Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις (Konsensus, για λογαριασμό της καθημερινής εφημερίδας Habertürk – 1/5), το κυβερνών κόμμα AKP συγκεντρώνει την προτίμηση του 48,9% των ψηφοφόρων, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΛΚ) το 25,8%, ενώ το Κόμμα του Εθνικιστικού Κινήματος αναμένεται να περάσει οριακά το 10%. Οι υποψήφιοι του κουρδικού κόμματος Ειρήνη και Δημοκρατία, που κατεβαίνουν ως ανεξάρτητοι, αναμένεται να συγκεντρώσουν το 6%. Με αυτούς τους συσχετισμούς, το AKP δεν φαίνεται να συγκεντρώνει τα 2/3 των βουλευτών (376) που απαιτούνται για την ψήφιση νέου συντάγματος μετά τις εκλογές, όπως επιδιώκει.
Το κουρδικό στο επίκεντρο
Η προεκλογική ατμόσφαιρα, όπως διαφαίνεται από τον τουρκικό Τύπο, κυριαρχείται από θέματα που κυμαίνονται από τις αναιτιολόγητες φυλακίσεις δημοσιογράφων (50 κρατούνται τούτη τη στιγμή) μέχρι τις απειλές εξαπόλυσης εκτεταμένων επιθέσεων εκ μέρους του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), αν δεν αρχίσει μια σοβαρή διαπραγματευτική διαδικασία αμέσως μετά τις εκλογές, όπως φέρεται να δήλωσε μέσω του δικηγόρου του ο φυλακισμένος ηγέτης του PKK, Αμπτουλάχ Οτσαλάν. Ανεξαρτήτως της σοβαρότητας αυτών των απειλών, η συζήτηση για το κουρδικό ζήτημα και την αυτονομία έχει ανάψει εν όψει εκλογών, ενώ ο αρχικός -και ανακληθείς- αποκλεισμός Κούρδων υποψηφίων και η σύλληψη 35 μελών του Κόμματος Ειρήνη και Δημοκρατία αποτέλεσε την αφορμή μεγάλων διαδηλώσεων πριν από μερικές εβδομάδες. Ο πρώην ηγέτης του Κόμματος Ειρήνη και Δημοκρατία, Σ. Ντεμιρτάς, δήλωσε προ ημερών ότι η «Τουρκία είναι πολύ μεγάλη χώρα για να κυβερνάται συγκεντρωτικά από έναν μόνο πρωθυπουργό» (Hurriyet Daily News 11/5), και η φράση αυτή συμπυκνώνει μια ολοένα και εντεινόμενη συζήτηση για τη δημιουργία 26 πολιτικών και διοικητικών περιφερειών με δομές αυτοκυβέρνησης, μέχρι και τη θέσπιση τοπικών Κοινοβουλίων, με ξεχωριστές σημαίες και σύμβολα. Αυτή η πρόταση που παραπέμπει, ουσιαστικά, σε δομή ομοσπονδιακού κράτους, δεν υποστηρίζεται από όλους τους Κούρδους. Ταυτόχρονα, όμως, πολλοί προσκείμενοι στο AKP προκρίνουν μια πιο μετριοπαθή λύση οικονομικής και διοικητικής αυτονομίας των περιφερειών.
Χαμηλά στην ατζέντα η Ε.Ε.
Η συζήτηση για την ένταξη στην Ε.Ε. είναι υποτονική. «Σε μια περίοδο άκρως ανταγωνιστική», γράφει ο Semih Idiz στη Hurriyet Daily News (10/5), «η προοπτική της Ε.Ε. δεν αποτελεί ουσιαστικό θέμα για κανέναν πολιτικό ηγέτη, γιατί δεν φέρνει ψήφους». Η Ε.Ε. δεν εμπνέει πλέον τους Τούρκους, ιδίως στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής που υιοθετεί τόσο στην εξωτερική πολιτική όσο και στο θέμα της μετανάστευσης. Από τη σκοπιά της Τουρκίας, αναφέρει ο ίδιος αρθρογράφος, η Ε.Ε. είναι ένα «ανοιχτό πολιτικό σχέδιο», δεν είναι σαφές αν η Τουρκία θα γίνει κάποτε μέλος της ή αν θα υπάρχει, εν τέλει, μια ευρωπαϊκή οικονομικο-πολιτική δομή που να είναι ελκυστική για την Τουρκία, δεδομένων και των παγκόσμιων εξελίξεων.
