογίες με τα όσα προηγήθηκαν της Συμφωνίας των Πρεσπών. Δηλούμενες άλλωστε με αναφορές στην ανάγκη για «Πρέσπες του Αιγαίου»! Με την καθοριστική διαφορά ότι η κλίμακα των διακυβευμάτων είναι τώρα εντελώς άλλου μεγέθους και το τρέχον διεθνές γεωπολιτικό τοπίο πολύ πιο ταραγμένο και οριακό. Έτσι λοιπόν ο οδικός χάρτης που φαίνεται ότι συμφωνήθηκε μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους και την αντίστοιχη Γεραπετρίτη-Φιντάν στην Άγκυρα, περιλαμβάνει νέα συνάντηση στο ανώτατο επίπεδο στη Ν. Υόρκη (στα πλαίσια της Συνέλευσης του ΟΗΕ) στις 20 του μηνός και έναρξη εντατικού πολιτικού διαλόγου από 16 Οκτωβρίου. Από ελληνικής πλευράς αυτής της διαδικασίας έχει οριστεί ότι προΐσταται η υφυπουργός εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου. Επιλογή προσώπου με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς τόσο με την Ουάσινγκτον όσο και με το περιβάλλον Μητσοτάκη. Μαζί με τον τωρινό πολιτικό της προϊστάμενο Γ. Γεραπετρίτη (άλλο πρόσωπο με σημιτικό-παπανδρεϊκό παρελθόν) και τα «δείγματα γραφής» που έχουν και οι δύο επιδείξει, αποτελούν ένα δίδυμο απ’ ότι φαίνεται διατεθειμένο να διεκπεραιώσει τέτοιες «δύσκολες αποστολές». Πέραν όλων των άλλων πάντως, λέει πολλά για τις πιέσεις που ασκούνται (και την αντίστοιχη υποτελή στάση) και το γεγονός ότι δεν διατυπώθηκε ούτε καν ως σκέψη έστω, μια «πολιτικά αξιοπρεπής» αναβολή της επικείμενης συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν, υπό το βάρος των απαιτήσεων αντιμετώπισης της έκτακτης κατάστασης που προέκυψε από την καταστροφή στη Θεσσαλία. Κίνηση που θα μπορούσε και θα όφειλε να έχει γίνει αν υπήρχε η έννοια να ενισχυθεί μια πιο αυτόνομη στάση από ελληνικής πλευράς.

Ελληνοτουρκική «προσέγγιση» προς τις διαρκώς επανερχόμενες τουρκικές αξιώσεις

Η όλη διαδικασία προωθείται κάτω από τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες τουρκικές αξιώσεις. Η τουρκική πλευρά «βάζει στο τραπέζι» διαρκώς και εμφατικά το σύνολο της ατζέντας της. Περιλαμβάνοντας τις επιδιώξεις της για μια διολίσθηση προς ένα καθεστώς συγκυριαρχίας στη Θράκη, τη μόνιμη πλέον απαίτησή της για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, την αμφισβήτηση της κυριαρχίας μιας σειράς κατοικημένων και μη νησιών (ανάμεσά τους οι Οινούσες, το Αγαθονήσι, οι Φούρνοι), την προώθηση του μοιράσματος και της «συγκυριαρχίας» του Αιγαίου, την μονιμοποίηση των τετελεσμένων του τουρκολιβυκού συμφώνου, την προώθηση του επεκτατισμού της νότια της Κρήτης και στο χώρο της Δωδεκανήσου και βεβαίως το στόχο της για την εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβολή του ελέγχου της πάνω σε όλη την Κύπρο μέσω μιας λύσης δύο κρατών – ή και μιας μη βιώσιμης διζωνικής ομοσπονδιακής λύσης αν και δεν προβάλλεται αυτό επί του παρόντος.

Απέναντι στη διευρυνόμενη τουρκική επιθετικότητα, η στάση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας είναι χαρακτηριστικά οπισθοχωρούσα και ενδοτική