Στους τομείς της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής, στην προεκλογική συζήτηση κυριαρχεί το κυβερνών κόμμα, ενώ τα άλλα κατεστημένα κόμματα, εννοείται πλην των αριστερών που έχουν μια πιο σαφή αντίληψη των πραγμάτων αλλά περιορισμένη εμβέλεια, εκφράζουν αμηχανία. Ο Ρ. Τ. Ερντογάν μπορεί μεν να λέει ότι επί εποχής των πολιτικών του αντιπάλων οι «Τούρκοι έκαναν ουρές για να πάρουν μαγειρικό λίπος και γκάζι» και να αξιοποιεί πολιτικά την οικονομική μεγέθυνση και την αύξηση του εμπορίου, αλλά δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις για το ότι αυτή η οικονομική επέκταση δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας -η ανεργία βρίσκεται στο 12% και η ανεργία των νέων στο διπλάσιο- ούτε για τη φτώχεια που μαστίζει ιδίως τις κουρδικές νοτιο-ανατολικές περιοχές, αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα, ούτε για τις ιδιωτικοποιήσεις που πλήττουν τους εργαζόμενους.
Διεθνής θέση
Στην εξωτερική πολιτική, απέναντι στο σύνθημα «Τουρκία ηγετική δύναμη» που προβάλλει η κυβέρνηση του AKP, την αντιπολίτευση χαρακτηρίζει «απουσία οράματος» (Ιμπραχίμ Καλίν, Zaman, 21/4). Τα εξωτερικά θέματα, επισημαίνει ο ίδιος αρθρογράφος, συνήθως δεν τραβούν την προσοχή όσο τα οικονομικά και πολιτικά που άπτονται της καθημερινής διαβίωσης, ωστόσο και σ’ αυτό τον τομέα παρατηρείται μια μεταβολή. «Πολλοί θεωρούν την κυβερνητική εξωτερική πολιτική ως εθνική πολιτική», σε σχέση με παλιότερα όταν υπήρχε η «διάκριση ανάμεσα στο κράτος και την κυβέρνηση», όπου το κράτος (βλ. στρατός) αποφάσιζε για τα θέματα στρατηγικής σημασίας και η κυβέρνηση ακολουθούσε τις εντολές του.
Οι επικριτές, φυσικά, μιλούν για άλωση του κράτους από το ισλαμικό AKP, οι υποστηρικτές λένε ότι αυτό εκφράζει μια νέα αυτοαντίληψη της Τουρκίας για τη θέση της στις διεθνείς και περιφερειακές υποθέσεις. Βεβαίως, όλα αυτά είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενα, στο πλαίσιο των αλλαγών που φέρνουν οι αραβικές εξεγέρσεις. Μπορεί μεν η Τουρκία του Ερντογάν να αποτελεί «παράδειγμα» ηπιότητας για τα ισλαμικά κινήματα στην περιοχή και μια ελκυστική εναλλακτική στη ριζοσπαστικοποίηση, όμως, την «ηγετική θέση» της την είχε στηρίξει στο στάτους κβο. Χρειάζεται, επομένως, μεγάλη ευελιξία για να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της και να συνεχίσει τις επωφελείς εμπορικές σχέσεις που είχε με καθεστώτα όπως της Λιβύης και της Συρίας ή της Ιορδανίας (η οποία έγινε δεκτή στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου), ενώ η συνεργασία της με το Ιράν βάλλεται εκ των έξω και εκ των έσω.
Τέλος, η εκλογική τακτική των βασικών κομμάτων στηρίζεται στην πολυσυλλεκτικότητα: πρώην σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, Τούρκοι και Κούρδοι εθνικιστές παρατάσσονται στις λίστες του AKP όσο και σ’ αυτές του ΡΛΚ, στις τελευταίες μάλιστα συμπεριλαμβάνονται και δύο φερόμενοι ως ύποπτοι στην υπόθεση Εργκένεκον (πραξικόπημα στρατιωτικών κατά της κυβέρνησης). Το AKP που τα είχε πάει σχετικά καλά στις κουρδικές περιοχές, στις προηγούμενες αναμετρήσεις, χρειάζεται «τουρκόφρονες», ώστε να προσελκύσει ψήφους από το Εθνικιστικό Κόμμα, αφού αν μείνει εκτός Κοινοβουλίου θα επωφεληθεί από τις έδρες του, ενώ το τελευταίο έκανε άνοιγμα προς τα μικρά κεντροδεξιά κόμματα, όπως το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (του Μ. Γιλμάζ) για τον αντίστροφο ακριβώς λόγο.