Απέναντι στη διευρυνόμενη τουρκική επιθετικότητα, η στάση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας είναι χαρακτηριστικά οπισθοχωρούσα και ενδοτική. Η γραμμή της προώθησης του διαλόγου «για τη διευθέτηση της μοναδικής διαφοράς ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας» μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται, φέρνει πλέον στην επιφάνεια αντιφάσεις που δεν μπορούν να κρύψουν ότι έχουν γίνει συμφωνίες αποδοχής παραχώρησης κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και ακόμα περισσότερο ότι δεν πρόκειται για μια συνοριακή μικροδιευθέτηση (με αμοιβαίους λογικούς, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις κ.λπ.) αλλά για την παγίωση ενός δρόμου που ακρωτηριάζει την ύπαρξη της χώρας και την εκθέτει στους επόμενους γύρους τουρκικών επεκτατικών αξιώσεων. Δύο όψεις ανάμεσα στις πολλές, είναι απολύτως χαρακτηριστικές ως προς τα προηγούμενα. Η Ελλάδα με «συμμαχική επιβολή» απέχει συστηματικά από οποιαδήποτε ενέργεια (που θα ήταν αυτονόητη για ένα στοιχειωδώς ανεξάρτητο κράτος), οριοθέτησης των χώρων άσκησης της κυριαρχίας της. Όλα, όχι μόνο αυτά που τελούν υπό την απειλή του τουρκικού casus belli, εξακολουθούν να αφήνονται σκοπίμως δυνητικά, και μη προσδιοριζόμενα. Ακόμα και το εύρος των χωρικών υδάτων στις ανατολικές ακτές της ηπειρωτικής χώρας, και νότια της Κρήτης, πολύ περισσότερο η κατ’ αρχήν ανακήρυξη ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Γίνεται εύκολα αντιληπτό τι σημαίνει αυτό για την όποια διαπραγμάτευση, παραπομπή στη Χάγη κ.λπ. ακόμα περισσότερο όταν δηλώνεται ότι «πιάνουμε το νήμα» από την αλήστου μνήμης Συμφωνία της Μαδρίτης (αναγνώριση των τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο, μετά την εμπλοκή των Ιμίων). Κατά δεύτερον, είναι κρίσιμης στρατηγικής σημασίας η στάση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έναντι της Κύπρου. Οι επανερχόμενες αυτή τη στιγμή ιδιαίτερα, ηχηρές δηλώσεις αποσύμπλεξης του Κυπριακού από την πορεία διευθέτησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων σε συνδυασμό με την λυσσώδη προσπάθεια επαναφοράς σχεδιασμών τύπου Ανάν από μεριάς του μπλοκ που επί της ουσίας κατευθύνει την ελληνική πολιτική σ’ αυτά τα θέματα (ΕΛΙΑΜΕΠ, σημιτικοί κύκλοι μέσα και στα τρία συστημικά κόμματα). Οι σχετικές κινήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη –απροσχημάτιστες δηλώσεις Γεραπετρίτη στην Κύπρο, οι προ μηνών αποκαλύψεις για προγενέστερες παρασκηνιακές πιέσεις Μητσοτάκη στον Κύπριο τότε πρόεδρο Αναστασιάδη– αλλά και οι πρόσφατες σχετικές δηλώσεις που ανέλαβε να κάνει ο γνωστών προσανατολισμών και δεσμών, Χ. Ροζάκης, σχετικά με το ότι οι Κύπριοι απώλεσαν σειρά «ευκαιριών» επίλυσης του προβλήματος (Ανάν και Κραν Μοντανά), ότι τελικά δεν φαίνεται να επιθυμούν λύση και ότι δεν μπορούν εν τέλει να επιβαρύνουν στο διηνεκές τις επιλογές της Ελλάδας (!) αποκαλύπτουν ανάγλυφα τον συνολικό στρατηγικό προσανατολισμό των ελληνικών ελίτ. Και τον κυνισμό τους.

Ανάγκη αντιστάσεων απέναντι στους δυσμενείς όρους που διαμορφώνονται

Τα τρία συστημικά κόμματα συναινούν και υποστυλώνουν τα όσα μεθοδεύονται. Γενικότερα όλοι γνωρίζουν και περί άλλα τυρβάζουν. Αυτό περιλαμβάνει και τις δυνάμεις που προβάλλονται ως «αριστερά», «αντισυστημισμός», «αντικαπιταλισμός» κ.λπ. και συστηματικά υποτιμούν και δεν κατανοούν (όταν δεν αντιμάχονται) την εθνική διάσταση του προβλήματος χειραφέτησης. Δεν υπάρχει επί της ουσίας αντιπολίτευση. Και σ’ αυτό το έδαφος, κύκλοι του βαθέος συστήματος προωθούν τις λύσεις και τους «σωτήρες» της επόμενης μέρας, βλέποντας την πολιτική φθορά που επέρχεται από τον συνδυασμό του ενδοτισμού με το πολλαπλό ξεχαρβάλωμα της χώρας και της κοινωνίας. Το πνεύμα που διαχέεται είναι η ψευδαίσθηση «ότι θα διατηρήσουμε την ησυχία μας» («ειρήνη» και «μπίζνες / δουλειές / χρήμα») έναντι κάποιων «ρεαλιστικών θυσιών» τμημάτων κυριαρχίας. Πιθανώς οι σχετικοί χειρισμοί να επιχειρηθεί να πλασαριστούν και ως ευφυείς. Γίνεται όλο και πιο έκδηλο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα υπαρξιακό πρόβλημα για τη χώρα και τον λαό. Και βοά η ανάγκη να προβληθούν αντιστάσεις μπροστά στα όσα μεθοδεύονται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!